Του Πρωτ. Μιχαήλ Βλαβογιλάκη
Την εποχή της Ενετοκρατίας στην Κρήτη, στη θέση του σημερινού ναού των Εισοδίων υπήρχε ένας μικρός μονόκλιτος ναός, όπως φαίνεται σε χάρτη του 1625. Ο ναός αποτυπώνεται ανατολικά της γυναικείας μονής της Αγίας Κλάρας των Δυτικών, η οποία εκτεινόταν από τη μέση της πλατείας μέχρι την σημερινή οδό Χάληδων, και από τη μέση της πλατείας νότια, μέχρι και το πρώην καμπανοχυτήριο.
Γραπτή αναφορά για την Τριμάρτυρη, πριν από την Τουρκοκρατία υπάρχει στην απογραφή των Ενετών του 1637. Στον αριθμό 113, σημειώνονται τα εξής (σε ελεύθερη απόδοση): «Ο παπα Αλιμπένο Γκαλιότι, σ’ αυτή την πόλη (εννοεί τα Χανιά), και αυτό προκύπτει από επίσημο έγγραφο, (υπηρετεί) στο ναό της Αγίας Μαρίας Τριμάρτυρης, και έχει τη φροντίδα ψυχών, δηλ. λειτουργεί ως ενοριακός, με πρόσοδο βεβαία υπέρπυρα 300. Συνεχώς τα εμφυτεύματα (αποδίδουν) λάδι μίστατα 12 και υπέρπυρα 300»[1].
Τα πιο αξιόπιστα στοιχεία για να συνθέσουμε την ιστορία του ναού, υπάρχουν στο Ιστορικό Αρχείο Κρήτης, το «Βιβλίον εράνων δια την ανακαίνισιν του εν Χανίοις Ιερού Ναού των Εισοδίων 1856 και 1857»[2] και στο Ιστορικό και Διπλωματικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών, σε τρεις εκθέσεις του προξένου της Ελλάδος στα Χανιά Νικολάου Θεοδωρίδη τον Απρίλιο και τον Ιούλιο του 1856 και το Φεβρουάριο του 1857[3].
Ο επίσκοπος Αγαθάγγελλος Νινολάκης σε μια σειρά από δημοσιεύματα στο περιοδικό Χριστιανικόν Φως με τον τίτλο «Το Ιστορικόν της ανεγέρσεως του Καθεδρικού ναού των Εισοδίων Χανίων»[4], το 1900 στηριζόμενος σε αφηγήσεις, καταγράφει μάλλον φανταστικά στοιχεία τα οποία αναπαρήγαγαν μεταγενέστεροι συγγραφείς. Έτσι καταγραφές, όπως ότι υπήρχε ναός των Εισοδίων στις αρχές του 11ου αιώνα που γκρεμίστηκε από τους Ενετούς και κτίστηκε αποθήκη για τη μονή των Καθολικών, ή ότι ο ναός κτίστηκε το 14ο αιώνα δεν επιβεβαιώνονται[5].
Όπως είναι γνωστό, μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους, όλες οι εκκλησίες κατασχέθηκαν και οι περισσότερες μετατράπηκαν σε τζαμιά. Στους χριστιανούς των Χανίων παραχωρήθηκε για τις λατρευτικές τους ανάγκες η εκκλησία των Αγίων Αναργύρων. Η Τριμάρτυρη μετατράπηκε σε σαπωνοποιείο το οποίο περιήλθε αργότερα στο Μουσταφά Ναϊλή πασά, που διετέλεσε Διοικητής Κρήτης από το 1822 μέχρι το 1850.
