Γράφει ο Ζαχαρίας Καψαλάκης
Όταν ήμουν μικρός…
…πριν μισό αιώνα στον Κουσέ, το χωριό μου,, πάντα αυτή τη νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων, την περίμενα με λαχτάρα.
Περίμενα να ανοίξουν οι ουρανοί, να δω τους αγγέλους να κατεβαίνουν στη γη, να ψάλλουν το «Δόξα εν Υψίστοις Θεώ», να δω τους Μάγους να φέρνουν τα δώρα στο νεογέννητο Χριστό…
Πήγαινε αργά για να με πάρει ο ύπνος, γιατί είχα τα μάτια και τα αυτιά μου ανοιχτά περιμένοντας να ακούσω αυτό που η καρδιά πρόσμενε…
Το πρωί ρωτούσα με αγωνία τη μάνα μου:
– Μάνα, γεννήθηκε ο Χριστός;
– Γεννήθηκε, μου ΄λεγε η κερά Μαρία και χαμογελούσε!
– Και άνοιξαν οι ουρανοί;
– Άνοιξαν…
– Και εγώ γιατί δεν το είδα;
– Ήσουν κουρασμένος και αποκοιμήθηκες…
Η παραμονή των Χριστουγέννων ήταν μια κοπιαστική ημέρα στο χωριό…
Το σφάξιμο του χοίρου ήταν ένα γεγονός που τα αρσενικά το ζούσαμε έντονα!
Μα και τα κάλαντα στα καλντερίμια του Κουσέ.
Να μαζέψουμε λίγο λάδι ή καμιά δεκάρα, αν υπήρχε…
Είχαμε και μια τσάντα και μας έβαζαν κανένα κουραμπιέ ή μελομακάρονο, αθάλια αμύγδαλα και καρύδια…
Λεφτά δεν υπήρχαν, μα ποιος νοιαζόταν για τα λεφτά…
Τότε που δεν υπήρχε το χρήμα, αλλά η φτώχεια, η ανθρωπιά, τα γελαστά πρόσωπα τα συναντούσαμε εν αφθονία!
Έτσι, σαν τριγυρνώ καμιά φορά στα σοκάκια του Κουσέ, θυμάμαι τις πόρτες που άνοιγαν τέτοια μέρα, μα και ολοχρονίς του χρόνου, τις γελαστές θείες που μας πρόσμεναν να μας φιλέψουν αγάπη, χαμόγελο, ένα καλό λόγο!
Τη θεία τη Λουκία, τη Πολυζώενα, τη Θεοχάραινα, τη Χαριδημίνα, την Αμεδικάνενα, την Αλισαβό, την Αναστασία, τη Παρασκιώ, , την Κατόπενα, τη Ρεψιμία, την Ηρακλίνα, τη θεία μου τη Μαρία, τη Τσίκνενα, και τόσες άλλες γριούλες των παιδικών μας χρόνων!
Τα χρόνια πέρασαν, μα το μυαλό εκεί, καρφωμένο κάθε χρόνο, να προσμένει να ακούσει κάτι, αυτό το βράδυ, να θυμάται ψυχές που βρίσκονται εκεί ψηλά…
Και δεν ξέρω αν το αξιωθούμε να ακούσουμε ποτέ αυτό που προσμένουμε όλοι, αλλά να ευχηθώ η προσμονή να είναι γλυκιά, όπως και στα δύσκολα παιδικά μας χρόνια…
Χρόνια πολλά – Καλά Χριστούγεννα