Γράφει ο Λευτέρης Γουλιελμάκης
–Η παρακάτω ιστορία ίσως προσβάλει το θρησκευτικό αίσθημα κάποιων φίλων. Οι πιο ευαίσθητοι ας διαβάσουν κάτι άλλο. Εχει το φέις μπούκ πολλά.–
Αγροικία το σπίτι, ένα και μοναδικό δωμάτιο με χοντρούς τοίχους που κρατούσαν λίγη δροσιά τα καλοκαίρια που η οικογένεια ζούσε εκεί. Λέω για το σπίτι του παππού μου στον Άγιο Μάρκο. Οροφή από παλιά ξύλινα δοκάρια και καλαμωτή ταράτσα με λεπίδα φερμένη με το γάιδαρο από την Καραβόβυση. Στην μέσα μεριά του δωματίου η μεγάλη εικόνα του Αι Μάρκου κρεμασμένη δίπλα από το παραθύρι που έβλεπε τους Καλούς λιμένες.
Δεν ήταν τυχαία εκεί η εικόνα. Όταν εβούλησε η εκκλησία του Αγίου Μάρκου την πήρε ο παππούς μου να μην την χαλάσουν οι καιροί με την υπόσχεση να την επιστρέψει όταν κάποτε ο ναός θα αναστυλωνόταν. Όπως και έγινε πολλές δεκαετίες μετά (βλέπε εικόνα). Από παιδί είχα πρόβλημα με τα κονίσματα. Ειδικά όταν ήταν έργα ταλαντούχων αγιογράφων. Μόλις θελα μπω σε εκκλησία με ξάνοιγε ο άγιος από το τέμπλο ντελόγο- eye contact! Όπου και να πήγαινα και σε στασίδι και στου δεσπότη το θρόνο που μάνιζε ο παπάς άμα πηγαίνανε κοπέλια, εκεί αυτός. Μετά κοίταζα το Χριστό, και με κοίταζε και αυτός! και ή μάνα ντου! Είναι η στιγμή που κοιτάζεσαι αν έχει καμιά λαδιά στο πουκάμισό σου η πράμα μύξα για την οποία ο άγιος προσπαθεί να σε ειδοποιήσει να μην ξεγιβεντιστείς. Ειδικά αν είναι ο δάσκαλος σου στη εκκλησία γη ο νονός σου να θαρρεί πως σε έχουνε σαν ντονατζίγκανο ( μια λέξη). Αλλά στη ν εκκλησία δε με καλόνοιαζε γιατί είχε και άλλους να κοιτάζει ο άγιος εκτός από μένα.
Όταν άρχιζαν τα λιομαζώματα το Δεκέμβρη και πηγαίναμε στον ‘Αι Μάρκο το πράγμα ήταν αλλιώς. ΄Η με τον ‘Αι Μάρκο στο σπίτι ή πέρα-πέρα που μαζεύανε οι γονέοι μου μουρέλα να σέρνω ανάπλες. «Διάλεξε», μου λέγε η μάνα μου. «Πηγάιδια και στέρνες να τσι ξεχάσεις και να μην ξανακούσω για τον Κουστώ και το Καλυψώ χειμωνιάτικο». «Δεν με νοιάζει εμένα τι κάνουνε τα άλλα τα παιδιά», εσύ δεν πας στη ρουφήχτρα να γυρεύεις καβρούς.