Από την ενετοκρατία μέχρι το 1856 δεν υπάρχει καμιά αναφορά στην Τριμάρτυρη. Ο επίσκοπος Ιεροσητείας, γνωστότερος ως προηγούμενος της Αγίας Τριάδος, Γρηγόριος Παπαδοπετράκης αναφέρει για την περίοδο της τουρκοκρατίας: «Μεταξύ των εν Χανίοις κατασχεθεισών εκκλησιών ήν και η της Διμάρτυρος λεγομένη, νυν δε Τριμάρτυρος, ήτις εθεωρείτο παρά των κατοίκων θαυματουργός. Εν αυτή υπήρχεν εικών των Εισοδίων της Θεοτόκου φημιζομένη επί θαύμασιν, την οποίαν διασώσαντες τινές ευλαβείς μετέφερον εις την μονήν της Αγίας Τριάδος»[6]. Μάλιστα, όπως γράφει, κατά την εορτή των Εισοδίων γινόταν πανήγυρις και συνέρρεε πλήθος λαού για να προσκυνήσει την εικόνα η οποία καταστράφηκε το 1821. Δεν γνωρίζω αν είναι αξιόπιστη η πληροφορία, αφού η εικόνα που υπάρχει σήμερα στο προσκυνητάρι είναι κατασκευασμένη μετά το 1830[7]. Να σημειωθεί εδώ ότι στο «Βιβλίον εράνων…» και στον Παπαδοπετράκη αναφέρεται λανθασμένα η εκκλησία ως Διμάρτυρη.
Σχετικά με τη χρήση του χώρου πριν από το 1856 υποθέτουμε ότι, χωρίς καμιά διαρρύθμιση, μεταβλήθηκε μετά το 1645 σε σαπωνοποιείο. Η ελαιαποθήκη με δεξαμενές μέσα στη γη (ντίνες) ήταν σ’ όλο το πλάτος του ιερού. Από το νάρθηκα ως το ιερό βρισκόταν ο κυρίως χώρος του σαπωνοποιείου, όπου υπήρχαν το φρεάτιο του νερού, οι δεξαμενές καυστικοποιήσεως, οι σωροί των υλικών, ο ασβέστης και τα ξύλα. Ο λέβητας ήταν μάλλον στη θέση του καμπαναριού ή στη νοτιοδυτική πλευρά του ναού κοντά στο φρεάτιο. Από το καμπαναριό και σε όλη τη βόρεια πλευρά του κτίσματος ήταν ο θόλος για το αλάτι. Στον επάνω εξωτερικό χώρο που ήταν στεγασμένος με ξύλινη κατασκευή (κιόσκι), οδηγούσε μια πέτρινη σκάλα και εκεί απλώνονταν για στέγνωμα το σαπούνι. Σε κόγχη αυτής της σκάλας ή σε τραπέζι στον επάνω όροφο (στο σημερινό γυναικωνίτη) ήταν εκτεθειμένη η εικόνα των Εισοδίων και προ αυτής κανδήλα κατά διαταγή ή ανοχή του Μουσταφά πασά[8].
Τα τελευταία χρόνια της λειτουργίας της η επιχείρηση είχε αποτυχίες και ο ιδιοκτήτης της προχώρησε σε αλλαγές των σαπωνοποιών. Στα Χανιά υπήρχαν άλλα επτά σαπωνοποιεία και η επιχείρηση φαίνεται ότι ήταν επιζήμια για τον ιδιοκτήτη της. Κατά μια μεταγενέστερη πληροφορία τα τελευταία χρόνια πριν να παραδοθεί στους χριστιανούς, χρησίμευε ως ελαιαποθήκη, για τη συγκέντρωση του λαδιού από τους φορολογούμενους χριστιανούς.
Από το 1856 με τη δημοσίευση του Χάττι Χουμαγιούν που έδινε θρησκευτική ανεξαρτησία στους υπηκόους της οθωμανικής αυτοκρατορίας, οι χριστιανοί σε όλη την Κρήτη άρχισαν να κτίζουν και να επισκευάζουν εκκλησίες. Τον Μάρτιο μόλις έφτασε στην Κρήτη ως Γενικός Διοικητής ο Βελή πασάς[9], οι χριστιανοί της πόλης των Χανίων ξεκίνησαν ενέργειες και συνεννοήσεις για την ανέγερση μιας εκκλησίας, αφού ο ναός των Αγίων Αναργύρων δεν επαρκούσε για τις ανάγκες των πιστών, οι οποίοι είχαν αυξηθεί σημαντικά[10]. Ο χριστιανικός πληθυσμός της Κρήτης σε 25 χρόνια, μεταξύ 1830-1855, υπερδιπλασιάσθηκε. Όπως γράφει σε έκθεσή του στις 12/24 Απριλίου ο πρόξενος Ν. Θεοδωρίδης, οι κάτοικοι με αναφορά τους ζητούσαν τη βοήθεια του Σουλτάνου για την ανέγερση εκκλησίας[11].
