Δημοσιεύσαμε χθες στο “e-mesara.gr” τα ονόματα των Κρητικών που σκοτώθηκαν στο μέτωπο της Αλβανίας κατά τη δεύτερη ημέρα της εαρινής επίθεσης των Ιταλών.
Ανάμεσα στα ονόματα που δημοσιεύσαμε ήταν και του Μανώλη Βελεγράκη, στρατιώτη του 43ου Συντάγματος Πεζικού που σκοτώθηκε στο ύψωμα ΑΡΤΖ ΝΤΙ ΣΟΜΠΡΑ
Γύρω στις 10:00 χθες το βράδυ επικοινώνησε μαζί μας ο κ. Νικόλαος Μαθιουδάκης, ο άνθρωπος που έχει ασχοληθεί με την Εθία και τους ανθρώπους της, όσο κανένας άλλος.
Έχει ασχοληθεί διεξοδικά με το Μανώλη Βελεγράκη και τη σύζυγό του Ελένη Κουτεντάκη.
Μάλιστα παρουσίασε εισήγηση σε συνέδριο που διοργάνωσε το Κέντρο Κρητικής Λογοτεχνίας στ΄ Ανώγεια το 2015, σχετικά με την Εθιά και τα μοιρολόγια.
Με άδειά του δημοσιεύουμε σήμερα το τμήμα που αφορά το Μανώλη Βελεγράκη, όπως αυτό αποτυπώθηκε στο παραπάνω συνέδριο, ως ένα μικρό μνημόσυνο τόσο στη μνήμη του, όσο και στη μνήμη της γυναίκας του Ελένης.
Στο τέλος του κειμένου υπάρχει το γνωστό μοιρολόι του Λουδοβίκου των Ανωγείων για το Μανώλη Βελεγράκη…
ΜΑΝΩΛΗΣ ΣΤΑΥΡΟΥ ΒΕΛΕΓΡΑΚΗΣ 1914-1941
ΕΛΕΝΗ ΖΑΧΑΡΙΑ ΒΕΛΕΓΡΑΚΗ ΚΟΥΤΕΝΤΑΚΗ 1913-2005 (Κουτεντολένη)
Εθιά 1940. Όλα έγιναν σε ένα χρόνο. Ο Μανόλης Βελεγράκης του σταύρου παντρεύεται με την αγαπημένη του Ελένη Κουτεντάκη του ζαχαρία (Κουτεντολένη). Δεν πέρασε όμως πολύς καιρός από το γάμο τους και καλείται ο Μανόλης στο στρατό μετά την κήρυξη του πολέμου και την επιστράτευση που ακολούθησε. Ο πόρος τση Νίστρας (τοπωνύμιο στην έξοδο του χωριού προς το Ροτάσι) κατακλύζεται και αυτή τη φορά από κόσμο, όμως αυτή τη φορά χωρίς λύρα και μαντινάδες όπως καλοστράτιζαν όλοι οι χωριανοί το χωριό όπως γινόταν κάθε φορά που προέπεμπαν και αποχαιρετούσαν τους κληρωτούς για να υπηρετήσουν τη θητεία τους. Τούτη τη φορά όμως υπό συνθήκες πολεμικές, οι πάντες είναι έντονα λυπημένοι και προβληματισμένοι καθώς οι νέοι του χωριού φεύγουν για το μέτωπο. Οι ευχές όλων για καλοστρατιά και καλή επάνοδο δίνουν και παίρνουν, καθώς και η ενθάρρυνση των επιστρατευμένων με κουμπωμένη την καρδιά, παράλληλα με τους δακρύβρεχτους θερμούς εναγκαλισμούς. Ανάμεσα στους νέους που φεύγουν, είναι και ο νιόπαντρος Μανόλης Βελεγράκης, που αφήνει την 27χρονη σύζυγο του την Ελένη και την κόρη του 5 μηνών στους δικούς της και τους δικούς του. Τα πράγματα δεν θα είναι πια το ίδιο όπως πρώτα. Οι συνέπειες του πολέμου θα φτάσουν και στην Εθιά. Οι αγωνίες, οι στερήσεις, οι κακουχίες θα γίνουν