Το συγκλονιστικό αυτό επεισόδιο της αποκάλυψης του, χριστιανού πλέον, Μιχαήλ Κουρμούλη περιέγραψε σε ιστορικό σημείωμά του ο ιστορικός και φιλόλογος Βασίλειος Ψιλάκης, συγγραφέας, μεταξύ άλλων, της «Ιστορίας της Κρήτης», στα 1909.
Το κείμενο του κείμενο του Β. Ψιλάκη, ο οποίος είχε γεννηθεί το 1829 στο Καστέλι Κισσάμου, και πέθανε το 1918, είχε δημοσιευτεί στις 14 Μαΐου 1888 στη φιλολογική εφημερίδα των Αθηνών «Εβδομάς» (υπάρχει στη Βιβλιοθήκη της Βουλής), ενός άλλου σπουδαίου Κρητικού, του συγγραφέα και δημοσιογράφου Ιωάννη Δαμβέργη, ο οποίος 20 χρόνια αργότερα θα επιφορτισθεί από το δήμο Ηρακλείου με την ευθύνη της αποστολής στο Ηράκλειο της δωρεάς του Δημητρίου Βικέλα.
Ο Μιχαήλ Κουρμούλης είχε γεννηθεί το 1765 και πέθανε το 1824, κυνηγημένος από τους Τούρκους. Τους αγώνες των Κρητών συνέχισαν άλλα μέλη της οικογένειας Κουρμούλη.
Η εικόνα που δημοσιεύουμε είχε κυκλοφορήσει σε κουτιά σπίρτων, μετά την ένωση της Κρήτης. Ήταν μια σειρά με τις μορφές των αγωνιστών των κρητικών αγώνων, η οποία υπάρχει στο Ιστορικό Μουσείο Κρήτης.
Ο Βασίλειος Ψιλλάκης στο κείμενό του στην «Εβδομάδα» δίνει μια περιγραφή του Μιχαήλ Κουρμούλη αλλά και της δράσης του πριν την αποκάλυψή του ότι ήταν χριστιανός. Η γλώσσα που χρησιμοποιούσε πάντα ο ιστορικός είναι σχεδόν αρχαΐζουσα, γι αυτό και δυσκολονόητη μερικές φορές, αλλά δεν θεωρούμε ότι έπρεπε να κάνομε την παραμικρή αλλαγή στο κείμενο.
«Τίς ούτος ο Χουσεΐν-αγάς, ο εμψυχώσας και επενθαρρύνας τότε έτι μάλλον τους άλλως τε περιβοήτους και αρκούντως θρασείς των Χανίων ξεκουκουλώτους μας;» γράφει. «Ουδέν πλέον, ουδέν έλασσον ή η κατά το φαινόμενον άκρα ξεκουκουλοσύνη, η κατά θαυμάσιον και απίστευτον τρόπον προσποιητή άκρα θηριωδία και αιμοδιψία. Ινα λάβη τις σαφή ιδέαν περί της φαινομενικής ποιότητος του εκ Γόρτυνος αγά τούτου, ως κοινώς αυτόν εθεώρουν ού μόνον οι Χριστιανοί (ελαχίστων πάνυ εξαιρουμένων, ως μεμυημένων εις τα κατ’ αυτόν), αλλά και οι εν πίστει πιστοί, αρκεί να ρηθή, ότι προηγείτο πάντοτε αυτού η φήμη, ότι έρχεται ο Χουσεΐν-αγάς, και ώφειλον πάντες, ενώ εισερχόμενος εις Χανίαν ήλαυνεν από ρυτήρος με την μαύρην του φοράδαν, την οποίαν τρέχουσαν μανιωδώς πολλάκις άφηνε να φεύγη υπό τα σκέλη του, ενώ αυτός έμενε και ίστατο όρθιος και απειλητικός, ώφειλον λέγομεν πάντες ού μόνον να παρεκκλίνωσι και παραμερίζωσιν από του ούτω δαιμονιώντος και διελαύνοντος γιανιτσάρου και κορυφαίου των ξεκουκουλώτων, αλλά και να κατακλείωσι πατείς με πατώ σε και εργαστήρια και παντός είδους καταστήματα, και αι οδοί να ερημώνται, διότι η εισέλασις αυτού εθεωρείτο συνήθως ως προάγγελος