ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ:
Α. Έργο μας λοιπόν είναι, είπα εγώ, εμείς οι ιδρυτές πόλεων, να αναγκάσουμε τις εξαιρετικές φύσεις να στραφούν προς την μάθηση (εκείνου), το οποίο είπαμε προηγουμένως ότι είναι το ανώτερο, και να δουν το αγαθό και να ανεβούν εκείνη την ανηφορική οδό και εφ’όσον δουν αρκετά (το αγαθό), αφού ανεβούν, να μην τους επιτρέψουμε (να κάνουν) αυτό το οποίο τώρα τους επιτρέπεται.
Και ποιο είναι αυτό;
Το να μένουν εκεί πάνω, είπα εγώ, και να μη θέλουν να κατεβαίνουν πάλι κοντά στους δεσμώτες εκείνους, ούτε να παίρνουν μερίδιο και στους κόπους και στις τιμές κοντά τους, είτε είναι κατώτερες είτε σπουδαιότερες.
Έπειτα, είπε, θα τους αδικήσουμε και θα τους κάνουμε να ζουν χειρότερα, ενώ τους είναι δυνατόν (να ζουν) καλύτερα;
Β1. «μέγιστον μάθημα»: ο ορισμός του αγαθού
Με τον όρο «μέγιστον μάθημα» ο Πλάτων εννοεί τη θέαση της Ιδέας του αγαθού, την ύψιστη γνώση, που τελικά συμπίπτει με το αγαθό, καθώς ο Πλάτωνας υποστηρίζει μια νοησιαρχική ηθική, δηλαδή η γνώση της αλήθειας δεν μπορεί παρά να οδηγεί κατά αναγκαιότητα σε ηθική πράξη, στην πραγμάτωση του αγαθού. Σύμφωνα με το σχόλιο του σχολικού εγχειριδίου, ο Πλάτωνας δεν δίνει μια σαφή ερμηνεία για τον τον όρο «αγαθό», που είναι από τους βασικότερους στο φιλοσοφικό του σύστημα, παρά αρκείται σε ορισμένους υπαινιγμούς. «Ἀγαθὸν» πάντως είναι:
α) το «εἶναι» και ό,τι διατηρεί το «εἶναι»,
β) η τάξη, ο κόσμος και η ενότητα που διαπερνά και συνέχει την πολλαπλότητα,
γ) ό,τι παρέχει την αλήθεια και την επιστήμη.
Η έκφραση «αὐτὸ τὸ ἀγαθὸν» φαίνεται να δηλώνει την ύψιστη αρχή και την πηγή του όντος και της γνώσης. Πάντως, ήδη στην αρχαιότητα το «Πλάτωνος ἀγαθὸν» ήταν παροιμιακή έκφραση για κάτι το ασαφές και σκοτεινό.
Οι χαρακτηρισμοί του αγαθού
Στη δεύτερη παράγραφο του κειμένου ο Πλάτωνας, διά στόματος Σωκράτη, θα χαρακτηρίσει το αγαθό ως εξής:
α) το αγαθό είναι η μεγαλύτερη αξία («μέγιστον μάθημα»), αφού αυτό πρέπει να κατακτήσουν όλοι οι άνθρωποι και κυρίως όσοι πρόκειται να αναλάβουν τη διοίκηση της πολιτείας,
β) το αγαθό μπορεί να προσεγγιστεί και να το θεαθεί ο άνθρωπος, όχι βέβαια με τις αισθήσεις, αλλά με την καθαρή νόηση («ἀφικέσθαι», «ἰδεῖν», «ἴδωσι»),
γ) η κατάκτησή του είναι δύσκολη και απαιτεί κόπο, επίπονη προσπάθεια και αγώνα («ἀναβῆναι», «ἀνάβασιν», «ἀναβάντες»). Πρόκειται για μια ανοδική πορεία, που οδηγεί στην ολοένα υψηλότερη γνώση και διάπλαση ήθους. Πολύ συχνά στον Πλάτωνα λέξεις που σημαίνουν το άνω και την ανάβαση χρησιμοποιούνται μεταφορικώς για την παιδεία και τα αγαθά που προσφέρει.