καθημερινότητα. Και να ήταν. Η νιόπαντρη μόνο αυτά! …… Ο Μανόλης στις 10 του Μάρτη του 1941 θα πέσει νεκρός σε κάποια μάχη στο μέτωπο στη θέση Αρτζα αντ σόμπρα στην Τεπερσίνα της Αλβανίας. Η Ελένη θα μείνει χήρα στα 27 της και η 10 μηνών τότε κόρη του Μανόλη, δεν θα γνωρίσει ποτέ πατέρα. Το θλιβερό νέο σαν αστροπελέκι έφτασε στο χωριό. Στην αρχή σε άλλα αφτιά και δειλά-δειλά. Τα ψιθυρίσματα (παρακιουκιουρίσματα) γύρω από το αναπάντεχο νέο στις γειτονιές και χωρίς , γίνονται αντιληπτά από την Ελένη. Οι ψίθυροι συνεχίζονται με προσοχή και μακριά από εκείνη, που ήδη την έχει λούσει κρύος ιδρώτας καθώς αντιλαμβάνεται τα παράξενα και μυστικά παραμιλητά στις γειτονιές. Οπότε έξαλη κατάσταση και σχεδόν βέβαιη για τη συμφορά κι ας μην τη πιστεύει, ξεσπά.
Γειτόνισσες, γειτόνισσες, ίντα χετε και κλαίτε πράμα πάθε ο Μανώλης μου; Γιάντα δεν μου το λέτε; Πέστε μου όλοι οι χωριανοί ίντα χετε και κλαίτε;
κι αν είναι πράμα μυστικό, γιάντα δεν μου το λέτε;
Η είδηση όμως τελικά δεν είχε επιβεβαιωθεί και διασταυρωθεί ώσπου μετά από λίγες μέρες έφτασε στην Εθιά ο αδελφός της Ελένης ο Γιάννης Κουτεντάκης, τραυματίας πολέμου και όταν συναντήθηκε με την Ελένη απλά με ενα νεύμα από τον γιάννη της επιβεβαίωσε το θλιβερό μαντάτο . και από εδώ έχομε το ξέσπασμα της Ελένης κλαίει και οδύρεται χωρίς πια να ελπίζει. Τώρα ο πόνος της ξεχειλίζει, κραυγάζει. μοιρολογάτε στον αέρα, πάει κι έρχεται αλαφιασμένη και απαρηγόρητη .. και με το κλάμα και το μοιρολόι της να έχει ξεσηκώσει όλο το χωριό και να λέει:
Μανώλη μου, Μανώλη μου, χίλιες φόρες Μανώλη γιάντα δεν έρχεσαι και συ καθώς απού ρχουνται όλοι.
Ενημερώνεται για τον τόπο πού σκοτώθηκε τον τρόπο το πού και το πώς αρχίζοντας το μοιρολόι.
Στης Αλβανίας τα βουνά σε μια μεγάλη μάχη σκοτώθηκες ο Μανώλης μου και με ’φηκε μονάχη. Βλήμα του πυροβολικού σου κτύπησε στον μπέτη χίλια κομμάτια εγίνηκες και σε βγαλε στα νέφη. Στης Αλβανίας τα βουνά στα μαραμένα χόρτα εκειά ‘καμε ο Μανώλης μου Χριστούγεννα και φώτα. Μανώλη που σε θέκανε με ρούχα ματωμένα και γω χω τα γαμπρίκια σου ακριβοστερεμένα. Μανώλη που σου βάλανε προσκέφαλο λιθάρι τάξε πως δεν εκέντησα ποτέ μου μαξιλάρι. Μανώλη που σου βάλανε για σκέπασμα τα χιόνια τάξε πως δεν εκέντησα ποτέ μου εγώ σεντόνια. Μανώλη μου Μανώλη μου χίλιες φορές Μανώλη δεν εχαρήκαμε μαζί του γάμου μας τη σκόλη. Και πως θα πιάσω κόσκινο στάρι να κοσκινίσω και πως θα νάψω τη φωτιά κόλυβα να σου ψήσω.
