Ήμουν πέντε ετών όταν η μητέρα μου, που δούλευε στα καπνά, μου χάρισε ένα γραμμόφωνο και μερικούς δίσκους με σμυρναίικα και λαϊκά τραγούδια, κι εγώ καθόμουν με τις ώρες κι άκουγα.
Αυτή είναι η πρώτη ανάμνηση από τα παιδικά μου χρόνια.
Για να ζήσουμε, επειδή ο πατέρας μου είχε πεθάνει, πουλούσα κουλούρια.
Όμως δεν είχα εμπορικό ταλέντο.
Ήμουν αδύνατος, καχεκτικός, με μια φωνή ασθενική, δεν έπειθα.
Παίρναμε τέσσερις το πρωί το εμπόρευμα κι ενώ οι άλλοι γρήγορα είχαν ξεπουλήσει, εγώ γύριζα στο σπίτι το μεσημέρι, τις περισσότερες φορές χωρίς κέρδος, και ντρεπόμουν τη μητέρα μου που δεν μπορούσα να την ξαλαφρώσω λιγάκι.
Τότε έχασα και το γραμμόφωνο, γιατί το πουλήσαμε για μια οκά αλεύρι.
Δεκαοκτώ χρονών πήγα στο ωδείο να μάθω πιάνο.
Οι γείτονες έλεγαν:
”Ολόκληρος άντρας δε ντρέπεται; Δεν πάει να κάνει κανένα μεροκάματο, να κάνει καμιά δουλειά, μόνο ασχολείται με τις μουσικές;”
Τα άκουγα αυτά και ντρεπόμουν και αναγκαζόμουν να κρύβω μέσα στο παλτό μου τα βιβλία της μουσικής, για να μη δουν οι γείτονες ότι πάω στο ωδείο…
Ήταν 5, ήταν 6 κι έγινε 7, το παράπονο με πήρε κι έκλαψα πικρά,
Στα χρόνια της υπομονής, δε μας θυμήθηκε κανείς,
Μου ξανάρχονται ένα ένα χρόνια δοξασμένα,
Πού ‘ναι τα χρόνια, ωραία χρόνια, που ‘χες λουλούδια μες στην καρδιά,
Το πουκάμισο το θαλασσί, μια φορούσα εγώ και μια εσύ,
Βάλε το κόκκινο φουστάνι, εκείνο που σε κάνει να μοιάζεις πυρκαγιά,
Είσαι ωραία σαν αμαρτία
κι εγώ παιδάκι της γειτονιάς,
Ένας κόμπος η χαρά μου
κι όμως αν θα ‘ρθείς,
Όλα καλά κι όλα ωραία, χθες ήσουν μ’ άλλονε παρέα,
Μη μου θυμώνεις μάτια μου, που φεύγω για τα ξένα.
Σταύρος Κουγιουμτζής
Σαν σήμερα, το 2005, έφυγε από τη ζωή.
Πηγή: Πρόσωπα