Στις αρχές Ιουλίου του 1856 «ἀνεγνώσθη εἰς τό κατάστημα τῆς Διοικήσεως παρόντων τοῦ τε Ἀρχιερέως Κυδωνίας καί Κισάμου καί διαφόρων κατοίκων τῆς Νήσου ταύτης, φιρμάνιον δι’ οὐ ἡ Α. Μ. ὁΣουλτάνος παραδεχθείς τήν περί κατασκευῆς μίας Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας ἐν τῆ πόλει τῶν Χανίων, αἴτησιν τῶν κατοίκων … συνεισέφερεν ἐξ ἰδίων του διά τό κτήριον τοῦτο γρόσια ἑκατόν χιλιάδας τά ὁποία ὁ Βελῆ Πασσᾶς παρέδωκεν ἀμέσως εἰς χείρας τοῦ Ἀρχιερέως εἰπών ὅτι ἡ ἐπιθυμίατοῦ Κυρίου του καί αὐτοῦ τοῦ ἰδίου, εἶναι καί θέλει εἶσθαι ἡ εὐημερία τῶν κατοίκων, συγχρόνως δέἔδωκε τήν ἄδειαν εἰς τήν Ἐπιτροπήν τῆς Ἐκκλησίας ἴνα τῷ προσδιορίση τήν τοποθεσίαν ὅπουπρέπει ν’ ἀνεγερθῆ ἡ νέα αὕτη ἐκκλησία»[12].
Αμέσως έγινε συνέλευση στην επισκοπή και αποφασίσθηκε η χριστιανική κοινότητα των Χανίων να εκφράσει εγγράφως την ευγνωμοσύνη της προς το Σουλτάνο και το Βελή Πασά και να ζητηθεί η παλιά εκκλησία «τῶν τριῶν μαρτύρων ἐντός τῶν Χανίων μεταβληθεῖσα κατά τήν παρά τῶν ὀθωμανῶν κατάκτησιν τῆς Νήσου εἰς σαπουνοποιεῖον καί ἀνήκουσα εἰς τόν Μουσταφά Πασσά»[13]. Ο Μουσταφά που είχε διατελέσει επί 29 χρόνια διοικητής Κρήτης ήδη ήταν Μέγας Βεζύρης της Πύλης και γι’ αυτό η χριστιανική κοινότητα των Χανίων ζήτησε το σαπωνοποιείο για την ανέγερση εκκλησίας. Συγχρόνως προτάθηκε να παραχωρηθεί ένα παρακείμενο σπίτι που ανήκε σε Οθωμανό, για να ενωθούν τα οικήματα και να αποτελέσουν το ναό. Η απόφαση γνωστοποιήθηκε στο Βελή, ο οποίος ήταν γιος του Μουσταφά πασά. Ο Βελή υποσχέθηκε να παραχωρήσει δωρεάν το σαπωνοποιείο και να αγοράσει και να παραδώσει στην Επιτροπή της εκκλησίας το παρακείμενο σπίτι. Ο Μουσταφά δέχτηκε την πρόταση και ο Βελή πασάς συνεισέφερε 30.000 γρόσια, πιθανώς για την αγορά του σπιτιού που ήταν ενωμένο με το σαπωνοποιείο[14].