Μανωλη δεν σου πρέπουνε κόλυβα με το στάρι
μόνο με τους λεμονανθούς γιατί σουν παλικάρι Ο Γιάννης Κουτεντάκης ο αδερφός της της έδωσε μια στρατιωτική φωτογραφία του Μανώλη την οποία τοποθέτησε πάνω στο τραπέζι του σπιτιού της και απευθυνόμενη σε δικούς και συγγενείς πού την επισκέφθηκαν και δείχνοντας την φωτογραφία ξεφώνισε .
Για δέστε τον Μανώλη μου τον αγαπητερό μου
που οψές αργάς τον ήφερε ο Γιάννης ο αδελφός μου. Γιάντα Μανώλη δεν μιλείς και δεν καλωσορίζεις; πως ήλειπες πολύ γκαιρό τσ’ ανθρώπους δεν γνωρίζεις; Πως ήλειπες Μανώλης μου πολύ γκαιρό στα ξένα εξέχασες το σπίτι σου, εξέχασες και μένα.
Ο πόνος μεγάλος καθημερινά και οταν πλησίαζαν οι μέρες του Πάσχα είπε: Μανώλη μου, Μανώλη μου, χίλιες φόρες Μανώλη κι ήρθενε κιόλας η λαμπρή που ‘ναι μεγάλη σκόλη.
μανώλη τα γαμπρίκια σου σού τάχα φυλαγμένα
μα σένα σε σκεπάσανε με ρούχα ματωμένα
έδωσα τα γαμπρίκια σου σε περασάρη ξένο
έχασα τις ελπίδες μου και μπλιό δεν περιμένω
που ειχα του μανώλη μου κουβέρτες και σεντόνια
κι ομως τονε σκεπάσανε στη ξενιθιά στα χιόνια
και δεν εβρέθηκε άνθρωπος τα ρούχα να τα αλλάξει
ουτε εκλησιά ούτε παπάς να μπεί να τον διαβάσει
τα μπράτσα σου τα στρουφιχτά μες τα κοντά μανίκια
στην αλβανία στα βουνά τα τρώνε τα σκουλίκια Μανώλη μου Μανώλη μου, χίλιες φόρες Μανώλη
Όντε θα σ’ ανεστοριστώ το αίμα μου μαργώνει Να λήξει θέλει ο πόλεμος κάποτες δα τελειώσει, μα μένα ο Μανώλης μου στο μέτωπο θα λειώσει.
Να λήξει θέλει ο πόλεμος δα ναρθει και η ειρήνη μα μένα ο Μανώλης μου στο μέτωπο θα μείνει.
