Του Γιώργου Μαμάκη
Ο χειμωνιάτικος αέρας μυρίζει βρεγμένη γη καθώς ολοκληρώνεις την κατάβαση στο φαράγγι του Μεσοσφηνίου.
Κι έπειτα, ξαφνικά, το φαράγγι ανοίγει. Οι βράχοι υποχωρούν, και μπροστά σου απλώνεται η ακρογιαλιά—ένας έρημος κόλπος με ψιλή, νοτισμένη άμμο και βράχια που γυαλίζουν από την υγρασία.
Πίσω σου, το φαράγγι σαν γιγάντιο πέτρινο φίδι χάνεται στα ενδότερα της γης· μπροστά σου, η απεραντοσύνη του Λιβυκού!
Το κύμα κυλά απαλά στην ακτή, αφήνοντας πίσω του αφρισμένες δαντέλες. Παίρνεις μια βαθιά ανάσα. Στέκεσαι πάνω σε ένα βράχο. Ο αέρας είναι ψυχρός, μα όχι εχθρικός—σε τυλίγει σαν ένα χέρι παλιού γνώριμου. Το βλέμμα σου ακολουθεί τις καμπύλες των κυμάτων, που έρχονται από το πουθενά και διαλύονται μπροστά σου, αφήνοντας έναν απόηχο βυθισμένο στην αιωνιότητα.
Κάθε τι εδώ μοιάζει να κουβαλά μια αλήθεια πιο αρχέγονη από τη μνήμη. Οι πέτρες στο όριο του νερού, λείες από τον αέναο χορό με τα κύματα, έχουν δει εποχές να αλλάζουν, ανέμους να φουσκώνουν, ανθρώπους να έρχονται και να φεύγουν. Η θάλασσα δεν κρατάει τίποτα—μόνο δίνει και παίρνει, σβήνει ίχνη, γράφει ιστορίες στο αφρό της και τις αφήνει να χαθούν.
Ένα μοναχικό βότσαλο ξεχωρίζει, στρογγυλεμένο και λείο, σαν να το κρατούσε κάποτε κάποιος στις παλάμες του. Το σηκώνεις. Είναι κρύο, νιώθεις το βάρος του, τη στιλπνότητά του—ένα κομμάτι χρόνου που πέρασε μέσα από τη θάλασσα και έφτασε σε σένα. Γονατίζεις στην άμμο, αγγίζεις το νερό. Παγωμένο, καθαρό, σαν να κρατάει μέσα του όλη την αγριάδα του χειμώνα. Μια σκέψη περνά από το μυαλό—να μπεις, να βυθιστείς στην αγκαλιά του Λιβυκού, να γίνεις κομμάτι αυτής της στιγμής
Γύρω σου, ο κόσμος παραμένει σιωπηλός, σαν να κρατάει την ανάσα του. Δεν υπάρχει βιασύνη εδώ. Ούτε προορισμός, ούτε δρόμος επιστροφής που πρέπει να σκεφτείς ακόμα.
Υπάρχει μόνο αυτή η στιγμή. Το κύμα που σκάει και αποτραβιέται. Ο ουρανός που αλλάζει χρώματα, καθώς το φως παίζει με τα σύννεφα. Η θάλασσα, αεικίνητη και αμετάβλητη ταυτόχρονα.
Και εσύ, εκεί, ακίνητος στο κατώφλι της απεραντοσύνης.