Στις 15/27 Αυγούστου 1856 σε άλλη συνέλευση οι χριστιανοί των Χανίων αποφάσισαν: «Οι υποφαινόμενοι αισθανόμενοι την ανάγκην δευτέρου εν τη πόλει μας Ιερού Ναού και εγκρίνοντες την ανακαίνισιν του αρχαίου του επ’ ονόματι των Εισοδίων της Θεομήτορος τιμωμένου και Διμαρτύρου επιλεγομένου υποσχόμεθα και δυνάμει των κατωτέρω υπογραφών μας να δώσωμεν υπέρ του Θεοφιλούς τούτου έργου όσα έκαστος ημών ιδιοχείρως σημειώση και των οποίων τα μεν ημίσυ θέλομεν μετρήση δια την εφορείαν δια την έναρξιν του έργου, τα δε λοιπά ημίσυ ευθύς ότε λάβη ανάγκην»[15].
Σημειώνω τις σημαντικότερες προσφορές: Η Ιερά Μονή Αγίας Τριάδος 4.452 γρόσια, του Γουβερνέτου 3.100, της Κυρίας Γωνιάς 3.000, της Ζωοδόχου Πηγής 2.000, ο Κυδωνίας και Κισάμου Κάλλιστος 5000, ο παπά Νικόλαος (δυσανάγνωστο επώνυμο) 2.000, ο Αρχιδιάκονος Σεραφείμ 200, ο Σεραφείμ Ιερομόναχος 404, και ο Σεραφείμ Αρχιδιάκονος πάλι 200[16]. Ο Έλληνας έμπορος Μπλούμ μετέφερε δωρεάν το χώμα με πλοίο από τη Σαντορίνη και ο Ιωάννης Συμιακός προσέφερε δυο μεγάλα μανουάλια αξίας 7.000 γροσίων.
Όμως μετά από δεκατέσσερις μήνες φαίνεται ότι το έργο κινδύνευε να σταματήσει. Γι’ αυτό σε νέα συνέλευση οι χριστιανοί αποφάσισαν να συνεισφέρουν και πάλι για την ολοκλήρωσή του: «Οι υποφαινόμενοι λαβόντες υπ’ όψιν την χρηματικήν ανάγκην του κοινού δια την οποίαν κινδυνεύει παρεμπόδισις εις την εξακολούθησιν της οικοδομής του ναού της Θεομήτορος, αυτοπροαιρέτως συνεισφέρομεν εκ νέου και υπογραφόμεθα ιδιοχείρως γράφοντες και το ποσόν της νέας ταύτης συνδρομής μας. Χανία τη 1 Νοεμβρίου 1857»[17]. Πρώτος ο Κυδωνίας Κάλλιστος προσέφερε πάλι 1.000 γρόσια. Από τον υπολογισμό των δωρεών που καταγράφονται στο Βιβλίο εράνων προκύπτει ότι το ποσό που συγκεντρώθηκε ανέρχεται σε 98.000 γρόσια περίπου.
Η παραχώρηση του κτηρίου, η χρηματική δωρεά του Σουλτάνου και η προθυμία του Βελή για την ανοικοδόμηση του ναού, δυσαρέστησαν τους φανατικούς Οθωμανούς, οι οποίοι έμμεσα εξέφραζαν τη δυσαρέσκειά τους και θεωρούσαν ότι όλα αυτά είναι ενάντια στο Κοράνιο[18]. Οι Τούρκοι αντιδρούσαν και παρεμπόδιζαν με διάφορους τρόπους, ιδίως οι γείτονες, την πρόοδο των εργασιών. Ένας Οθωμανός γείτονας αξίωνε να μην ανοιχθεί πόρτα από το ιερό βήμα βόρεια, να είναι ψηλός ο βόρειος τοίχος του ναού για να μην είναι ορατό το σπίτι του και να παραμείνει χαμηλό το καμπαναριό. Έφτασε με αναφορά του μέχρι την Κωνσταντινούπολη, αλλά δεν κατάφερε να εμποδίσει το έργο. Τελικά, όσοι μουσουλμάνοι ζούσαν κοντά πούλησαν τα σπίτια τους και σταδιακά εγκατέλειψαν την περιοχή.