Δέκα εκατομμύρια το κράτος να μου δώσει, του Μάρτη το μηνιάτικο δεν θα το ξεπληρώσει
Καί όταν η Ελένη έμαθε για άλλους χωριανούς στρατιώτες που γύρισαν στο χωριό από τον πόλεμο είπε:
Στην πέρα μπάντα του χωριού ήρθανε στρατιώτες, μπας κι ήρθε και ο Μανώλης μου και έχω κλειστές τις πόρτες
Όταν έμαθε από κάποιους χωριανούς και κοντοχωριανούς ότι πιάστηκαν αιχμάλωτοι και άλλοι ξορισμένοι καί ενας εξ αυτών ο χωριανός Νικόλαος Δημητρίου Βελεγράκης είπε:
Ας ειν’ κιανείς αζωντανός κι ας είν’ και ξορισμένος,
ας είναι και σ’ τσι Γερμανούς αιχμάλωτος πιασμένος
Τα λόγια παρηγοριάς, όλων των χωριανών και όχι μόνο των συγγενών της, όπως και η κάθε είδους συμπαράσταση προς την Ελένη, ήταν θερμά και σε καθημερινή βάση. και όλοι προσπαθούσαν να απαλύνουν τον πόνο της με κάθε τρόπο . Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν ο μεγάλος ποιητής του χωριού μας ο Μανόλης Λουλάκης , που προσπάθησε φέρνοντας της ως παράδειγμα άλλα παρόμοια περιστατικά χωριανών και κοντοχωριανών κ.λ.π. με παραδείγματα να παρηγορήσει τη χήρα λέγοντας και οτι δεν είναι η μόνη που τη χτύπησε ο Χάρος. αυτά μου τά διηγήθηκε η Αριστέα Σαριδακη λέγοντας της :
Την Ντουκιατζίνα ρώτηξε και τον Κολιτσαντώνη κι αν δε βαριέσαι να πα βρης στ’ Ανώγεια τον Κανόνη. Απού ‘χε τέσσερα παιδιά στον πόλεμο σταλμένα και του τηλεγραφήσανε πως έχει ακόμη ένα. Και μπακαλούμου και κειονά έχει το γη δεν το ΄χει που ‘ναι η παντέρμη εποχή, ετσά στο ναι και στ’ όχι.
Σημείωση: ήθελα να διευκρινίσω ότι πράγματι Η Ντουκιατζήνα καταγόταν από το γειτονικό χωριό τον Αχεντριά τό όνομα της Σοφία Φιλιππάκη έκανε 10 παιδιά και της έμειναν δύο. Του Κολιτσαντώνη η καλυκαντώνη τήν ιστορία δεν την γνωρίζω . Γιά τόν Κανόνη που ήταν ψευδώνυμο από οτι πληροφορήθηκα ήταν στο επίθετο Σκουλάς από τά ανώγεια που έχασε τα παιδιά του στόν πόλεμο. Επίσης όπως μού διηγήθηκε ο Γιώργης ο Λουλάκης ο ‘’Γιαχνής’’ μαζί μέ τό Κωστή τον Τερζάκη το σωμαρά ο κανόνης ήταν βοσκός στήν Εθιά στά πρόβατα τού Ιωάννη Βελεγράκη γέρο [Γιαννάκο ] στην τοποθεσία καλογεριά.
Γυρνώντας στην αδελφή του Μανόλη, τη Μαρία Κρουσταλάκη που μέχρι τότε έκλαιγε τον άλλο της αδελφό το Δημήτρη, που πέθανε σε ηλικία μόλις 17 ετών, της είπε:
Και συ Μαρία που ‘κλαιγες όλο για το Δημήτρη και δα για τον Μανώλη σας ήβαλες κουτελίτη.
Απευθυνόμενος κατόπιν στον δάσκαλο το Γιάννη Βελεγράκη τον αδελφό τού Μανώλη είπε:
Δάσκαλε, ξανά δάσκαλε και ίντα να βάνει ο νούς σου στσι ουρανούς εφτάξανε οι δόξες τ’ αδερφού σου.
Σε λίγο καιρό στο χωριό πέθανε μια πρωτοθεία του Μανόλη (αδελφή του πατέρα του) η Μαρία Νικολάου Μαθιουδάκη η οποία ήταν γιαγιά μας μητέρα του πατέρα μας Εμμανουήλ Μαθιουδάκη Ο πατέρας μου με τον Μανώλη Σταύρου Βελεγράκη ηταν πρώτα εξαδέρφια !! . Η χήρα Ελένη πήγε στο σπίτι της νεκρής θείας κρατώντας ενα ματσάκι λουλούδια και αφήνοντας τα πάνω στο σώμα τής νεκρής θείας της λέει:
Θεία πολλούς χαιρετισμούς να δώσεις του Μανώλη
και το αρφανό απούφηκε πές του πως μεγαλώνει
Και πάρε το να το κρατάς ετούτο το ματσάκι
και πές του πώς του τό στειλε τό μοναχό Ρηνάκι
κάθισε λίγο αλλά επειδή είχε την κόρη της μικρό παιδί στο σπίτι αφήσει, σηκώθηκε κάποια στιγμή να φύγει. Πριν φύγει όμως πλησίασε στο καθεγλέτο τη νεκρή θεία και της είπε:
Να φύγω θέλω θεία μου και να μου συμπαθήσεις,
ως συγγενείς που είμαστε μην μου παραξηγήσεις.
