Του Μιχάλη Στρατάκη*
Ετότε σας, η ζωή και η ευτυχία ήσανε κομμένες και ραμμένες στα μέτρα των κοπελιών και των ονείρων τους.
Όχι σαν κι εδά που τα κοπέλια με τα όνειρα τους ζούνε μαντρωμένα σε κελιά που χτίζουνε οι μεγάλοι, με σχέδια των βιομηχάνων και των εμπόρων.
Πού κινητά τηλέφωνα ετότε σας;
Δεν τα χρειαζόμασταν, γιατί δεν είχαμε να παλέψουμε με τους διαόλους που τα επιβάλανε σαν προέχταση των παιδικών χεριών σήμερα.
Κι άμα, σώνει και καλά θέλαμε ν’ αποχτήσομε τηλέφωνο καταδικό μας, στο πιτς φυτίλι το ‘χαμε.
Το πρώτο κινητό τηλέφωνό μου το απέκτησα, ή μάλλον το κατασκεύασα, στα δέκα μου χρόνια.
Όσο και αν ακούγεται απίστευτο, είναι πέρα για πέρα αληθινό.
Ήταν απλούστατο στην κατασκευή του, μα απολύτως αξιόπιστο και, πάνω απ’ όλα πουθενά δεν πλήρωνα λογαριασμό για να μπορώ να το χρησιμοποιώ, μήτε και μ’ έτρωγε ο φόβος μήπως και με παρακλουθεί κιανένας σαν εχτρό του έθνους.
Δυό σπιρτοκούτια, δυό σπίρτα και κάμποσα μέτρα κλωστή από καρούλι χρειαζόμουν για την κατασκευή του.
Έπαιρνα το συρταράκι από το σπιρτοκούτι, άνοιγα στη μέση του μια τρυπούλα, περνούσα τη μια άκρη της κλωστής, έδενα σ’ αυτήν το ένα σπίρτο κατά τρόπο να μη μπορεί να φύγει η κλωστή όταν τραβιόταν και το ίδιο έκανα και με το άλλο σπιρτοκούτι.
Αυτό ήταν το κινητό τηλέφωνό μου.
Να σας πω πώς λειτουργούσε. Εγώ κρατούσα το ένα σπιρτοκούτι και το άλλο το κρατούσε η Τζαβελοσοφία. Η κλωστή που μας συνέδεε, έπρεπε να ‘ναι τεντωμένη.
Πλησιάζα το σπιρτοκούτι στο στόμα μου και το άλλο το κρατούσε η Σοφία κολλημένο στο αφτί της.
Εγώ μιλούσα στο σπιρτοκούτι και αυτή, μια χαρά με άκουγε.
Όταν αυτή ήθελε να μου μιλήσει, οι ρόλοι μας αντιστρέφονταν.
Η Σοφία είχε το ”μικρόφωνο” στο στόμα της κι εγώ είχα το ”ακουστικό” στο αφτί μου.
Τόσο απλά και τόσο όμορφα.
Βέβαια, η απόσταση που μας χώριζε ήταν δεν ήταν παρά πέντε έξι μέτρα, ανάλογα με το μήκος της κλωστής που έβρισκα στο συρταράκι της ραπτομηχανής της μάνας μου.
Σε μια τέτοια απόσταση δεν χρειαζόμασταν τηλέφωνο για να συνομιλήσουμε, αφού και να ψιθυρίζαμε ο ένας στον άλλον μια χαρά θα ακουγόμασταν και οι δυό μας.
Αλλά ο δια ζώσης ψίθυρος δε μπορούσε να βγάλει τη μαγεία που έβγαινε από τα σπιρτοκούτια.
Κι εμείς, για τη μαγεία ζούσαμε.
Τη μαγεία αναζητούσαμε, αφού η πραγματικότητα γεμάτη κατάρα ήτανε.
Εκείνη η μαγεία, δεν πουλιέται σήμερο στα μαγαζά που εμπορεύονται τις πεθυμιές και το γέλιο των κοπελιών.
Γιατί και οι πεθυμιές και το γέλιο είναι πάμφθηνα εμπορεύματα, που δεν αφήνουνε κέρδητα και δε συμφέρει τους εμπόρους να τα πουλούνε.
Να σας πω και κάτι;
Πιστεύω πως εκείνη η μαγεία των παιδικών μας χρόνων ήταν η δύναμη που μας κρατούσε όρθιους εκείνα τα χρόνια της γονατισμένης ζωής.
Εκείνη η μαγεία μας έκανε να μη κοιτάζουμε το χώμα παραπονούμενοι, μα να βλέπουμε τον ουρανό ονειρευόμενοι.
Σάμπως τι άλλο χρειαζόμασταν για να μπορούμε να ζούμε τα όνειρά μας;
Μας έφταναν δυο σπιρτόκουτα, δυο σπίρτα και ένα κομμάτι κλωστή.
* Ο κ. Μιχάλης Στρατάκης είναι Δημοσιογράφος με καταγωγή τις Γκαγκάλες της Μεσαράς