Β2. Η τριπλή λειτουργία του Νόμου για την επίτευξη της ευδαιμονίας του συνόλου
Ο Σωκράτης στην απάντησή του στην ένσταση του Γλαύκωνα προσωποποιεί τον Νόμο και του αποδίδει τρεις βασικές λειτουργίες του με τις οποίες επιδιώκεται η ευδαιμονία της πόλης. Χρησιμοποιεί τρεις μετοχές «συναρμόττων, ποιῶν και ἐμποιῶν» για να καταδείξει τρεις αδιαπραγμάτευτες λειτουργίες – προϋποθέσεις για την ύπαρξη και την ευδαιμονία της πόλης.
α. «συναρμόττων τοὺς πολίτας πειθοῖ τε καὶ ἀνάγκῃ»
Με το πρώτο μετοχικό σύνολο ο Πλάτωνας προβάλλει την κοινωνική λειτουργία του Νόμου, καθώς επιδιώκεται η κοινωνική συναρμογή των πολιτών.
Ο Πλάτωνας συχνά κάνει λόγο για την αναγκαιότητα της αρμονίας τόσο στα μέρη της ψυχής, με την υποταγή του κατώτερου μέρους στο ανώτερο (το «ἐπιθυμητικὸν» πρέπει να υποτάσσεται στο «θυμοειδὲς» και το τελευταίο στο «λογιστικόν»), όσο και στις σχέσεις των πολιτών μεταξύ τους. Μόνο αν επιτευχθεί αυτή η αρμονία, θα οδηγηθούν οι πολίτες στη δικαιοσύνη, στην ομαλή συμβίωση μέσα στην πόλη και κατ’ επέκταση στην ευδαιμονία. Αν όμως ο πολίτης είτε από φιλαυτία είτε από ματαιοδοξία είτε από αδυναμία κρίσης δεν είναι σε θέση να οριοθετήσει τον τομέα της δραστηριότητάς του, τότε τουλάχιστον θα πρέπει να συμμορφώνεται προς τις υποδείξεις του εμπειρότερου, του σοφότερου, του σωφρονέστερου (βλέπε εισαγωγή σχολικού εγχειριδίου).
Έτσι, ο νόμος, προκειμένου να πείσει τους πολίτες να υπακούουν σ’ αυτόν, ώστε να επέλθει η κοινωνική αρμονία, χρησιμοποιεί την πειθώ και τη βία (Πλάτων, Νόμοι, 722b: ο άριστος νομοθέτης συνδυάζει την πειθώ με τη βία). Ο νόμος εναρμονίζει τους πολίτες χρησιμοποιώντας την πειθώ, την εκούσια δηλαδή υπακοή των πολιτών στις επιταγές του, και τον εξαναγκασμό, δηλαδή τη δύναμη των κυρώσεων που διαθέτει.
Με την πειθώ, με τη χρήση, δηλαδή, λογικών επιχειρημάτων, την προβολή υγιών προτύπων και με την παιδεία οφείλουν οι πολίτες να συνειδητοποιήσουν τον κοινωνικό τους ρόλο, να παραμερίσουν το προσωπικό τους συμφέρον και να προσφέρουν αλληλοβοηθούμενοι ό,τι είναι δυνατόν στην πολιτεία. Η μέθοδος αυτή απευθύνεται κυρίως στους πεπαιδευμένους πολίτες.
Υπάρχουν, όμως, πολίτες και μέλη της κοινωνίας, οι οποίοι δεν πείθονται με τον λόγο. Σ’ αυτούς επιβάλλεται η βία. Πρόκειται για τον καταναγκασμό που ορίζεται από τον νόμο και δεν επιβάλλεται τυραννικά, αυταρχικά. Η μέθοδος αυτή απευθύνεται, κυρίως, στον «ἄπειρον παιδείας ὄχλον», στον οποίο ο φιλόσοφος-νομοθέτης την εφαρμόζει, αλλά επιβάλλει και στους πολίτες, αν εκείνοι πολυπραγμονούν, καταναγκαστικά, υποχρεωτικά μέτρα για τη συμμόρφωσή τους στο πνεύμα της δικαιοσύνης, όπως και στους πεπαιδευμένους, που δεν έχουν συνετιστεί με την πειθώ, και στους άρχοντες, που είναι υποχρεωμένοι να ζουν με λιτότητα και ευσυνειδησία, ώστε να εκλείψει η διαφθορά από τον δημόσιο βίο. Αυτός ο λιτός και ευσυνείδητος τρόπος ζωής αναφέρθηκε και στην εισαγωγή του βιβλίου μας: τόσο οι φύλακες όσο και οι φιλόσοφοι-βασιλείς στο πλαίσιο της ιδανικής πολιτείας δεν έχουν προσωπική περιουσία, πολυτελείς κατοικίες, ούτε καν οικογένεια, για να είναι απερίσπαστοι στο λειτούργημά τους. Είναι φανερό, λοιπόν, ότι ο νόμος οφείλει να αποβλέπει στην ευδαιμονία όλης της πόλης και να υποχρεώνει τους Αγαθούς να ασκήσουν την εξουσία.
