Του Μιχάλη Στρατάκη
Σαν κι απόψε ήτανε, θυμούμαι και όποτε το θυμούμαι, θολώνουνε τα μάθια μου.
Βράδυ Μεγάλης Πέμπτης, σ’ ένα χωριό της Μεσαράς ήμουνα μουσαφίρης και μαζί με όλους τους χωριανούς βρέθηκα στην εκκλησιά, γυρεύοντας κι εγώ τον συγκλονισμό, που μοναχά η Ακολουθία των Παθών μπορεί και προκαλεί στον άθρωπο.
Απέριττη η εκκλησιά, μα περσσότερα ήσανε τα λουλούδια που ξεχειλίζανε από τα εντός της, από όσα εμπόριε να μαζώξει ολόκληρη η αθρωπότης.
Φτωχοί κι ανήμποροι οι κάτοικοι, άλλο πράμα δε μπορούσανε να χαρίσουνε στο Χριστό και στο κονάκι του, εξόν λουλούδια.
Στεκόμουνα στο πίσω μέρος της εκκλησιάς, κοντά στην πόρτα και δίπλα μου ήτανε ο πλιό αγαπημένος χωριανός, ο ”κουζουλός” του χωριού, ο φίλος μου.
Απάνω απού αρχίζανε οι ανατριχίλες κι απάνω που εθάρρουνα πως ακόμη και τα λουλούδια εγύριζαν τση κεφαλές τους προς τον γέροντα παπά που ετοιμαζότανε για το συγκλονιστικό ”Σήμερον κρεμάται επί ξύλου, ο εν ύδασι την γην κρεμάσας…”, αιστάνθηκα τον ”κουζουλό” φίλο μου ν’ αρχίζει ν’ αντιδρά περίεργα.
Λες κι ήτανε θεριό σε κλουβί, που ετοιμαζότανε να μουντάρει στα σίντερα που το κρατούσανε φυλακισμένο.
Έσφιγγε τα δόντια του και τις γροθιές του, κόμποι ιδρώτα ξεπήδησαν από το κούτελο του και η ανάσα του επόριζε σα μουγκριτό από τη μπούκα του.
Εκείνη τη στιγμή ήρθε κοντά μου ένας σύντεκνος μου, που ήτανε και επίτροπος στην εκκλησιά.
‘Εσκυψε στ’ αφτί μου και μου ‘πε, δείχνοντας μου με την κεφαλή του τον ”κουζουλό”: ”Σύντεκνε, κράτηξε τονε, μη τον αφήσεις να κουνηθεί, κάθε χρόνο τα ίδια κάνει, εσένα σε γροικά”.
Αυτό μου ‘πε κι απομακρύνθηκε, πριν προλάβω να του πω μήτε λέξη.
Ο γέροντας παπάς είχε ήδη σηκώσει τον Σταυρό και σκόρπιζε στις ψυχές των αθρώπων φοβερές αντάρες.
Πλάι μου ο ”κουζουλός” δεν έλεγε να ημερέψει.
Εγύρεψα τη χέρα του, την έσφιξα, σαν όπως σφίγγουμε τη χέρα μικιού κοπελιού για να το αποτρέψομε να κάμει κουζουλάδα.
Αντέδρασε.
”Ασε με να πάω θείο”, μου ‘πε και τα μάθια του ετρέχανε σαν τη βρύση.
Ο σύντεκνος μου μας παρακολουθούσε και με τα μάθια του μου ‘κανε νόημα ”όχι…όχι..”.
Εσυνέχισα να κρατώ τη χέρα του ”κουζουλού” σφιχτα, μα τρυφερά.
”Άσε με να πάω θείε” μου ξανάπε κι έκλαιγε.
”Πού θες να πας;” τονε ρώτηξα, δίχως ν’ αφήσω τη χέρα του.
Άργησε να μου αποκριθεί.
Επολέμα να βρει ανάμεσα στους λυγμούς του χαραμάδες για να περάσει τις λέξεις.
Εδάκρυσα κι εγώ σαν εκατάλαβα ίντα μου ‘λεγε.
”Γιάντα θένε να τονε σταυρώσουνε θείο; Δε θα τσ’ αφήσω. Άσε με…”!
Είχε αποτελειώσει ο γέροντας παπάς τη Σταύρωση, ο ”κουζουλός” έκλαιγε, εγώ έσφιγγα τα μάθια μου για να μη πορίσουνε άλλα δάκρυα και τα λουλούδια που επλημυρίζανε τη εκκλησιά, είχανε μοιραστεί.
Τα μισά εξανοίγανε τον Σταυρωμένο και εσκύβανε ομπρός του, και τ’ άλλα μισά εξανοίγανε τον ”κουζουλό” και εσκύβανε ομπρός του.
Κι όταν άνοιξα τα μάθια μου, ήμουνα βέβαιος πως είδα και τον Χριστό, απάνω στο Σταυρό, να ξανοίγει κι Αυτός τον ”κουζουλό”…