Όταν μου δίνουνε δύο επιλογές στην ζωή προσπαθώ να τις αρπάξω και τις δύο. Μα εδώ δεν ήθελα καμιά από τις δυο. Αλλά να σέρνω ανάπλες; Διάλεγα τον άγιο και ας με κοίταζε αυστηρά. Και άμα του πεις «ήντα ξανοίγεις;;» δεν κωλώνει, ούτε του φαίνεται αστείο να δικαιολογεί να το τυπώσεις και σε τι-χέρτ. Ίσα-ίσα, σοξιπάζεσαι από την ίδια σου την φωνή στην ησυχία. Παραδόξως με τον Άγιο Μάρκο δεν είχα τόσο πρόβλημα. Και αυτός μυστήριος δεν λέω. Αλλά το πρόβλημα μου ήταν πάντα το λιοντάρι του. Με το γκρίζο δέρμα του να στέκεται πάνω από την κεφαλή του αγίου σαν τη σκάρα. Και ήτανε και αυτό άγιο λιοντάρι λέει, γιατί εφόργιε φωτοστέφανο. Σιγά μην ήταν άγιος αυτό! Γιάε πως ξανοίγει!
Είχα όνομα για το σκοτεινό γκρίζο χρώμα του φτερωτού λιονταριού. Το έλεγα «διαολί». Από μέσα μου βέβαια γιατί η επίκληση στο όνομα του εξαποδώ νεμαζώνει ότι διαόλους και στριβόλους βρίσκονται κοντά, μου ‘χε πει ένα παιδί. Που το τόπε ο παππούς του, που το τόπε ένας παπάς. Και ο παπάς ξέρει για διαόλους αφού η βασική αρχή του μάρκετινκ είναι: Κnow your competition”. Είναι σαν το Uber που μόλις ζητήσεις αγόι σου ‘ρχεται όποιος οδηγός είναι πιο κοντά.
Ναι, το ήξερα το χρώμα γιατί σε ότι εικονίσματα ΄θελα δώ διαόλους είχανε όλοι τέτοιο δέρμα και εμοιάζανε με νυχτερίδες. Ειδικά κάτι κακορίζικα διαολάκια που τα κράθιε η Αγιά Μαρίνα στη Βόνη από τα ριφιοκέρατα και τα κάτσαζε στα κονίσματα τση, ήτανε το ίδιο χρώμα ακριβώς.
Το σκιαζόμουνε μιαολιά το λιοντάρι του αγίου Μάρκου, αλλά το καταλάβατε ήδη. Λες να ναι και αυτό διάολος πράμα και τον έχει παλαγιαστεί τον άγιο; Έστεκε από πίσω από την πλάτη του λες και δεν τόχε δει ο άγιος. Σαν όντε βγάνουνε φωτογραφίες και σου κάνει ο άλλος από πίσω κερατάκια. Μην παραξενεύεστε! Έτσι πλησιάζουνε οι δαιμόνοι καλογέρους και αγίους. Με δόλο, με μια μυστηριώδη διακριτικότητα. Έτσι να εμφανιστούνε σαν λαγοί με κόκκινα μάθια η ζουρίδες που ξουνται γή ανεμοστροβίλοι με σπίθες σαν από φλεξίμ που κόβει λαμαρίνα; Αυτά μόνο σε Πετροκεφαλιανούς, Λισταριάνους και Σιββιανούς άμα γείρουνε θω ντη αγιά Κυριακή γή το Μάρτσαλο γή τσι Πόντες.
Σε όλους τους άλλους την πέφτουν πιο έμμεσα. Τον Αβέρκιο τον κυνηγούσε ο πονηρός διακριτικά στο μονοπάτι την νύχτα που επήγαινε να κάμει την ανάγκη ντου ‘οξω από το μοναστήρι. Ήξερε ο πονηρός ότι τα διαβαστικά δεν τα χε μαζί ντου αφού είχε δει το τετράδιο παρετημένο στο κακοτράπεζο που είχε ο Αβέρκιος στο κελί. Ο Αβέρκιος φυσικά δεν τους φοβότανε και ήταν και μέρος της δουλειάς του να τσι ποβγάνει από τσι αθρώπους. Και του ‘χανε άχτι. Αλλά το καταλάβαινε ότι ο δαίμονας ήταν κοντά. Γιατί όπως στο βιαστικό του βήμα κλωτσούσε τα χαλικάκια τα άκουγε να κυλούν διπλά του. Μα άμα σταματούσε απότομα άκουγε να τσαχαλίζουνε τα βοτσαλάκια από το περπάτημα του δαίμονα που τον είχε στο κατόπι. Μα σταματούσαν και αυτά σχεδόν αμέσως γιατί κρυβόταν ο δαίμονας. Κάτι σαν το σκύλο που σου ‘κλουθά από το σπίτι και συ δεν θες. Και γυρίζεις και τόνε ξηλώνεις και λές « Σπίτι!!! Αστραχάν! Όρτσα όρτα λαχτούρ!» και αυτός σταμάτα και ξανοίγει αλλού.