β. «ποιῶν μεταδιδόναι … ὠφελεῖν»
Με το δεύτερο μετοχικό σύνολο ο Σωκράτης αποδίδει στον Νόμο οικονομική λειτουργία. Ο Νόμος κατοχυρώνει μια από τις βασικές ιδρυτικές αρχές της πόλης, τον καταμερισμό της εργασίας, με τον οποίο κατακτάται η αυτάρκεια. Έτσι, αν το άτομο είναι φύσει ενδεές, με την κοινωνική του συναρμογή γίνεται αύταρκες χάρη στην αυτάρκεια που αποκτά η κοινότητα με τον καταμερισμό της εργασίας. Οι εργασίες κατανέμονται σε κάθε πολίτη με βάση τις ικανότητές του, ώστε ο καθένας να στρέφει την προσοχή του όχι μόνο στην ικανοποίηση των δικών του αναγκών, αλλά και στις ανάγκες των συμπολιτών του, με στόχο το κοινό όφελος και την ευδαιμονία. Έτσι, μεταξύ των πολιτών καλλιεργούνται σχέσεις συνεργασίας, αλληλοβοήθειας, αλληλοπροσφοράς και αλληλεγγύης.
γ. «καὶ αὐτὸς ἐμποιῶν … ἐπὶ τὸν σύνδεσμον τῆς πόλεως»
Με το τρίτο μετοχικό σύνολο δηλώνεται η παιδαγωγική και πολιτική λειτουργία του Νόμου, ο οποίος έχει χρέος να διαπλάθει ανθρώπους ικανούς και άξιους να διατηρούν τη συνοχή της πόλης. Για να γίνει αυτό, χρειάζεται ο Νόμος από τη μια να περιορίσει την ατομική επιθυμία, ώστε να τιθασευτεί η βούληση από τον Λόγο, και από την άλλη να κατευθύνει την πολιτική κοινωνικοποίηση των ανθρώπων. Συνεπώς, ο Νόμος υπηρετεί τον τελικό σκοπό της ευδαιμονίας του συνόλου και επιχειρώντας να υπαγάγει την ατομική επιθυμία στην αναγκαιότητα της κοινωνικής συναρμογής και της πολιτικής ευταξίας. Προς αυτή την κατεύθυνση ο Νόμος καλλιεργεί την κοινωνικότητα και ακόμη περισσότερο αναδεικνύει τους αγαθούς πολίτες σε πολιτικούς ηγέτες που επιφορτίζονται με τη διατήρηση της συνοχής της πόλης. Τέλος, ο νόμος θέτει όρια και περιορισμούς στη συμπεριφορά των πολιτών, αλλά και των φιλοσόφων-βασιλέων, ώστε να μην παρεκτρέπονται και διαταράσσουν τη συνοχή της πόλης.
Β3.
1 Δικαιοσύνη είναι η εντιμότητα στις συναλλαγές σύμφωνα με τον – Κέφαλο (σελ. 91)
2 Ο δεύτερος κύκλος εκπαίδευσης των φυλάκων δεν περιλαμβάνει – τον χορό. (σελ. 88)
3 Το πρώτο ταξίδι του Πλάτωνα στις Συρακούσες είχε δραματικές εξελίξεις, γιατί – εκδιώχθηκε κακήν κακώς από το νησί (σελ. 36)
4 Οι φύλακες επίκουροι – επωμίζονται στρατιωτικά και διοικητικά καθήκοντα (σελ. 87)
5 Όταν ο κακούργος κηφήνας αναλάβει με τη βοήθεια του Δήμου την εξουσία, εγκαθιστά – την Τυραννίδα (σελ. 92)
Β4.α
ἀφικέσθαι – ανικανοποίητος
εἶπον – ρήμα
ἱδεῖν – ιδέα
μεταδιδόναι – παράδοση
Β4.β
Η απεριόριστη κατανάλωση υλικών αγαθών ικανοποιούν τις πλασματικές ανθρώπινες ανάγκες.
