του Πέτρου Μηλιαράκη*
ΤΟ ΔΟΓΜΑ να απευθυνόμαστε στο λαό με ό,τι θέλει να ακούσει και όχι με ό,τι πρέπει να ακούσει, θα πρέπει να απασχολήσει τα κόμματα του δημοκρατικού τόξου, προκειμένου το «πολιτικό σύστημα» να αποκτήσει μια άλλη ποιότητα. Η απόκρυψη από το λαό της αλήθειας μπορεί να έχει (ενδεχομένως) πρόσκαιρα πολιτικά οφέλη, ωστόσο, στην πορεία των πραγμάτων μπορεί να αποβεί μοιραία με ό,τι αυτό (θα) συνεπάγεται.
Στη διαδικασία αυτή, της απόκρυψης δηλαδή από το λαό της αλήθειας, πρέπει να στιγματίζονται και φαινόμενα τα οποία δημιουργούν αλγεινή εντύπωση και πάντως δεν παράγουν ποιοτική πολιτική. Για το λόγο αυτό θα πρέπει να καταδικάζονται εκ των προτέρων. Για να είμαι σαφής, αναφέρομαι σε «διαστρέβλωση» συγκεκριμένων δεδομένων που εάν τελικώς επικρατήσουν, θα καταστήσουν «στρεβλό» το όλο πολιτικό σύστημα.
Πρόσφατο παράδειγμα είναι εκείνο των δηλώσεων του Ζόραν Ζάεφ, ο οποίος μίλησε για «ega omnes identity», δηλαδή για «έναντι πάντων ταυτότητα», και «μεταφράστηκε», για «έναντι πάντων εθνότητα». Δηλαδή, ενώ η δήλωση του Ζόραν Ζάεφ αφορούσε ότι με τη Συμφωνία των Πρεσπών αναγνωρίστηκε ταυτότητα των πολιτών που αφορά στη Βόρεια Μακεδονία, η δήλωση αυτή μεταφράστηκε σε αναγνώριση «έναντι πάντων Μακεδονικού Έθνους»!.. Έτσι, λόγω της σκόπιμης μετάφρασης των δηλώσεων του Ζόραν Ζάεφ, αποδόθηκε στο λόγο του ότι αναφέρθηκε σε: «erga omnes nationality».
Κάτω όμως απ’ αυτές τις συνθήκες στρέβλωσης πολιτικών, το κλίμα καθίσταται ζοφερό, και όπως προεκτέθηκε δεν μπορεί παρά να έχει αρνητικές συνέπειες όχι μόνο για την ποιότητα του πολιτικού λόγου, αλλά και για την ποιότητα του πολιτικού συστήματος. Προς την κατεύθυνση αυτή ειδικό βάρος θα αποδοθεί όχι μόνο στα κόμματα και στο πολιτικό προσωπικό, αλλά και στα ΜΜΕ.
- η παρούσα συγκυρία
Η παρούσα στήλη με το άρθρο της περασμένης Κυριακής (15/7/2018), και με το ερώτημα «ποιός θα επικρατήσει πολιτικά;» έθεσε υπ’ όψιν των αναγνωστών, μια επιγραμματική προσέγγιση του ζητήματος αυτού, με την κατάληξη ότι:
«“όποιος” φορέας πολιτικής, ήτοι πολιτικό υποκείμενο, επικουρούμενο με το κατάλληλο προσωπικό πολιτικού ήθους, αλλά και επιστημονικής κατάρτισης και τεκμηρίωσης, επιχειρήσει να αποκωδικοποιήσει και τελικώς να αποκρυπτογραφήσει στο λαό την πλήρη αλήθεια, και επεξεργαστεί πρόγραμμα εξ αντικειμένου εφικτό, χωρίς βερμπαλισμούς, απλουστεύσεις και λαϊκισμό, «αυτός» ο φορέας θα επικρατήσει πολιτικά. Αρκεί οι «θέσεις του» να μεταβολισθούν θετικά κυρίως από το δύσπιστο Εκλογικό Σώμα!»
Με τούτα τα δεδομένα, κυβέρνηση και αντιπολίτευση ειδικώς του δημοκρατικού τόξου, θα πρέπει να εστιάσουν την προσοχή τους στα εξής:
1) Πράγματι, τερματίζεται η ισχύς της «Δανειακής Σύμβασης» και του Παραρτήματος που την αφορά, του «Μνημονίου Συνεννόησης-Συνεργασίας». Με βάση το δεδομένο αυτό, η χώρα απεγκλωβίζεται από τη «Δανειακή Σύμβαση» και εισέρχεται στη διαδικασία των αγορών, αλλά και της ενισχυμένης εποπτείας.