Έτσι και με το διάολο στο πάνω μαναστήρι. Ένα σκοπό είχε ο εξαποδώ. Να βάλει τον Αβέρκιο να βλαστημήξει. Προσβολές δεν πιάνανε, πειράγματα δεν πιάνανε. Αλλά ο εξαποδώ είχε χατ τρίκ. Ο Αβέρκιος σηκώνει τη κελεμπία να κουκουβίσει δίπλα σε ένα σκίνο. Εκεί ερχόταν ο πονηρός και του ρίχνε ένα ανεπαίσθητο μπατσάκι στον ώμο. Και παραπατούσε ο Αβέρκιος λίγο και έπεφτε και καθόταν πάνω στις «προσπάθειες» του. Δυστυχώς δεν υπάρχουν μάρτυρες που να βεβαιώσουν τι φώναξε ο Αβέρκιος στο θυμό ντου, και ως εκ τούτου θα αποφύγω να επαναλάβω.
Μόλις ‘θελα με πιάσει ο φόβος όντε ήμουνα κοπέλι θελα ‘κούσω τη φωνή του πατρός μου να μου λέει: ¨Ότι είναι η μέρα Λευτέρη είναι και η νύχτα, μόνο πως δεν θωρείς. Ότι δεν υπάρχει τη μέρα δεν υπάρχει και τη νύχτα.» ή «όπου γυαλίζει τη νύχτα να πατείς». Η πρώτη συμβουλή είχε αξία και την λέω και γη στα παιδιά μου. Η δεύτερη δεν με βοήθησε ιδιαίτερα τα βροχερά βράδια γιατί δεν έφηνα λάκκο να μην μπω μέσα. Μα δεν δούλευε πάντα η συμβουλή. Πιο καλό μου φαινότανε να σκεφτώ ήντα «διάολο» μπορεί να μου κάμει ο εξ αποδώ ανε με πετύχει. Πόσο άσχημα δηλαδή να είναι;
«Αλυσίδες σου βάνει και σε σέρνει στο ργίακι», θελα πει ο παππούς μου όταν ήμουνε φοιτητής πια. «Και μην την κουνείς ετσά τη κεφαλή σου έγγονα μου σπουδαγμένε γιατί η γιαγιά σου, εντηνέ ρώτηξε τηνε, τσί κουσε ένα βράδυ στον Αι Μάρκο.» Ένα τονε σέρνανε στο ργιάκι από πάνω από του Χαραλάμπη ολο το ργιάκι κάτω από του Μανούσο του μπάρμπα σου και μουγκριζε σαν το σκύλο». Και τα ρούχα ντου δεν εσκίζουντανε, μήδε εγδέρνουντανε μονό επόνιε και δεν είχε μηδέ πληγές μη δε πράμα. Γροικάς έγγονα μου;» «Άνθρωπος δε κατέχει που τόνε πηγαίνανε και μήδε ποιος ήτανε.». « Μη ντη κουνείς πολύ την κεφαλή σου έγγονά μου». «Οπού γελούνε πολλοί γελά και αυτός και ρώτηξε και το μπάρμπα σου το Νικολή που σαζε τσι καλύβες στου Σεγρέζου το νερό και θα σου πει.»
