Γράφει ο Νίκος Λουκαδάκης «Ο Δαφιανός»
Ρούφηξε τον καφέ του με ευχαρίστηση ο Γιωργογιάννης και σκούπισε τα κάτασπρα μουστάκια του. Πάτησε φέτος τα 85. Κάθε μέρα που περνά κάθεται στη ράχη του και τονε βαραίνει, μα βαστά ακόμα. Το βλέμμα του είναι καθάριο και το περπάτημά του αργό μα λεβέντικο. Καθισμένος στην αυλή του καφενείου συλλογιέται τα περασμένα και κρυφοαναστενάζει.
Εκείνη την ώρα φτάνει ένας ανιψιός του. Τον βλέπει ο Γιωργογιάννης και του φωνάζει:
–Έ, Λάμπη, έλα έπαε. Καφετζή φέρε τον καφέ του Λάμπη.
-Καλημέρα θείε. Ίντα γίνεται;
-Ίντα μρε λάμπη να γίνεται, πράμα.
Ε, όι δα και πράμα. Απόψε έχεις χαρές.
Μεγάλο χαμόγελο φάνηκε κάτω απ’ τις παχιές μουστάκες του γέρου. Ο γιος του βάφτιζε το κοπέλι του κι ήτανε ολόχαρος:
–Δίκιο έχεις Λάμπη, μεγάλη χαρά έχω παιδί μου. Εγανάχτησε βέβαια να κάμει κοπέλι ο γιος μου, τονε φάγανε βλέπεις οι δουλειές. Η μάνα του έφυγε με τον καημό του εγγονιού. Λίγο ακόμα και δεν θα προλάβαινα ούτε εγώ να δω αγγόνι. Τέλος πάντων, όλα θέλημα θεού είναι.
-Σώπα δα μπάρμπα, μην παραπονάσαι. Θα γενεί γλέντι μεγάλο σήμερο. Ο γιος σου όλη μέρα οψές ήσφαζε οζά. Όλη η Ρίζα είναι καλεσμένη και παίζει ο καλύτερος λυράρης.
-Τα γλέντια είναι για σας τσοι νέους. Εμένα με νοιάζει να μυρωθεί το κοπέλι.
-Ε, πρώτος έγγονας δα, δεν θα κάμεις κι ένα τσαμπάκι; Όλο το χωριό σε νημένενει σήμερο να χορέψεις.
-Μπα Λάμπη, δεν βαστώ μπλιο. Πάνε αυτά που κατέχατε.
Ο Γιωργογιάννης ήταν ο καλύτερος χορευτής της περιοχής. Λεπτός σαν τη βίτσα, ανεμοπόδαρος και μερακλής μεγάλος. Αγαπούσε πολύ τον χορό. Στα νιάτα του όταν έπιανε μπροστάρης, στέκονταν όλοι και τον χάζευαν. Δεν έκανε σάλτους να χτυπά τα πόδια του, μα το ζάλο του ήταν ομορφοξόμπλιαστο και συνταιριασμένο με το παίξιμο της λύρας.
Κόσμος πολύς μαζεύτηκε στο μικρό χωριό. Έγινε η βάφτιση του κοπελιού και κάθισαν όλοι στην πλατεία που ήταν στρωμένη για το γλέντι. Άρχισαν τα φαγητά να σερβίρονται και τα πρώτα τσουγκρίσματα των ποτηριών ηχούσαν στην γεμάτη δέντρα πλατεία. Πολύ κρέας, πολύ κρασί κι ο κόσμος βγήκε γρήγορα στο κέφι. Ο λυράρης άρχισε να παίζει κι ο γιος του Γιωργογιάννη σηκώθηκε μαζί με τους συντέκνους να χορέψουν. Ήταν κι αυτός καλός χορευτής, κλουθούσε τα χνάρια του πατέρα του. Ο Γιωργογιάννης συγκινημένος σηκώθηκε, σίμωσε στον λυράρη, έβαλε χάρισμα κι έπαιζε παλαμάκια στο κοπέλι του.
Σ’ ένα γύρισμα του χορού ο Γιωργογιάννης ένοιωσε ένα χέρι να τον τραβάει. Ήταν ο γιος του που τον έσερνε στον χορό. Αμέσως ο λυράρης άλλαξε σκοπό και σε πιο σιγανό ρυθμό έπιασε τα συρτά του Ροδινού, που ήξερε πως αρέσανε του Γιωργογιάννη. Έβαλε όλη του την τέχνη, μεγάλη ευθύνη να παίζεις και να χορεύει ένας θρύλος. Στην αρχή ο γέρος δυσκολεύονταν, τα πόδια του ήταν βαριά, μα σιγά-σιγά το κουρασμένο του σώμα αλάφρωσε, ο θολωμένος του νους λουλούδιασε. Άρχισε ο Γιωργογιάννης να πατεί πιο γερά και η πρώτη φιγούρα που έκανε ξεσήκωσε τον κόσμο που έστεκε γύρω από την πίστα και κοίταζε με θαυμασμό.
Τώρα πια το μερακλίκι έκανε κουμάντο στα πόδια του γέρου. Ξέχασε και γηρατειά και βάσανα, είχε πάρει ολόκληρος φωτιά. Μα κι ο λυράρης σύμπαινε τη φλόγα του γέρου, κοίταζε τα πόδια του κι έσερνε το δοξάρι στα ζάλα του πρωτοχορευτή. Ο κόσμος έχασε τη λαλιά του. Δεν ακουγόταν μιλιά μόνο η λύρα και τα λαούτα. Ο Γιωργογιάννης έκανε τη μια φιγούρα πίσω απ’ την άλλη βαστώντας το χέρι του γιου του. Κάποια στιγμή έκανε σινιάλο του λυράρη να σταματήσει.
Για λίγες στιγμές ο κόσμος έμεινε παγωμένος κι ύστερα ξέσπασε σε χειροκροτήματα. Ο Γιωργογιάννης κοίταζε το γιο του που έκλαιγε σαν το κοπέλι κι έκλαψε μαζί του. Το γλέντι κράτησε μέχρι το πρωί και όλοι είχανε μια ευχή να πούνε για το νεοφώτιστο που ήταν η αιτία να περάσουν τέτοια αξέχαστη βραδιά. Κυρίως όμως όλοι θα διηγούνταν για πολλά χρόνια πως είδανε τον Γιωργογιάννη στα 85 του χρόνια, να χορεύει σαν ντελικανής.
—
Λουκαδάκης Νίκος
“ Ο Δαφνιανός”
niloukadakis@yahoo.gr
(Υ.Γ. Κωστής Μανιδάκης: Η φωτογραφία είναι από το Μουσείο Μπενάκη την έχει τραβήξει η Νέλλη το 1939, είναι στην παραλία του Λέντα. Βιολολυρα παίζει ο Γεώργιος Γρηγοράκης και ο πρώτος χορευτής είναι ο Γιώργης Τρουλλινακης ή Κακούλιος).