Αντίθετα η Χριστιανική κοινότητα των Χανίων, ευχαριστημένη από τις πολυσχιδείς ευεργεσίες του Βελή στις 18 Φεβρουαρίου 1857, στην επέτειο της έκδοσης του Χάττι Χουμαγιούν, ετέλεσε «δοξολογίαν ὑπέρ τῆς Α. Μ. τοῦ Σουλτάνου, τῶν αὐτοκρατορικῶν Πριγκήπων, τῶν ὑπουργῶν του, τοῦ Διοικητοῦ Βελῆ πασσᾶ»[19]στην εκκλησία των Αγίων Αναργύρων με την παρουσία του Βελή και των τουρκικών αρχών. Εκφωνήθηκε λόγος που εξυμνούσε την Πύλη, το Σουλτάνο, τους Υπουργούς και ιδίως το Βελή και κατέληγε σε πολλά επιφωνήματα «ζήτω»[20].
Αξιοσημείωτη είναι η πληροφορία ότι οι Τούρκοι δεν απομάκρυναν όλα αυτά τα χρόνια, την εικόνα της Παναγίας που βρισκόταν σε εμφανές σημείο. Όταν άρχισαν οι εργασίες, μεταφέρθηκε στους Αγίους Αναργύρους και επέστρεψε στο ναό μετά την ανοικοδόμηση με πανηγυρική πομπή και με επικεφαλής τον επίσκοπο Κάλλιστο[21].
Η λαϊκή φαντασία δημιούργησε παραδόσεις που φτάνουν στα όρια του αγιολογικού θρύλου και υπάρχουν εγκατεσπαρμένες σε διάφορες συγγραφές. Απλά τις αναφέρω:
– Οι εργαζόμενοι και οι γείτονες έβλεπαν οράματα και άκουγαν θορύβους, ώσπου τελικά εγκαταλείφθηκε η επιχείρηση.
– Ο τελευταίος πρωτομάστορας, ο Χατζή Αγγελής Τσερκάκης από τα Ροδωπού, ονειρεύτηκε μια γυναίκα μαυροφορεμένη που τον διέταξε να φύγει: «εγώ το σπίτι μου δεν θέλω να είναι σαπουναριό». Ήταν η Παναγία που δε δεχόταν να μολύνεται ο ναός της. Ο Αγγελής φοβήθηκε ενημέρωσε το Μουσταφά και έφυγε παίρνοντας μαζί του στα Ροδωπού την εικόνα. Η εικόνα όμως παραδόξως επέστρεψε στο χώρο της.
– Μετά το 1850 ο χώρος χρησιμοποιούνταν για τη συγκέντρωση του λαδιού από τους φορολογούμενους χριστιανούς, αλλά επειδή ήταν άδικη η φορολογία το λάδι ανεξήγητα χυνόταν. Ή ήταν αποθήκη αχύρων και γεννημάτων του νομού ως το 1858 που καταργήθηκαν οι φόροι.
– Ένα παιδί έπεσε στο φρεάτιο και με τις προσευχές του Αγγελή, για να μη θεωρηθεί υπαίτιος, φούσκωσε το νερό και το παιδί βγήκε σώο[22].
– Ένα παιδί του Μουσταφά έπεσε στο φρεάτιο και ο ίδιος ανέκραξε «Παναγία σώσε το παιδί μου και θα σου αφήσω το σπίτι σου»[23] όπως και έγινε.
– Όταν ο Αγγελής άκουσε για τη μετασκευή του ναού έδωσε την εικόνα σε ζωγράφο για να την καθαρίσει, αλλά περιέργως αυτή γύρισε στο σπίτι του. Γι’ αυτό την έφερε στους Αγίους Αναργύρους.
– Ο Οθωμανός γείτονας Ντολμά επειδή καταπλακώθηκε ο γιος του, με την επίκληση της Παναγίας σώθηκε, ή σκοτώθηκε και στη μνήμη του, πρόσφερε εισφορές για την αποπεράτωση. Ή επειδή σκοτώθηκε αξίωσε τη διακοπή του έργου.
