Στις 6 Απριλίου 1941, ο Αλέξανδρος Κορυζής, απέρριψε το αίτημα των Γερμανών για απομάκρυνση των Βρετανικών δυνάμεων από την Ελλάδα απορρίπτοντας το τελεσίγραφο που του επέδωσε ο Γερμανός πρεσβευτής Έρμπαχ-Σένμπεροχ, μισή ώρα μετά την έναρξη της γερμανικής εισβολής κατά σαφή παράβαση της σχετικής Σύμβασης της Χάγης, όπου υπ’ αυτές τις συνθήκες ο πόλεμος χαρακτηρίζεται “αιφνίδιος”.
Στις 18 Απριλίου, δώδεκα ημέρες μετά την έναρξη της γερμανικής εισβολής, και ενώ μαίνονταν οι μάχες ο Κορυζής συμμετείχε σε συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου. Αυτού ακολούθησε κατ’ ιδίαν συνομιλία με τον Βασιλεά Γεώργιο. Το τι ειπώθηκε ακριβώς σ’ αυτή τη συνομιλία δεν έγινε ποτέ γνωστό, αν και εικάζεται ότι οι δύο άνδρες μπορεί να διαφώνησαν ως προς την συνέχιση του αγώνα με ενδεχόμενη μετακίνηση της Ελληνικής κυβέρνησης στην Κρήτη, ή την Αγγλοκρατούμενη Κύπρο. Πάντως, ο Κορυζής εξήλθε συντετριμμένος από τη συνάντησή του με τον Βασιλέα με κατεύθυνση την οικία του στη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας.
Ο Βασιλεύς ανησυχώντας για τον Κορυζή, που πολύ πιθανόν κάτι να είχε υπονοήσει στο λόγο του, έστειλε τον διάδοχο Παύλο στην οικία του. Φθάνοντας ο Παύλος και καθ’ ον χρόνο μιλούσε στην είσοδο της πρωθυπουργικής κατοικίας με την σύζυγο του Κορυζή, ακούστηκαν δύο πυροβολισμοί από τον πρώτο όροφο.
Ο Κορυζής είχε αυτοκτονήσει με δύο σφαίρες στην καρδιακή χώρα.