2) Η ενισχυμένη εποπτεία ασφαλώς δεν αποτελεί συνέχεια του τρέχοντος προγράμματος, αλλά ούτε και νέο πρόγραμμα. Το τρέχον πρόγραμμα λήγει στις 20 Αυγούστου 2018. Ωστόσο πρέπει να γίνει σαφές ότι το πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας, αποσκοπεί στο να διευκολύνει τη στήριξη της ολοκλήρωσης της σταθερότητας της οικονομίας, που αφορά στην υλοποίηση καθώς και στη συνέχεια των μεταρρυθμίσεων που η Ελληνική Δημοκρατία έχει δεσμευτεί. Αφορά δηλαδή σεβασμό σ’ ένα συγκεκριμένο τρέχον πρόγραμμα στήριξης της σταθερότητας. Πρόδηλο είναι δε, ότι παρά τα αντιθέτως θρυλούμενα, η ενισχυμένη εποπτεία επουδενί περιλαμβάνει νέες προϋποθέσεις. Πρέπει συνεπώς να καταστεί σαφές ότι οι αναληφθείσες δεσμεύσεις αφορούν μόνο στην ολοκλήρωση μιας σειράς μεταρρυθμίσεων –που όπως προεκτέθηκε δεσμεύουν ήδη τη χώρα.
3) Το πρόγραμμα αυτό, είναι απολύτως αναγκαίο για την πορεία σταθερότητας της χώρας, όχι μόνο στο πλαίσιο της ιδιαιτερότητας της οικονομικής κατάστασης, αλλά και λόγω των δεδομένων της οικονομικής διακυβέρνησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ειδικότερα του ευρωσυστήματος. Άλλωστε, χωρίς πρόγραμμα τα ελληνικά ομόλογα δεν θα είναι επιλέξιμα για την ποσοτική χαλάρωση (QE). Ωστόσο, χρήσιμο είναι να επισημειωθεί ότι η HSBC στη νέα έκθεσή της αφενός υποστηρίζει ότι η Ελλάδα μπορεί να ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και αφετέρου προτείνει ένα θετικό σενάριο εξελίξεων για αγορά πενταετών ελληνικών ομολόγων, με στόχο απόδοσης 2,25%, έναντι 2,9% που ισχύει σήμερα.
4) Παραλλήλως, εφόσον υπάρξει θετική έκθεση από την ενισχυμένη εποπτεία, η Ελλάδα δικαιούται νομίμως να διεκδικήσει έναντι των Εθνικών Κεντρικών Τραπεζών από την κατοχή των ελληνικών ομολόγων, τα «κέρδη SMP/ANFA». Τα κέρδη αυτά θα καταβάλλονται στην Ελλάδα ισόποσα σε εξαμηνιαία βάση, ήτοι κάθε Δεκέμβριο και κάθε Ιούνιο, ήδη από το έτος 2018 έως τον Ιούνιο του 2022. Ιδού ότι η θετική έκθεση της ενισχυμένης εποπτείας συναρτάται και με αυτό το όφελος.
5) Σε κάθε περίπτωση, με τις πρώτες ημέρες του Αυγούστου 2018, το ΔΝΤ θα δώσει στη δημοσιότητα νέα έκθεση για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Η πιθανότερη εκδοχή είναι να κριθεί ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο σε μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα, κυρίως έως το 2032.
ας αισιοδοξούμε…
Εν κατακλείδι από 20 Αυγούστου 2018 θα λάβει χώρα η ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος προσαρμογής για την Ελλάδα, οπότε από 21 Αυγούστου 2018 η ελληνική οικονομία και κοινωνία εισέρχονται στο νέο πρόγραμμα μεταμνημονιακής εποπτείας, αλλά και απελευθέρωσης από τη μνημονιακή εξάρτηση.
Η νέα αυτή περίοδος με όλα τα θετικά της και με όλα τα ενδεχομένως αρνητικά της, απαιτεί σοβαρότητα, τεκμηρίωση λόγου και επιμέλεια ενεργειών.
Στη διαδικασία αυτή θα κριθούν για την πολιτική τους τόσο η κυβέρνηση όσο και συνολικώς η αντιπολίτευση –αναφέρομαι πάντοτε στα κόμματα του δημοκρατικού τόξου.
Στον πολιτικό λόγο ήδη διατυπώνονται, αλλά και θα εξακολουθούν να διατυπώνονται εκδοχές αισιοδοξίας, συγκρατημένης αισιοδοξίας αλλά και απαισιοδοξίας.
Ωστόσο, με όλα τα δεδομένα η αισιοδοξία είναι προδήλως επικρατέστερη…
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
«Η πιθανότερη εκδοχή είναι να κριθεί ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο σε μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα, κυρίως έως το 2032.»
——————————————–
* Ο Πέτρος Μηλιαράκης δικηγορεί στα Ανώτατα Ακυρωτικά Δικαστήρια της Ελλάδας και στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια του Στρασβούργου και του Λουξεμβούργου (ECHR και GC- EU).