– Η εικόνα τοποθετήθηκε σε παράπηγμα, συνέρρεε πλήθος προσκυνητών που πρόσφεραν τόσες εισφορές, ώστε από το Σάββατο ως τη Δευτέρα τα χρήματα έφταναν για την πληρωμή των υλικών και των εργατών. Τα ξύλα και οι πέτρες μεταφέρονταν από τα Ροδωπού και όλοι συμμετείχαν, ώστε σε δέκα χρόνια ολοκληρώθηκε η ανοικοδόμησή της[24].
Σχετικά με την ολοκλήρωση της οικοδομής και τα εγκαίνια του ναού οι πληροφορίες διαφέρουν. Στην κεντρική είσοδο, η οποία έχει ανακατασκευαστεί με μάρμαρο, αναφέρεται ότι υπήρχε η επιγραφή «24 Μαρτίου 1859»[25]. Στο επίγραμμα της πρόσοψης[26] αναγράφεται το 1864. Οι περισσότερες πληροφορίες αναφέρουν ότι εγκαινιάστηκε επί Καλλίστου, άρα πριν το Μάιο του 1858 που πέθανε ο Κάλλιστος. Η ολοκλήρωση ενός τέτοιου έργου σε 20 μήνες όσες δωρεές κι αν είχε, είναι αμφίβολη. Ενδεχομένως να έγιναν τα εγκαίνια πριν την αποπεράτωση του ναού. Ίσως όμως ο ναός να μην ανοικοδομήθηκε εκ βάθρων, αλλά να διατηρήθηκαν τμήματα του παλιού κτηρίου και να οικοδομήθηκαν εξ ολοκλήρου το ιερό βήμα, η πρόσοψη και το καμπαναριό.
Στον αείμνηστο τότε ποιμενάρχη Κάλλιστο, τους ιερείς, τη χριστιανική κοινότητα των Χανίων, τις επιτροπές, τους δωρητές, τους απλούς πιστούς και σε όλους όσους συνέβαλαν και εργάστηκαν για την ανοικοδόμηση και αποκατάσταση του ναού αξίζει διαρκής έπαινος και μνημόνευση αιώνια. Η απόδοσή του για λειτουργική χρήση, στο πλήρωμα της τοπικής Εκκλησίας, στο «Σώμα του Χριστού», ήταν μια ευτυχής συγκυρία που επιτεύχθηκε χάρη στη διορατικότητα και την σωστή αξιοποίηση των περιστάσεων.
Αποτελεί ιδιαίτερη τιμή σήμερα για όλους εμάς, να δοξάζουμε την Υπεραγία Θεοτόκο που μας αξιώνει Χανιώτες και μη, κληρικούς και λαϊκούς, ενορίτες και προσκυνητές, να πανηγυρίζουμε την αποκατάσταση του ναού της.
Εύχομαι ο Ιερός Ναός, ο αφιερωμένος στα Εισόδια της Υπερευλογημένης Θεοτόκου, που συνδέθηκε με τα ιστορικά γεγονότα του τόπου μας, υπήρξε άσυλο διωκομένων και χώρος σημαντικών συνελεύσεων και ιστορικών αποφάσεων, να συνεχίσει να αποτελεί ένα σημαντικό σημείο αναφοράς για την πόλη των Χανίων.
Να αποτελεί πάντοτε μικρογραφία της Θείας Κιβωτού, απάνεμο λιμένα, ιατρείο ψυχών και να θωρακίζει τους αγωνιζόμενους πιστούς απέναντι σε όποιον και ό,τι επιβουλεύεται την ευτυχία και τη γαλήνη τους.
[1] «113. c. papa Alibeno Galioti, da questa citta, et da nota offitiar la ch. S. Maria Trimartiro, et ha cura di anime et d’ intrada cert. perp 300. Item de livello perpetuo oglio mistati 12 et perp. 300». Μαρία Κ. Χαιρέτη, Η απογραφή των ναών και των μονών της περιοχής των Χανίων του έτους 1637, Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, έτος ΛΣΤ, Αθήναι 1968. σ. 153-154
[2] Βιβλίον εράνων δια την ανακαίνισιν του εν Χανίοις Ιερού Ναού των Εισοδίων 1856-1857, Γενικά περί της Εκκλησίας και Μητροπόλεως Κρήτης, Ιστορική Συλλογή 88, Ιστορικό Αρχείο Κρήτης.
