Γράφει ο Φανούριος Ζαχαριουδάκης*
Έντεκα κοπέλια αρσενικά και θηλυκά είχενε ο γέρο Δημητρός από το Πανωχώρι, που δεν επέρασε και πολύς καιρός σα και ξεπερδικίσανε και επαντρευτήκανε και τα ένδεκα, αφού οι καλύτεροι γαμπροί τσι πάντας του τού κλέψανε τα θηλυκά, ενώ και τα αρσενικά εβρήκανε και κείνα το σειρά ντως και ετσά επήγαινε το κάθ’ ένα κοπέλι, στο δικό ντου σπιτικό.
Επόμεινε το λοιπόν στο πατρικό σπίτι ολομόναχο το ζευγάρι, ο Δημητρός δηλαδή με τη κερά ντου την Αθηνιά.
Αλλά αμοναχοί ετσά που επομείνανε, είντα θα λα πρωτοπρολάβουνε οι μαύρο κακομοίτσιδες, αφού οι δουλειές απού ξετρέχανε ήτονε πολλές.
Τα έχνη, τσ’ ελιές, τα αμπέλια, τα φαβόρουβα, είντα να προλάβουνε πλια μπροστά, αφού και τα χρόνια απού είχανε στην καμπούρα τους δεν ήτονε και λίγα.
Εσκεφτήκανε το λοιπόν μια βραδιά ο Δημητρός και η Αθηνιά, να καλέσουνε τα κοπέλια ντως, να τους σε μοιράσουνε ούλα τα υπάρχοντα, να ξεμπλέξουνε και κείνοι από τσι πολλές δουλειές, μα γερόντοι απού ήτονε και ετσά απού δεν είχανε άλλες υποχρεώσεις και ας πούμενε και με το χαμομήλι ακόμα θα τηνέ περνούσανε!!
Όπως και εγίνηκε.
Εκαλέσανεντα και τα ένδεκα κοπέλια μια βραδιά και τους σε λέει ο γέρο Δημητρός.
– Μπρε σεις κοπέλια. Εμεγάλωσα σας, επάντρεψα σας, επήγετε στο δικό σας σπιτικό, κάτσετε δα να μοιράσετε και τα χωραφάκια απού έχομε, να πάρει το κάθ’ ένα τη πάρτε ντου, λίγη πολύ ότι είναι, γιατί εγώ με τη μάνα σας, δεν μπορούμε μπλιο να τα σάχνωμε.
Καλοανεθρεμμένα τα κοπέλια όπως ήτονε, εκάτσανε και τα μοιράσανε με το καλύτερο τρόπο και επαίξανε και κλήρο και επήρενε το καθ’ ένα κοπέλι, το δικό ντου μοιράσι και στο τέλος δεν είχενε κιανένα παράπονο.
Εκάμανε όμως ένα λάθος και τα μοιράσανε ούλα, χωρίς να αφήσουνε κάπχοιο κομμάτι των γερόντων, για να βγάζουνε και κείνοι πράμα για τη πέραση ντως, αλλά ούτε εξοικονόμηση δεν εσκεφτήκανε να τους σε κανονίσουνε.
Ο γέρο Δημητρός βέβαια είχενε κατά νου πως, ένδεκα είναι αυτά τα κοπέλια, δεν μπορεί αν δεν βρεθεί έστω και ένα να του δίνει μια ουλιά σημασία, μιας και δεν του βγάλανε γεροντομοίρι.
Αλλά δυστυχώς λίγο αργότερο αποδείχτηκε πως και τα ένδεκα, εξανοίγανε τα κοπέλια ντως και τσι δουλειές ντως και εποξεχάσανε εντελώς τσι γερόντους των.
Εμπαγαλιάσανε το λοιπόν και οι δύο γερόντοι να τρέχουνε στην εξοχή και να βρίσκουνε βρούβες, χοχλιούς και ασκορδουλάκους, αλλά και ότι άλλο τους επάντυχνε, για νά ‘χουνε να βάνουνε πράμα στο τσικάλι.
Στο γύρισμα του χρόνου όμως, πχιάνει την Αθηνιά πνευμονία και εκόρδισε τ’ ατζί τζι, τση μαύρο κακομοίτσας και ετσά επόμεινε ολομόναχος ο γέρο Δημητρός στο σπιτικό ντου.
Τα πράματα όμως μέρα με τη μέρα εντακάρανε και εχειροτερεύγανε ακόμα παραπάνω, αφού και γέρος ήτονε ο Δημητρός και εισόδημα δεν είχενε.
