Ένας βοσκός από τ’ Ανώγια, άγριο πετροχώρι στην πλαγιά του Ψηλορείτη, άκουγε τους χωριανούς του να του δηγούνται σημεία και τέρατα για το Μεγάλο Κάστρο (σ.σ. Ηράκλειο).
Στην πολιτεία αυτή, λέει, βρίσκεις όλα τ’ αγαθά του κόσμου: κουκιά με τη σέσουλα, παστό μπακαλιάρο τσουβάλια, βαρέλια τις σαρδέλες και τις καπνιστές ρέγγες· κι ακόμα μαγαζιά τίγκα στιβάνια, κι άλλα που πουλούν τουφέκια όσα θες, σουγιάδες, μαχαίρια και μπαρούτη· κι άλλα που κάθε πρωί ξεφουρνίζουν, φουρνιές φουρνιές, άσπρο ψωμί, φραντζόλα.
Κι έχει, λέει, ακόμα, σαν βραδιάσει, γυναίκες που δε σε σκοτώνουν, σαν τις Κρητικοπούλες, αν τις αγγίξεις, κι είναι το κρέας τους άσπρο και νόστιμο σαν τη φραντζόλα.
Όλα ετούτα τα θάματα τ’ άκουγε ο βοσκός, τα σάλια του έτρεχαν, και το Μεγάλο Κάστρο έλαμπε στη φαντασιά του σαν κρητικός παράδεισος, γεμάτος μπακαλιάρο, τουφέκια και γυναίκες.
Άκουγε, άκουγε, κι ένα μεσημέρι πια δε βάσταξε, έζωσε σφιχτά το φαρδύ ζωνάρι του, ανακρέμασε στην πλάτη του την πιο καλή, την ξομπλιαστή του βούργια, φούχτωσε το βοσκοράβδι του και ροβόλησε από τον Ψηλορείτη.
Σε λίγες ώρες αντίκρισε το Μεγάλο Κάστρο· ήταν ακόμα μέρα κι η καστρόπορτα ήταν ανοιχτή.
Ο βοσκός στάθηκε στο κατώφλι· μια δρασκελιά, και θα ‘μπαινε στον παράδεισο.
Μα ξαφνικά η ψυχή του τινάχτηκε· σαν να ‘νιωσε η ψυχή αυτή πως η πεθυμιά την είχε καβαλήσει, πως δεν έκανε πια ότι ήθελε, δεν ήταν λεύτερη· ντράπηκε.
Ζάρωσε ο Κρητικός τα φρύδια, τον πήρε το φιλότιμο.
— Θέλω μπαίνω, θέλω δεν μπαίνω, είπε· δεν μπαίνω! Γύρισε τη ράχη του στο Κάστρο και πήρε δρόμο πίσω κατά το βουνό.
Νίκος Καζαντζάκης – Αναφορά στον Γρέκο