του Αντώνη Κουκλινού
Με το μουλάρι φορτωμένα τα κοφίνια γεμάτα μπράτη.
Με φρούτα και ζαρζαβατικά, ο μπάρμπα Γληγόρης ο Ντυμπακιανός, εγύριζε τα χωργιά τση απάνω ρούγας.
Καλοσυνάτος άντρας με βροντερή φωνή, εφώνιαζε τη πραμάθεια ντου.
Θυμούμαι πως εφόργιενε μνιά ποδιά μακριά στη μέση ντου, ξομπλιαστή, δεμένη με κόκκινα βαστάγια.
Οι μουστάκες του καλοστριμμένες, μακρά γένια και το σαρίκι με τα κρούσα να κρέμουνται στο κούτελο.
Δυό μέτρα άντρας ντελικάτος, πάντα εφόργιενε τα σαλβάργια, να σέρνει το μουλάρι απου το χαλινάρι και να πηγαίνει από πόρτα, σε πόρτα σε ούλο το χωργιό.
Οντε θελα περάσει απόξω απου το σπίτι μας, θελα σταθεί να το νε ποχερίσει η μάνα μου, μνιά ρακή.
Έδενε όξω στο τζένιο το χτήμα να ξεκουραστεί και εκάθουντονε στη ν’ αυλή μας, από κάτω στη κρεβατίνα στο ν’ ασκιανό.
Άμα θελα να ‘χει πράμα γλυσολοΐδι, θελα μου φωνιάξει να με ποχερίσει.
Θυμούμαι τα μυρωδάτα Ντυμπακιανά πορτακάλια, τα μανταρίνια, τα μούσμουλα και τσι μούσκλες τσι μπουρνέλες.
Κιαμνιά φορά εσήμωνε το μουλάρι στο ν-τράφο και θελα κούσει τα κοφίνια να ξούνται στσι πέτρες, γη το γ-καμπανό να τσαφουνίζεται κ’ άμα θελα σύρει τη φωνή, εστένουντονε σούζα το χτήμα.
Δυό φορές τη ν’ εβδομάδα, ήρχουντονε, με τα μαναβικά, να διαλαλεί στσι γειτονιές.
Κιαμνιά φορά έφερνε και ψάργια.
Ήταν ο πλανόδιος μανάβης τση εποχής εκείνης.
Όπως τα Καλοκαίργια που είχαμενε και το παγωτατζή με τη τρίκυκλη μηχανή με το άσπρο κασόνι….
Παγωτά ‘’το ρόδον’’ πχιός δε ντα θυμάται;
Χωνάκια, ξυλάκια, κρέμα, σοκολάτα…
Αυτός ο αρχοντογυρισμένος λεβέντης Κρητικός, από χωργιό σε χωργιό, με το μουλάρι φορτωμένο λιγοστά πουσούνια, ανάθρεψε, εσπούδαξε, επάντρεψενε κοπέλια και ήφηκενε εγγόνια και δισέγγονα, σωστούς αθρώπους στη φεύγα ντου.
Από πόρτα σε πόρτα, δυό βολές τη ν’ εβδομάδα, με το γ-καμπανό στο ζύγι αγράμματος να μετρά με πέντε δαχτύλια πόσο κάνει.
Πάντα με καθαρό το κούτελο, έβγαλε ούλες τσι υποχρεώσεις, απου τού ‘πεψενε η μοίρα ντου.
Σήμερα…και δέκα διπλώματα να κορνιζώσεις στο ντοίχο σου, σε ετούτο νέ το ντόπο, η πραμάθεια σου δε πγιάνει χαρτοσά.
Εκτός βέβαια… κια νε νταλαβερίζεσαι με πολιτικούς, γη προσκυνάς κατουρημένες ποδιές.
Με το Σταυρό στη χέρα πάνε όσοι είναι αμάλαγοι και σαλεύγουνε σεμνά.
Ετσά κ’ εμένα…αρέσει μου να τω σε κλουθώ και του λόγου μου κι ας μη γ-κάμω ποτές μου καταδιά…