παρασκευαζομένης ή επικειμένης τινός συμφοράς και σφαγής. Ητο μέτριος το ανάστημα, μελάγχρους την όψιν και ωχρός, ούλην και μέλαιναν έχων την τρίχα, στρογγύλον δε μάλλον το πρόσωπον, και ούτω τους μύς του σώματος συνεστραμμένους και νευρώδεις, ώστε εκ της άκρας αυτών δραστηκότητος και ευκινησίας διωλίσθαινεν απιστεύτως ως έγχελυς ή όφις πανταχού και εν οφθαλμού ριπή. Το δη μέγιστον, εφημίζετο και ήτο πλουσιώτατος των κατά την ανατολικήν και κατά τινας και καθ’ άπασαν την Κρήτην Μουσουλμάνων και Χριστιανών, και το σπουδαιότατον, ηρίθμει εν τω μεγάλω και πολυκλάδω αυτού οίκω, ού εθεωρείτο γενάρχης, υπέρ τους εβδομήκοντας καθεστηκότας ήδη άνδρας, ενιδρυμένους εν τη κώμη της Μεσσαράς Κουσέ και τοις περί αυτήν».
Η αποκάλυψη του Χουσεΐν
Ιδού πώς περιγράφει ο Βασίλειος Ψιλλάκης την αποκάλυψη του Χουσεΐν, μπροστά στους έντρομους χριστιανούς και το μητροπολίτη Χανίων, το βράδυ της Ανάστασης, αλλά και λίγη ώρα μετά, το πασχαλινό τραπέζι του γέροντα Τζαννή Ρενιέρη:
«Εις Χανία ερχόμενος έδιδε προς τούτοις την χείρα εις τους περί τον Καλλίνικον και τον Μελχισεδέκ και τους άλλους τους εν τη πόλει φιλικούς, συνεννοείτο δε μετά των εν Ρίζαις και Σφακίοις ετοιμοπολέμων στρατιωτών της πίστεως και της πατρίδος.
σπουδαία αύτη μέριμνα και επιμονή προς ασφαλή και βεβαίων εξιχνίασιν παντός προς την υπόθεσιν σχετικού κατέλαβε τον Χουσεΐν-αγά εν Χανίοις την μεγάλην του Πάσχα ημέραν. Ωφειλε δ’ εκ παντός τρόπου να κοινωνήση των Αχράντων Μυστηρίων, και επί τούτω δε εδίστασε να υπεισδύση εις τον μοναδικόν εν τη πόλει και πενιχρόν των Αγίων Αναργύρων ναόν, παρατηρήσας την εν αυτώ εν τη νυκτί εκείνη εκ του φόβου ερημίαν. Εν τούτοις οι εκκλησιαζόμενοι ευάριθμοι, ιδόντες αυτόν, ήρξαντο οι μεν να τρέμωσι και σταυροκοπώνται, οι δε να αποσύρωνται και απέρχωνται, θεωρήσαντες αυτόν πρόδρομον εφόδου γενικωτέρας και καταστροφής. Αλλ’ ο Χουσεΐν-αγάς διωλίσθησεν, είρπησεν ούτως ειπείν αφανής και αόρατος μέχρι της αριστεράς του ιερού πύλης. Ενταύθα στας εξέβαλε τα εν τη οσφύϊ αυτού όπλα, και θείς αυτά ησύχως και αψοφητί χαμαί και συσταλείς εν τη γωνία, προεκάλει δια νευμάτων, προτείνων την κεφαλήν συνεχώς εντός του ιερού μετ’ επιτηδείας προφυλάξεως, τον ιερουργούντα Κυδωνίας Καλλίνικον, όπως κοινωνήση αυτόν. Τούτου τέλος επιτηδείως και ούτως ειπείν αοράτως γενομένου, απέπτη σχεδόν ο τέως νομιζόμενος φοβερός και τρομερός και κορυφαίος των ξεκουκουλώτων γενιτσάρων Χουσεΐν-αγάς, αφείς καταπλήκτους τους εκκλησιαζόμενους, ών οι μεν ενόμιζον ότι είδον όραμα, οι δ’ ότι κατασκεοπεύσας απήλθεν, όπως οδηγήση εις τον ναόν τους ορτάκιδες και αρκαντάσιδές του.