Γιατί ‘χω ένα μικρό παιδί στην κούνια και δα κλαίει χίλια κακά τση μοίρας του δα κάθεται να λέει. Και απο τα χθες την ταχεινή μου λέει η κοπελιά μου, γιατι τονε σκοτώσανε, μητέρα, τον μπαμπά μου; Μα δεν τονε σκοτώσανε παιδί μου τον μπαμπά σου, ανέβηκε στον ουρανό γι αυτό ναι μακριά σου.
Η αυλαία γύρω από το χαμό του Μανόλη κλείνει εδώ. Η φωτιά όμως για τη σύζυγο και τη κόρη του συνεχίζει να καίει και μάλιστα χωρίς την προοπτική να σβήσει ποτέ. Ο αγώνας της Ελένης για την επιβίωση της ίδιας και της κόρης της, της ειρήνη είναι σκληρός και αδυσώπητος. Κάπου, κάποια εποχή μετά από πολλές περιπλανήσεις και ταλαιπωρίες απο Εθια, Ηράκλειο, Αθήνα, μεταναστεύουν στην Αυστραλία στην Αδελαίδα ,
το 1995 τον Ιούλιο ήρθε για τελευταία φορά στην Εθιά που τόσο είχε λαχταρίσει. Φτάνοντας στο χωριό και μετά από τόσα χρόνια από το χαμό του άντρα της, δεν παρέλειψε να αναφερθεί και πάλι στο Μανόλη αλλά και στο πατρικό χωριό και στους χωριανούς λέγοντας:
Σε τούτα δω τα χώματα είναι τα δάκρυα μου
θέμου και πως το βάσταξε η δόλια η καρδιά μου
Μα ευχαριστώ την παναγιά που κλέγα νύχτα μέρα και μούδωσε την δύναμη για να τα βγάλω πέρα
Ευχαριστώ την παναγιά και τον προφήτη Ηλία
κι άγιοι ταξιάρχες μου πού χετε ευλογία
Εσείς με συνοδέψεται απο τον αλάργο τόπο
και ήρθα για στερνή φορά να δω τον άγιο τόπο
Ήθελα νάλεγα πολλά μα η ώρα δεν με παίρνει
και τούτος ο ξενιτεμός πολλά στον νου μου φέρνει
Η μοίρα μου το θέλησε να βρίσκομε στα ξένα
και να μήν εχω συγγενή ούτε γνωστό κανένα
Αγαπητοί μου χωριανοί , εύχομε απο την καρδιά μου
εσείς απου γνωρίζεται όλα τα δάκρυα μου
Να είστε όλοι οπως πρίν πιστοί κι αγαπημένοι
και πάντα να θυμόσαστε και την κουτεντολένη
Κουτεντολένη ήμουνα κι έμεινε τ’ όνομα μου,
γιατί δεν έκαμα πολύ καιρό στην παντριγιά μου
Η Νομαρχιακή αυτοδιοίκηση ηρακλείου τον Ιούνιο του 2002 τίμησε το ζευγάρι με ειδική προς τούτο αποστολή στην Αυστραλία, τον μεν Μανόλη ως ήρωα την δε Ελένη ως θύμα και ειδικότερα ως ηρωίδα σύζυγος και μάνα, αφοσιωμένη στο παιδί της, χωρίς να διανοηθεί δεύτερη παντριγιά.