Ωωω, αυτό το χα ξανακούσει. Εκεί όπως κάθεται η παρέα στην σκοτεινή παραλία και γελά με τα αστεία είναι και κείνος και γελά λέει. Οι αλαφροΐσκιωτοι μέσα στα χάχανα ακούνε ένα ακόμα γέλιο που δεν ταιριάζει με τα άλλα, δεν είναι κανενός της παρέας. Και άμα μόνο σταματήσετε να γελάτε δεν θα προλάβει και θα κουστεί μοναχός να συνεχίζει να γελά εκείνος. Είναι σαν να λές ένα αστείο και φυσικά σε κολακεύει που γελά όλη η παρέα. Αλλά άμα κάποια στην παρέα την πιάσει νευρικό, και δεν σταματά, μόνο κακαρίζει σαν φλαντζοκαμένη Λίστερ, έχεις λίγο πρόβλημα.
Ένα χειμωνιάτικο βράδυ όμως δεν είχε γέλια. Ο μπάρμπας ο Μανούσος και ο νεαρός πατήρ μου βγήκανε από το λιμάνι να πάνε στα καλαμάρια. Μικρό βαρκάκι πλαστικό «Ο Λευτέρης». Νύχτα συννεφιασμένη ούτε το νερό δεν γυάλιζε μόλις ξεστρίψανε στο Μπογάζι προς τα πάνω. Ίσα που έβλεπαν αριστερά τον όγκο του μεγάλου νησιού. Δεν φτάσανε καν στην Παπαδόπλακα και άρχισε η βροχή. Δυνατή χειμωνική με τις μεγάλες ψιχάλες. « Στα Καψάλια στρίψε Μιχαλιό να μπούμε μέσα στο σπήλιο γιατί θα γενούμε ολόγροι” ειπε ο μπάρμπας. Και μπήκαν και άναψε ο μπάρμπας ο Μανούσος το φακό και ο πατέρας μου στα κουπιά. Μα μόλις έπεσε το φως στο πατάρι του σπηλαίου τον είδαν να στέκεται και να τους κοιτά και να χειρονομεί. Παπάς! Ναι παπάς σε σπήλιο προσβάσιμο μόνο μέσω θαλάσσης χωρίς βάρκα πουθενά.
« Μη μιλείς Μιχαλιό, διάολος είναι» Μη μιλείς γιατί θα σου πάρει τη φωνή σου» έλεγε ο μπάρμπας με κλειστά τα χείλη λες και ήτανε από την Σιβηρία και τσι κοβε τσι λέξεις στη μέση.
« Ανάποδα κάμε, ανάποδα Μιχαλιό!» Μα είχε φόρα η βάρκα γιατί μπήκανε βιαστικά στο σπήλιο και πλησιάσανε στο πατάρι και τους φάνηκε γνώριμη φωνή που τους χαιρέτα, σαν την γνώριμη φωνή του Μακάριου που χαιρέτα τους κυπρίους τα ίδια περίπου χρόνια μετά την απόπειρα δολοφονίας του από την χούντα της Αθήνας. Μα δεν ήταν ο αρχιεπίσκοπος, ήταν ο παπά Σωκράτης από το Πετροκεφάλι που του έλεγε καλησπέρα αλλά τα λόγια που άκουσε ως αντικαλησπέρα από την βάρκα δεν τα λέω γιατί θα μου κλείσουν το λογαριασμό.
Η ιστορία σε παραλλαγή έχει αντέξει στο χρόνο. Φράσεις στον τόπο μας όπως:
«Πίσω Δευκαλίο» ή απλά « Πις Πις» πηγάζουν από αυτό το επεισόδιο.
Σημειώσεις
Ο παπά Σωκράτης ήταν με παρέα που ψάρευε. Επειδή έβρεχε αποφάσισαν να τον αφήσουν εκεί για να μην βρέχεται και να τον πάρουν πιο μετά. Ατυχώς οι συγγενείς μου βρέθηκαν εκεί την λάθος ώρα.