Αλλ’ ο Χουσεΐν-αγάς εξελθών του ναού δεν ενόει να απέλθη ή αφού τελείως και τυπικώς ήθελε τελέση πάσας τας κατά το Πάσχα και κατ’ οίκον τελουμένας διατυπώσεις, ως έθος ήν και αυτώ εν Κουσέ, όπου εν ναοίς και αγιαστηρίοις υπογείοις και αποκρύφοις ύμνει τον Θεόν των πατέρων, και εν τω ηγεμονικώ αυτού οίκω διεξήγε πάντα τα κατά τας χριστιανικάς εορτάς ειθισμένα. Εν Χανίοις τότε δεν κατώκουν πολλαί χριστιανικαί οικογένειαι, πολλά αυτών εκ μαύρων και πικρών χρόνων ή εξαφανισθείσαι ή εις την αλλοδαπήν εκφυγούσαι ή και εν αγροίς έσω το πολύ διαιτώμεναι, ως η του Ρικάκη, του Μανώλα, του Ζιμβρακάκη και άλλαι.
Εντός της πόλεως παρέμενον συνεσταλμέναι και ανά πάν βήμα του αμειλίκτου συμπολίτου ξεκουκουλώτου υποτρέμουσαι πάνυ ολίγαι αλλά τα μάλα διαπρεπείς, οίαι η του Χατζή-Νικολού, του Γραμματικού, του ντετοράκη Ν. Ρενιέρη, του Ηλιάκη, του Σποντή, του Δανέζη, των Κυδωνάκιδων, του Χατζή-Τζαννή, Ρενιέρου και τούτου την καταγωγήν, και άλλων τινών. Αι πλείσται δ’ αυτών ήσαν συνωκισμέναι περί την επισκοπήν και τον ειρημένον μικρόν των Αγίων Αναργύρων ναόν. Ο Χουσεΐν-αγάς λοιπόν τούτο γινώσκων, και μη θέλων να εκθέση εις κίνδυνον προφανέστερον τον αοίδιμον Κυδωνίας Καλλίνικον, παροικούντα και αυτόν εκεί ωσαύτως, και την προτεραίαν μετ’ εξομολόγησιν πνευματικήν τε και φιλικήν δόντα εις αυτόν την ευλογίαν και τον τελευταίον ασπασμόν, αναπηδήσας έκρουσε μυστηριωδώς την θύραν του τελευταίου εκ των ανωτέρω. Οι ένοικοι έλειπον έτι εν τω μετ’ ολίγα βήματα παρακειμένω ναώ, δεν παρέμενε δε ειμή οικονόμος ή υπηρέτριά τις εν τη οικία. Αυτή προκύψασα εκ του παραθύρου διετάχθη επιτακτικώς να ανοίξη την θύραν, όπερ και έπραξαν εκ φόβου και μηχανικώς· αλλ’ ανακράξασα μετά την είσοδον του φοβερού και ως αστακού καθωπλισμένου επισκέπτου, απεστομίσθη, διαταχθείσα απειλητικώς να μη εκβάλη άχναν, ο δε αγάς ημών έπειτα εκάθισεν σταυροποδητί αναμένων επί του σοφά ως καλός νοικοκύρης, και η υπηρέτρια ανεσκίρτα εις παν βήμα αντηχούν εν τη οδώ, διότι ήν πεπεισμένη, ότι εγένετο προδότις καιπερ ακουσίως, και αιτία επικειμένης αναποδράστου καταστροφής.