Όπως πολλές φορές, έτσι και τώρα, καθώς ”η ανάγκη τέχνες κατεργάζεται” και με την εμπειρία τση ζωής ο Δημητρός, εσκέφτηκε πονηρά και γι’ αυτό εξαναμάζωξε τα κοπέλια ντου στο σπίτι, για να τους σε πει τα ”καθ’ έκαστα”.
– Κοπέλια μου καλά μου κοπέλια!! Σήμερο με βρίσκετε πολύ χαρούμενο, καθ’ όσον μετά το αναπάντεχο θλιβερό γεγονός που μας βρήκενε ούλους μας οπέρυσι και χάσαμε τη μακαρίτισσα τη μάνα σας και επόμεινα και εγώ ολομόναχος σαν τη καλαμιά στον κάμπο, οφέτος ο Θιός ήθελε να μου δώσει λίγο χαρά , να ”ξεσφακώσει” μια ουλιά και μένα το στόμα μου, να μην είμαι ετσά απού ήμουνα μέχρι εδά κακομοιργιασμένος και μού ‘πεψε τα ελέη ντου, μού ‘πεψε ένα θησαυρό, και θα τονέ δοξάζω ίσαμε να ζω!!
Οπροχθές το μεσημέρι το λοιπόν, να ιδείτε απού ο σκύλος μας ήσκαφτε ασταμάτητα εκέ όξω στην ελιά από κάτω και για μια στιγμή εξεπρόβαλε άνα βίσαλο και επήρα το ντελόγο και εγώ τη σκαλίδα και ήσκαψα πλια βαθιά και να ιδείτε απού εξέθαψα ένα μεγαλοπό πιθαράκι, απού τελικά ήτονε γεμάτο χρυσές λύρες και επήγατο το ντελόγο και τό ‘χωσα στη πέρα αποθήκη, αναμεσώς στα λαδοπίθαρα μας!!
Εσκέφτηκα το λοιπόν μιας και έχω εδά πολλά λεφτά και μιας και είμαι αμοναχός, να πληρώνω μια ξένη γυναίκα να με σάχνει εδά στα γεράματα μου, να μην τυραννούμαι, ετσά που ετυραννούμουνα μέχρι εδά!!
Αλλά εσκέφτηκα και πάλι πως, σιγά σιγά εκείνη νά η γυναίκα, μπορεί να μου ”ξαφρίσει” ούλες τσι λύρες και κρίμα δεν είναι;;
Να πιάσετε θέλει, λέω ‘γώ, να μου φέρνετε φαϊ να τρώγω και οντό θα ποθάνω, θα μοιράσετε τσι λύρες;;
Μα γρικάτε όμως, θα τσι μοιράσετε μετά που θα ποθάνω και μετά που θα μου κάνετε τα σαράντα!!
– Κιαμέ κιαμέ;; Εμείς θα σου φέρνουμε φαϊ και θα σε σάχνουμε κι’ όλας και να τσ’ αφήσεις ορνικέ ντως εκείνες σάς τσι λύρες, φωνιάζανε ούλα μαζί τα κοπέλια ντου!!
Είντα εγινότανε στη συνέχεια δεν περιγράφεται.
Συνοριτό επαίζανε, πιο κοπέλι θα του πήγαινε το καλύτερο πιάτο φαϊ.
Και του ”πουλιού το γάλα” του πηγαίνανε!!
Λίγα χρόνια όμως αργότερα, επόθανε και ο γέρο Δημητρός!!
Μετά τα σαράντα του εμαζωχτήκανε και πάλι ούλα τα κοπέλια στο πατρικό ντως σπίτι, για να ανοίξουνε το πιθαράκι και να μοιραστούνε τσι λύρες!!
Ανοίγουνε το λοιπόν το πιθαράκι και μέσα σ’ αυτό εβρήκανε, ένα μεγάλο μεγάλο σφυρί και ένα χαρτί απού ήγραφε:
”Απού μοιράσει τώ παιδιώ
καί δέ κρατήξει πράμα,
θέλει μέ τούτο τό σφυρί,
η κεφαλή ντου σπάμα”!!
Μήπως δεν είχενε δίκιο ο γέρο Δημητρός;; Αφού και η παροιμία του σοφού λαού μας ανάλογα μας μαρτυρεί;; Απού λέει:
”Αποκράθιε γέρο νά ‘χεις,
τη τιμή, όπου κι αν λάχεις”.
* Σύνταξη κειμένου, φωτογραφικό υλικό: Φανούριος Ζαχαριουδάκης Μέλος της ΠΑ.Ε.ΔΗ. και ΜΜΕ.