Οι χοιρινές λωρίδες που τηγανίζονται στο ίδιο τους το λιπάκι μέχρι να εμφανιστούν μικρά τραγανά τσιπς κρέατος είναι δεμένες με τα χοιροσφάγια. Ο Ιορδάνης Τσενεκλίδης των Nomade et Sauvage γράφει για τις τσιγαρίδες, μας δίνει τη συνταγή και τρόπους για να τις απολαύσουμε.
Περιστρέφω τον διακόπτη της ηλεκτρικής κουζίνας, σαν να αναζητώ στην κεραμική της εστία κάποια πειρατική ραδιοφωνική συχνότητα. Ανεβαίνω στον Χορτιάτη. Η κατσαρόλα μου ακουμπάει σε πυκνωτές και λυχνίες, νομίζω πως καίει σε βραχέα κύματα. Με αυτά τα ζεστά κύματα σιγολιώνω στην κατσαρόλα λεπτά φύλλα χοιρινού λίπους, πυκνά λευκά, με μια επιμελώς ελάχιστη παρουσία κρέατος πάνω τους. Έχουμε δρόμο μπροστά μέχρι να δούμε τις τσιγαρίδες να γλυκοκαβουρδίζονται στο λαρδί τους. Προσθέτω αλάτι λίγο παραπάνω από τη συνταγή μου.Με εντυπωσιάζουν οι διαδρομές στις μεταβολές των αρωμάτων του χοιρινού κρέατος κατά το μαγείρεμα. Τώρα που το υγρό λαρδί σκεπάζει τον πάτο της κατσαρόλας, τα ραδιοκύματα συντονίζονται σε μια λεμονάτη πρωτόγονη ζωική σφαίρα, γεμάτη με έναν χωμάτινο μυστικισμό γονιμότητας της Θεάς Δήμητρας ή της Αφροδίτης με τη γούνα. Έτσι που πιστεύω πως εισέρχεται γευστικά και πονηρά στον πυρήνα της βασικής ανάγκης, η θριαμβική ανάγκη της ηδονής και συντίθενται μέχρι να λιώσουν στο τέλος μαζί.Στο ψιθυριστό τσιτσίρισμα της κατσαρόλας μου, οι λεπτές λωρίδες ξίγκι γίνονται προνύμφες που λιώνουν σταδιακά και μεταμορφώνονται ασύμμετρα. Στις ζεστές λυχνίες της ηλεκτρικής μου κουζίνας ψάχνω την Τασκένδη, το Σαντιάγο, τη Μάλαγα. Με χαμηλή αποστακτική φλόγα, γίνεται πάντοτε η εκκόλαψη του ακίνητου γέρικου χειμώνα στη λαμπερή νύμφη της πρώτης άνοιξης. Η χρυσαλλίδα κρέμεται στην κατσαρόλα μου. Σκέφτομαι πως, αν δώσω ένταση στη φωτιά, θα την απελευθερώσω πιο γρήγορα ή θα την κατακάψω. Από τον φόβο μου μη γίνει κάρβουνο, αφήνω τη χαμηλή φωτιά να τη μεταμορφώσει.