Κείμενο: Μιχάλης Στρατάκης*
Επήγα, μια φορά, σ’ ένα γάμο σε χωριό της Μεσσαράς.
Επαντρευότανε το κοπέλι καρδιακού φίλου μου και δεν ήτανε πρεπό να λείψω από τση χαρές του.
Και κατά που το ‘χω χούι, όσες ώρες εκράθιε το γλέντι, έψαχνα να βρώ εκείνο το κατιτίς, το ξεχωριστό, το πρωτόφαντο, που θα με ξεκουρμούλωνε.
Τελικά, το βρήκα.
Ήτανε οι παππούδες του γαμπρού και τση νύφης, που σηκωθήκανε να χορέψουνε στη χαρά των εγγονιών τους.
Εγώ δε χορεύω, μα ξανοίγοντας ετούτους τους γόνους της σπηλιάς στη Νίδα, αιστάνθηκα πως εξεκαβούκιασε η ψυχή μου κι έσυρε σιμά τους πιάνοντας τους τη χέρα για να χορέψουνε μαζί.
”Θε μου κι αξίωσε με να το κάμω κι ελόγου μου” μουρμούριζα, όσο εθώρουνα τους γέρους παππούδες να σέρνουνε τα ζάλα τους στις προσταγές της λύρας και του δοξαριού.
Εκείνη την ώρα ήρθε στο νου μου και μια μαντινάδα που άκουσα από το στόμα του Γιώργη Βιτώρου:
”Μου το ‘λεγε ο κύρης μου
πολλές φορές στο θέρος,
δεν έχει χάζι ο χορός
άμα δεν πιάσει γέρος”.
Θέλει αντριωσύνη και λεβεντιά ν’ αποχαιρετάς τη ζωή χορεύοντας.
Γιατί:
”Η λεβεντιά ‘ναι μιά πληγή
που πάντα αίμα τρέχει.
Θε μου και πώς τηνε βαστά
εκείνος που την έχει”.
Θε μου κι αξίωσε με…
* Ο Μιχάλης Στρατάκης είναι Δημοσιογράφος από τις Γκαγκάλες του Δήμου Γόρτυνας