Γράφει ο Θάνος Τεγόπουλος
Κάποιοι καλλιτέχνες δεν «φεύγουνε ποτέ». Το έργο που αφήνουνε πίσω τους είναι τέτοιο που ο κόσμος είναι ο μοναδικός κριτής που ή θα το αφήσει να ξεχαστεί ή θα το κουβαλάει για ΠΑΝΤΑ μέσα στο πέρασμα των χρόνων. Στη χώρα μας έχουμε αρκετούς από αυτούς που λέμε πως δεν πέθαναν ποτέ. Είναι για πολλούς που λέμε ΑΘΑΝΑΤΟΣ. Ένα από αυτούς θα είναι πάντα ο Νίκος Παπάζογλου.
Όλα άρχισαν το 1977 όταν ο Νικόλας συμμετέχει στην παράσταση “Αχαρνής ο Αριστοφάνης που γύρισε από τα θυμαράκια”, γεγονός που τον φέρνει σε επαφή με τους Διονύση Σαββόπουλο και Μανώλη Ρασούλη. Ένα χρόνο αργότερα ο Νικόλας, ο Σαββόπουλος και ο Νίκος Ξυδάκης δημιουργούν αυτό που έμελλε να αφήσει σφραγίδα στη νεοελληνική μουσική σκηνή, το δίσκο “Η εκδίκηση της Γυφτιάς” με την χαμογελαστή εικόνα του Νίκου σε πρώτο πλάνο.
Το 1984 ηχογραφεί τον πρώτο προσωπικό του δίσκο με τίτλο «Χαράτσι». Εκεί μας έμαθε να μπαίνουμε μέσα τον «Υδροχόο» μας είπε πως με «Το τραγούδι , με το κράσι» μπορούμε να ζούμε όλα μας τα συναισθήματα και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, μας έμαθε έναν ακόμα λόγο γιατί ο «Αυγουστός» είναι ο καλύτερος μας μήνας. Αύγουστος έιναι το τραγούδι του Νικόλα όπως είπε και στο καλαντάρι ο Παντελής. Μας είπε πως υπάρχει «Λεμόνι στην Πορτοκαλιά» και εμείς τον πιστέψαμε και μας άρεσε κιόλας. Μας τραγούδησε για κάποια «Τρελή και αδέσποτη», μας έκανε να σηκώσουμε το κεφάλι μας προς τον ουρανό για να δούμε το «’Αστρο του Πρωινού». Έφερε τα πάνω-κάτω και τα μπρός-πίσω. Εδώ «Φύσηξε Βοριάς από τον Νοτία» στα άλλα θα κόλλαγε…. Ακόμα και εκεί στην αγαπημένη του πόλη ο «Βαρδάρης φύσηξε λες και ήτανε μόνο και μόνο για τον Νικόλα και καθάρησε τα πάντα».
Το 1986 «Μέσο Νεφών» μας τραγούσε για την αγάπη και μας είπε «πως ένα και ένα κάνουν τελικά ένα» και μας έβαλες σε σκέψεις και εκεί που ήμασταν απόλυτοι βέβαιοι πως ο χρόνος είναι σκληρός σαν πέτρα και αλύγιστος, αυτός μας βρήκε την ρωγμή του και μας πήγε από «του Διογένη το πιθάρι ως του Ουλιάνωφ το μειδίαμα.»
«Μάτια μου μάτια μου λιμνοθάλασσες καθρέφτες να περνάς, να κοιτάς και να βλέπεις ποιοι είν’ οι φταίχτες». Το 1991 μας έκανε με τα «Σύνεργα» να τον κοιτάμε στα μάτια με καθαρό και κρυστάλλινο βλέμμα. Βέβαια ήξερε πάντα να μιλάει σε αυτήν και να της λέει τα πράγματα με το όνομα τους «Δεν θέλω να’ μαστε ούτε φίλοι, ούτε εχθροί θέλω απλά να μην θυμάμαι».
Το 1995 στον δίσκο «Όταν κινδυνεύεις παίξε την πουρούδα» μας «ενημέρωσε» πως «δεν είναι ποιητής αλλά στιχάκι». Ένα στιχάκι της στιγμής πάνω σε τοίχο φυλακής και σε παγκάκι.
Μας τραγούδησε και για τον χωρισμό όταν το 2005 στη «Μάγισσα σελήνη»μας είπε πως «ο μαύρος χωρισμός είναι απόφαση του ενός» και μας εξήγησε πως το μοναδικό που μετράει τελικά σε αυτή τη ζωή είναι εκείνες οι «Στιγμές», για «εκείνες τις τρυφερές και λεπτές, σαν κλωστές τυλιγμένες σ’ αδράχτι, σε γυρνούν απαλά, σε μεθούν σιωπηρά, σε γεμίζουν με πείσμα και άχτι.»
Μας τραγούδησε για την πατρίδα μας και φώναξε περίτρανα «Αχ Ελλάδα Σ’ αγαπώ και βαθιά σε ευχαριστώ».
Τώρα πια «Κανείς εδώ δεν τραγουδά κανένας δεν χορεύει ακούμε μόνο την πενιά και ο νους μας ταξιδεύει».
Μετά από μάχη που κράτησε σχεδόν ένα χρόνο ο μεγάλος τραγουδοποιός στα 63 του χρόνια πέρασε στην αιωνιότητα. Τα μισά από τα καλύτερα τραγούδια που ακούσαμε τα τελευταία είκοσι χρόνια ήταν δικά του. Δημιούργησε «σχολή» με το ύφος του, τη γνωστή σχολή της Θεσσαλονίκης. Μιλάμε για τον τύπο με το κόκκινο μαντήλι, τον «ινδιάνο» της ελληνικής μουσικής, Νίκο Παπάζογλου.
…. και όσο για τους Μάγκες. Υπάρχουν μάγκες Νικόλα αλλά είστε όλοι εκεί πάνω.
…Πριν να σε χορτάσουνε τα μάτια μου
σε άρπαξε θαρρείς το λεωφορείο
κι έμεινα να κοιτώ καθώς χανόσουνα
κι έφτανε ως το κόκαλο το κρύο.
Πηγή: mousikesebeeries.gr