πέθανε στις 16 Μαΐου του 2005 στη Αδελαίδα σε ηλικία 91 ετών
εκεί έμελλε να σβήσει και να ταφεί, μακριά από τα αγαπημένα της Εθιανά χώματα.
Τάφος Ελένης Βελεγράκη -Κουτεντάκη στην Αδελαίδα της Αυστραλίας !!
Στον τάφο της Ελένης στην Αυστραλία αναγράφεται:
Εδώ τελειώνει η ζωή εδώ και η πνοή μου
εδώ το σώμα θα ταφεί θα χαίρει η ψυχή μου
Η Εθιά τίμησε την Ελένη στο 40ήμερο μνημόσυνο που έγινε στο χωριό της, παρουσία πολλών επισήμων και πλήθους κόσμου. Ειπώθησαν ομιλίες ποιήματα μοιρολόγια και μεταξύ αυτών Ο Λουδοβίκος των ανωγείων ο Γιώργης Δραμουντάνης ήρθε στο μνημόσυνο και τίμησε την ελένη με το μαντολίνο του μέσα στην εκκλησία, έπαιξε και τραγούδησε μερικά από τα μοιρολόγια της που είχε αναπαράγει παλιότερα σε δίσκο ειπώθησαν επίσης ομιλίες ποιήματα μοιρολόγια και μεταξύ αυτών
Η Μαρία Λουλάκη Κακουδάκη ανηψιά τής ελένης είπε:
Θεία ελένη εθιανή μακριά στήν Αυστραλία
σέ θάψανε καί ο άνδρα σου είναι στήν Αλβανία
Κακή ’τανε η μοίρα σας μα έτσα ’ναι τα γραμμένα
γιατί θαφτήκατε κι οι δυο στα χώματα τα ξένα.
Να ’ναι το χώμα ελαφρύ που σ’ έχει σκεπασμένη
στη μακρινή την Ήπειρο που σ’ έχουνε θαμμένη.
Η Γεωργία Λουλάκη Κτενιαδάκη είπε:
Σ’ άδειο σακί ο χάροντας τη χέρα ντου δε βάνει
γι’ αυτό και δε χαρήκατε του γάμου το στεφάνι.
Τα όνειρα σου μείνανε μισοξετελεμένα
στης Αλβανίας τα βουνά σου τα ’χουνε θαμένα.
Τον πόνο σου τον έκανες στα χείλη μοιρολόγια
και τονε τραγουδήξανε λεβέντες απ’ τα’ Ανώγεια.
Ίντα να πούμε σήμερο για την Κουτεντολένη
είναι νεκρή μα αισθάνεται στον ξένο τόπο ξένη.
Του ξένου τόπου η παγωνιά τον τάφο της σκεπάζει
απού ’θελε ο Εθιανός ήλιος να τονε λιάζει.
Σε ξένο τόπο εθάφτηκε το κουρασμένο σώμα
απού ’θελε να σκεπαστεί με τσή Εθιάς το χώμα.
Του χάρου είναι η μαχαιρά, για την Εθιά μεγάλη
χωρίς κιανένας να μπορεί λιβάνι να σου βάλλει.
Τα χέρια που εσταύρωσες ήτανε κουρασμένα
γιατί χιλιάδες δάκρυα είχανε σκουπισμένα.
Στην κάψα του καλοκαιριού μ’ ένα γαμπά ντυμένη
ετσά λογιώς επένθησε τον άντρα τζη η Ελένη
Κάμετε ενούς λεπτού σιγή για την Κουτεντολένη
κι ύστερα ας πούμε όλοι μαζί να ’ναι συχωρεμένη.
Κενοτάφιο για το ζευγάρι κατασκευάστηκε από τά αδέλφια της και υπάρχει στο νεκροταφείο της Εθιάς όπου αναγράφεται:
Ήτανε θέλημα Θεού σε ξένη γη να μείνει το κορμί σας
μα εδώ θα αναπαύεται για πάντα η ψυχή σας
Ζήτω η αθάνατη Ελλάς !!!!!!