Ούτως είχον εν τω οίκω του γηραιού Χατζή-Τζαννή τα κατά τον Χουσεΐν-αγάν, ότε μετά τινα λεπτά εκρούσθη η θύρα, και η υπηρέτρια διετάχθη να ανοίξη, αλλά μηδέν είπη ή νεύμα ποιήση, και τούτο προς αποφυγήν ταραχής, θρήνων και ξεφωνητών λίαν επικινδύνων.
Δύναταί τις να φανασθή την θέσιν της δυστυχούς εκείνης, καθ’ ήν στιγμήν ήνοιγε την κατ’ αυτήν θύραν μάλλον του θανάτου, αλλ’ ο αγάς μας δεν κατέλιπεν αυτήν επί πολύ εν τη τοιαύτη αγωνία· διότι άμα τη εισόδω του κυρίου της οικίας αναπηδήσας ως αίγαγρος από του σοφά, και δι’ ενός άλματος ευρεθείς αίφνης προ του μη αναγνωρίσαντος αυτόν και ενεού απομείναντος γέροντος φιλικού, προέτεινεν εις αυτόν την χείρα επειπών εν χαμηλή αλλ’ ικανώς ζωηρά προσφωνήσει το χαρμόσυνον το γλυκύ και παρήγορον “Χριστός ανέστη”. Και ο μέν γέρων Χατζή-Τζαννής και η παρεπομένη οικογένεια αυτού ήρξαντο να ποιώσι το σημείον του σταυρού, και τρέμοντες να ψελλίζωσι το “μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου”, ο δε Χουσεΐν-αγάς λαβόμενος τον γέροντα εκ των χειρών, και περιπτυσσόμενος αυτόν εν συγκινήσει και δακρύοις, είλκεν εις τα ενδότερα της οικίας, όπου ήν εστρωμένη η πασχάλιος τράπεζα, και ικέτευε να συνέλθωσιν και σιωπήσωσι, διότι είνε γνωστός, είνε αδελφός. Κατορθώσας τέλος μετά πάλην και αγωνίαν να καθησυχάση την οικογένειαν εν τω εστιατορίω, ήρξατο ποιών εν συντριβή καρδίας το σημείον του σταυρού, και απαγγέλων το “Χριστός ανέστη”, αφού απεκαλύφθη και εξεσφενδόνησε μακράν το σαρίκιον της κεφαλής. Τότε μόλις συνελθόντος του γέροντος φιλικού Χατζή- Τζαννή και αναγνωρίσαντος αυτόν, ήρξατο άλλη συγκινήσεων και δακρύων σκηνή, μετά την κατεύνασιν της οποίας εξέφρασεν ο ούτω παράδοξος ξένος την επιθυμίαν να ποιήση μετ’ αυτών το Πάσχα λαμβάνων ολίγον ζωμόν και έν ωόν. Ούτω καθεσθέντες τέλος περί την τράπεζαν εποίησαν εν πολλή τη βία το Πάσχα, διότι ηπείγετο ο ξενιζόμενος να εξέλθη της πύλης του φρουρίου προ της ανατολής του ηλίου, και τούτου γενομένου απεχωρίσθησαν, αφού εν κατανύξει ηυχήθησαν κατ’ επανάληψιν να ποιήσωσιν εν τω επιόντι έτει την ζωηφόρον ανάστασιν εν τω κατά την πλατείαν Σπλάντζαν τεμένει, τω ποτε ευρυχώρω και μεγαλοπρεπεί ναώ του Αγίου Νικολάου!
Πηγή: candiadoc.gr
Έρευνα: Αλέκος Ανδρικάκης