Ο οξύς πόνος εμφανίστηκε κατά την μετεγχειριτική περίοδο.
Το άτομο καθηλώνεται σ’ένα φαύλο κύκλο προβλημάτων και σταδιακά αδυνατεί να τα χειριστεί.
ΑΔΙΔΑΚΤΟ:
Η ρητορική είναι ανάλογη με τη διαλεκτική· και οι δύο ασχολούνται με τέτοια θέματα που, κατά κάποιον τρόπο, ανήκουν στις γνώσεις όλων (των ανθρώπων) και όχι τόσο στο περιεχόμενο μιας διακριτής επιστήμης. Γι’ αυτό και όλοι, κατά κάποιο τρόπο/ λίγο πολύ μετέχουν και στις δύο. Όλοι, πράγματι, ως ένα βαθμό επιχειρούν και να εξετάζουν και να λογοδοτούν και να απολογούνται και να κατηγορούν/ διατυπώνουν κατηγορίες. Από τους περισσότερους , λοιπόν, άλλοι κάνουν αυτά τυχαία και άλλοι από συνήθεια ως αποτέλεσμα άσκησης. Αφού, όμως, και οι δύο τρόποι είναι δυνατοί, είναι φανερό ότι αυτά θα μπορούσαμε να τα κάνουμε με κάποια (ορισμένη) μέθοδο. Πράγματι, είναι δυνατόν να εξετάσουμε για ποιο λόγο κάποιοι πετυχαίνουν (ενεργώντας ) από συνήθεια και άλλοι τυχαία, τότε όλοι θα ομολογούσαν ότι αυτό/ αυτού του είδους η διερεύνηση είναι έργο μιας τέχνης.
Γ2.α.
ἀφωρισμένης: ἀφωρίσθη
ὑπέχειν: ὑπόσχες
πολλῶν: πλείσταις
δρῶσιν: (δρα-όντων) δρώντων
Γ2.β.
«τά δε τοιαῡτα δη πᾶς ἂν ὁμολογήσαι/ ὁμολογήσειε(ν) τεχνῶν ἒργα εἶναι ».
Γ.3.α.
τῇ διαλεκτικῇ: ονοματικός ομοιόπτωτος προσδιορισμός, δοτική αντικειμενική στο επίθετο ἀντίστροφος. έξετάζειν: αντικείμενο στο ρήμα έγχειροῡσιν, τελικό απαρέμφατο. Ταυτοπροσωπία, υποκείμενό του το πάντες (ή το ενν. οἱ ἂνθρωποι) θεωρεῖν: Υποκείμενο του απροσώπου ρήματος ένδέχεται. Ετεροπροσωπία, υποκείμενό του το ἡμᾶς (ή τινά) ἒργον: κατηγορούμενο στο τοιοῡτον από το συνδετικό εἶναι.
Γ3.β. Ἐπει… ένδέχεται: δευτερεύουσα επιρρηματική αιτιολογική πρόταση. Εισάγεται με τον αιτιολογικό σύνδεσμο έπεί και εκφέρεται με Οριστική (ένδέχεται) γιατί δηλώνει αντικειμενική αιτιολογία.
Γ3.γ.
τῶν πολλῶν: ονοματικός ετερόπτωτος προσδιορισμός , γενική διαιρετική στο οἱ μέν – οἱ δε.
εἰκῇ: επιρρηματικός προσδιορισμός του τρόπου στο ρήμα δρῶσιν.
ταῡτα: αντικείμενο σύστοιχο στο ρήμα δρῶσιν.
διά συνήθειαν: επιρρηματικός εμπρόθετος προσδιορισμός της αιτίας στο ρήμα δρῶσιν.
Αξιολόγηση θεμάτων: Ζαχαριουδάκη Ελένη, Σαμιωτάκη Αντιγόνη, Φανουράκη Χαρούλα
Εκπαιδευτική Ομάδα Τομέα Φιλολογίας:
Ζαχαριουδάκη Ελένη
Κυδωνάκη Μαριρένα
Σαμιωτάκη Αντιγόνη
Τζωρτζάκη Ελένη
Φανουράκη Χαρούλα
Δείτε τις εκφωνήσεις των θεμάτων εδώ και την αξιολόγηση των θεμάτων εδώ .