Της Όλγας Μπελιβάκη – Τσιτσάκη
Εγώ το θρύλο τον έμαθα από τον παππού μου και δεν τον ξέχασα ποτέ!
– Βρε παππού πες μου για την Πόλη! Ρωτούσα όλο λαχτάρα τον παππού μου..
-Μα σου το έχω χιλιοειπωμένο Ολγούλα..
Ήστραψε η ματιά του παππού ως εγροίκησε να θέλω να μάθω για την Πόλη..Η βυζαντινή αυτοκρατορία είχενε αφημένα στο διάβα τζης, ανεξίτηλα τα σημάδια τζης, όη μόνο στην τέχνη, στον πολιτισμό, μα και στη καρδιά και στην ψή των κρητικών… Οι βυζαντινοί αν και κατακτητές οσάν έτοιους άλλους, αγαπηθήκανε όσο πράμα άλλο απ’ τσι κρήτες.
-Την Πόλη μας την επήρανε Ολγούλα την αποφράδα μέρα ,τσι 29 του Πενταδείλινου* το 1453 οι οθωμανοί. Και μάλιστα παιδί μου η προδοσία εγίνηκε από μέσα ..Ποτέ ένα καράβι δεν βουλιάζει από τα νερά που βρίσκονται από όξω ντου μα μέσα ντου να το γατέεις! Ήμουνα αγέννητος, μα μου τα ανεστωρήσε η γιαγιά μου η μακκάρια. Ο πόνος της ήτονε οτοσοσάς απού ήσκησε τα μισοφόρια τζης….Θωρείς* το σαρίκι απού φορώ στη κεφαλή μου. Τα δακρύα ντου ‘ναι πλεμένα ίδια με τα δάκρυα τσι ψής για να μην λησμονήσομε.
-Παππού πε μου για την Αγιά Σοφιά!
– Υπάρχει ένας νεοελληνικός θρύλος από την περιοχή της Θράκης που μας πληροφορεί για τον τρόπο που με τον οποίο ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός βρήκε το σχέδιο για το χτίσιμο της Αγίας Σοφίας.
Ο θρύλος λοιπόν αυτός μας περιγράφει και μας εξηγεί ότι το σχέδιο για να κτισθεί η Αγία Σοφία, εγίνηκε γνωστό στον αυτοκράτορα με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο απ΄αυτόν που μάθαμε από το μάθημα της Ιστορίας. Αξίζει ιδιαίτερης προσοχής αυτή η παράδοση γιατί δεν είναι γνωστή από άλλους τόπους παρά μόνο από τη Θράκη. Την ανεστορούσανε στη Βιζύη της Θράκης κατά τον 20 αιώνα, και εκεί, στην ιδιαίτερη στην ιδιαίτερη του πατρίδα την έμαθε μικρό παιδί ο ποιητής Γεώργιος Βιζυηνός. Μάλιστα θέλοντας να σώσει από την λησμονιά αυτή την παράδοση-θρύλο την περιέγραψε έμμετρα μέσα στην ποιητική του συλλογή «Ατθίδες αύραι».
Ας δούμε λοιπόν τι λέει αυτός ο θρακικός θρύλος.
«Ήταν ο καιρός που ο αυτοκράτορας στην Πόλη είχε αποφασίσει να χτίσει την Αγία Σοφία. Είχε καλέσει τον πρωτομάστορα, και ο τελευταίος είχε κάνει ένα σχέδιο και ύστερα και άλλο και ύστερα και άλλα σχέδια, πώς να χτιστεί η μεγάλη εκκλησία . Κανένα όμως από αυτά τα σχέδια δεν ευχαριστούσε το βασιλιά. Ήθελε κάτι άλλο, πολύ πιο σπουδαίο. Και ο πρωτομάστορας κάθε μέρα προβληματιζόταν και πιο πολύ και σκεφτόταν τι νέο σχέδιο να φτιάξει.
Μια Κυριακή, την ώρα που τελείωνε η λειτουργία, ζύγωσε πρώτος ο αυτοκράτορας να πάρει το αντίδωρο, εκείνο όμως του ξεφεύγει από τη χέρα κι ήπεσε χάμε. Μια στιγμή αργότερα παρουσιάζεται μια μέλισσα που φτεροκοπούσε προς το ανοιχτό παράθυρο, κρατώντας το πεσμένο αντίδωρο του αυτοκράτορα. Βγάζει αμέσως διαταγή ο βασιλιάς ότι όσοι έχουνε μελίσσια να τ΄ανοίξουνε και να ψάξουν, για να βρεθεί το αντίδωρο. Γυρεύγει και ο πρωτομάστορας στα δικά του μελίσσια και τι βλέπει; Είχανε κάτσει οι μέλισσες μέρες πριν και είχανε φτιάξει με το κερί μέσα στην κυψέλη μιαν εκκλησία πανέμορφη και σκαλιστή και μεγαλοπρεπή, που δεν είχε όμοιά της σ΄ολόκληρη την Οικουμένη. Όλες οι λεπτομέρειες είχανε γίνει στην εντέλεια μέσα κι έξω στην εκκλησία. Η πόρτα της ανοιχτή, ο τρούλος έτοιμος οι κολώνες στη θέση τους, ως και η Αγία Τράπεζα τελειωμένη. Την είχαν αποτελειώσει σ΄όλα της την εκκλησία, και επάνω στην Αγία Τράπεζα της είχε φέρει εκείνη η μέλισσα και είχε αποθέσει το αντίδωρο του βασιλιά.
Είδε την εκκλησιά ο πρωτομάστορας και θαύμασε το τέλειο σχέδιό της. Την είδε κατόπιν και ο αυτοκράτορας και ήταν όλος χαρά. Το σχέδιο που είχανε φτιάξει οι μέλισσες, έγινε το σχέδιο που χτίστηκε η Αγία Σοφία!