του Αντώνη Κουκλινού
Το μερακλίκι δε ν’ είναι παίξε γέλασε και όπχιος το κουβαλεί μέσα ντου κατέχει το.
Ο Μανιός ο αδερφός μου, οντε θελα πχιάσει τη λύρα στα χέργια ντου, τάξε πως εβάστα τη ν’ εικόνα τση Παναγίας, οντε γυρίζουνε τη Κρανάσταση τη Λαμπρή στο ν’ Άη Γιώργη.
Πάντα με το χαμόγελο και το κούνημα τση κεφαλής του, ήτονε από το μερακλίκι απου δε ντό ‘ βανε ο τόπος.
Εγω πλιά μικιός, να του κλουθώ με το λαγούτο, να παίζω, να τραγουδώ και ν’ αφρουκάζομαι.
Είτε σε παρέα, είτε σε γλέντι, δε ν’ άλλαζε ο ψυχισμός του.
Εκάτεχε ουλονώ τα χούγια στο πχιοτό, μα και το πλιά σπουδαίο, στο χορό.
Κάθε χορευτής, οντε θελα πχίασει στη ν’ ομπρός μερά του χορού, εγύριζε τη κεφαλή ντου να ξανοίξει το λυράρη.
Ντελόγω ο Μανιός άλλαζε το σκοπό, να του παίξει το ν’ εδικό ντου.
Εξάνοιγε το χορευτή στα πόδια να πατεί ακριβώς τη κοντιλιά τση λύρας και θυμούμαι οι πλιά γερόντοι, εθέλανε το μ-πρώτο, με τη ‘’Βουργάρα’’ έτσα του λέγανε να παίξει το σκοπό, από μέσα, να ναι γεροντίστικος.
Άμα θελα ιδώ να πχιάσουνε στο χορό, ο Χαρκαδοζαχάρης, ο Κουκλινογιώργης, ο Δημοστένης, ο Πετρόκωστας, ο Μαυρογιώργης, ο Κουκλινοστεφανής, ο Ξυνόγαλος και πολλοί άλλοι, ο χορός εβάστα όσο χρειαστεί, να χορέψουνε ούλοι μπροστά.
Δε ν’ έπαιρνες τα μάθια σου από πάνω ντος.
Κάθε ζάλο στο χορό και μνιά διαφορετική έκφραση, κάθένας και άλλα πάσα.
Και το πλιά σπουδαίο, δε ν’ επχιάνανε οι αποδέλοιποι, να σηκωθούνε να χορέψουνε, μούδε στη γκουντούρα.
Μνιά ‘’σιωπηλή’’ παραγγελιά που τη σέβουνται μικροί μεγάλοι και κοπέλια επουδενί να σέρνουνε το χορό.
Για τα κοπέλια ο λυράρης, έπαιζε ξεχωριστά να χορέψουνε.
Σε πολλούς χορευτές, το κατέχαμε και άμα θα χορεύγανε μπροστά, δε ν’ ετραγουδούσαμε.
Τους αφήναμε να πατούνε τα ζάλλα μόνο με τη λύρα.
Να αναφέρω, πως ουδέποτε θυμούμαι στο χωργιό μου, να ρθει στα όργανα κάπχιος και να επιβάλει να μασε ποτίσει κούπες, η να το κάμει με το ζόρε.
Όπως και να δημιουργήσει καυγά, να χαλάσει το γλέντι.
Μπαλοτές επίσης δε θυμούμαι, ούτε σε γάμους δε ν’ είχαμε ετσά χούγια.
Όσοι θυμούνται τα γλέδια, του Τιμίου Σταυρού στο Κάρταλο, ολημέρα στη χορεύτρα και αργά στο Τραβαδά, κατέχουνε ίντα λέω, μα και τση Παναγίας τη Παρασκή τση Λαμπρής στι Καμπές και αργά στο χωργιό.
Ο λυράρης ήτονε η ψυχή του γλεντιού και η έκφραση του κάθε μερακλή, να σηκωθεί να χορέψει.
Σεβασμός στο γλέντι και την απόλυτη ευθύνη γ’ αυτό, δεν την είχε κάπχιος συγκεκριμένα, ήτονε η αγάπη και η δίψα του κόσμου να περάσει καλά.
Σήμερο, μόνο διασκέδαση δεν το λες.
Γλέντια με δυό και τρείς χιλιάδες κόσμο, αλλά πέρα από τη πολυκοσμία και το τζερτζελέ, ξημερώνεσαι και βουίζουνε τα αφτιά σου από τις εντάσεις και σβουρίζει η κεφαλή σου από τσι μπόμπες, τα ουίσκια και τη βότκα.
Πολλές φορές συμβαίνει, να θωρώ στη πίστα μνιά όμορφη παρέα με καλούς χορευτές και να κλουθούνε κοπέλια, τάξε πως τσαλοπατούνε σταφύλια και χαλούνε ούλη τη μαγεία του χορού.
Η το άλλο… να χορεύγουνε και στη μέση του κύκλου να γλακούνε κοπέλια να ζυγώνει το ένα τ’ άλλο, τάξε πως είναι στη παιδική χαρά.
Το γλέντι έχει χάσει τη μαγεία, που του αρμόζει.
Μόνο σε μικρά χωργιά, μπορεί να γλεντήσεις και αυτό να τύχει, παρέα σε σπίτι.
Οι γάμοι πλέον είναι μια υπερπαραγωγή, με χαμηλά φώτα, βεγγαλικά και στη σειρά τα μεγάφωνα, για να ντιντινίζει το καπατσινέλι τση κεφαλής από τις εντάσεις.
Μετατράπηκε η ατμόσφαιρα, σε συναυλία, με καλεσμένους οι περισσότεροι άγνωστοι μεταξύ τους, να χορεύουν ότι να ναι.
Μην αναφέρω το κακό χούι με τσι κούπες απάνω στους οργανοπαίχτες, να πλακώνουνται στο πάλκο, με τσι κwλους γυρισμένους στο κόσμο.
Λείπει η έκφραση, λείπει το μερακλίκι, λείπει ο σεβασμός.
Υπάρχουν λιγοστές εξαιρέσεις βέβαια, αλλά μετρημένες στα δάχτυλα.
Φαίνεται πως αλλάζουν με τον καιρό οι συμπεριφορές και χάνεται το μέτρο σε ότι κάνουμε.
Και όσο χάνεται η καλή εικόνα τση συμπεριφοράς, έρχεται να την αναπληρώσει το ανούσιο και άψυχο δήθεν παραδοσικό….