[3] Αρ. πρωτ. 47, 12/24 Απριλίου 1856, και αρ. πρωτ. 74, 11/23 Ιουλίου 1856, Βασιλικόν Ελληνικόν Προξενείον εις Κρήτην (Ν. Θεοδωρίδης) προς το επί του Βασιλικού Οίκου και των Εξωτερικών Σχέσεων Υπουργείον (Α. Ραγκαβήν), Προξενεία και Υποπροξενεία Ελλάδος εις Κρήτην, φ.36,3, 1856, ΑΥΕ – Στην επέτειο του Χάττι Χουμαγιούν ο Θεοδωρίδης αναφέρεται και πάλι στη δωρεά του σαπωνοποιείου από το Μουσταφά και στη χρηματοδότηση της ανέγερσης της εκκλησίας, Αρ. πρωτ. 131, 16/28 Φεβρουαρίου 1857, Προξενείον Ελλάδος εν Χανίοις (Ν. Θεοδωρίδης) προς το επί του Βασιλικού Οίκου και των Εξωτερικών Σχέσεων Υπουργείον (Α. Ραγκαβή), Προξενεία και Υποπροξενεία εις Κρήτην, φ.36,3, 1857, ΑΥΕ.
[4] Αγνώστου, «Το Ιστορικόν της ανεγέρσεως του Καθεδρικού ναού των Εισοδίων Χανίων», Ως τούτο εδημοσιεύθη εις τα υπ. αρ. 2-8 φύλλα του περ. Χριστιανικόν Φως παρά του αειμνήστου επισκόπου Αγαθαγγέλλου Νινολάκη, Χανία 1938.
[5] Οι απόψεις αυτές αναφέρονται στα φυλλάδια: Ιερός Καθεδρικός Ναός των Εισοδίων της Θεοτόκου Χανίων, Χανιά 2009 – Χαράλαμπος Ι. Πολυχρονίδης, Ο Καθεδρικός ναός των Εισοδίων της Θεοτόκου Χανίων-Κρήτης, (γράφηκε μετά το 1959) – Καθεδρικός Μητροπολιτικός Ναός Χανίων, Η Τριμάρτυρη (Εισόδια της Θεοτόκου), Χανιά 1988 (Δαπάνη Χαρ. Πολυχρονίδη).
[6] Παπαδοπετράκης Γρη., Ιστορία της Ιεράς Μονής της Αγίας Τριάδος της επονομαζομένης των Ζαγκαρόλων και εν τω Ακρωτηρίω Μελέχα της Κρήτης ευρισκομένης, Κρητικά Χρονικά τ. 20 (1966), σ. 51.
[7] Η εικόνα των Εισοδίων είναι μέτριας ποιότητας και δυτικής τεχνοτροπίας κατασκευασμένη το 1860 περίπου, βλ. Ιωάννης Η. Βολανάκης, Επιγραφές Ιερού Ναού Εισοδίων της Θεοτόκου πόλεως Χανίων Κρήτης, Κρητολογικά Γράμματα, τχ. 9/10, Ρέθυμνο 1994. σ.
[8] Χαράλαμπος Ι. Πολυχρονίδης, ό.π., σ. 5 – Αγνώστου, ό.π., σ. 1-2
[9] Κατά τον Ψιλάκη, αν και η φήμη του ερχομού του Βελή επλανάτο, ήρθε στην Κρήτη το φθινόπωρο του 1856. Ο Ψιλάκης όμως κάνει αλλεπάλληλα λάθη για τα γεγονότα αυτά. Βρισκόταν στη Σύρο και ήρθε στα Χανιά ως διευθυντής του Σχολαρχείου το φθινόπωρο του 1856. Μάλιστα αν και εκφώνησε τον επετειακό λόγο για το Χάττι Χουμαγιούν το αναφέρει ως γενόμενο το φθινόπωρο του 1856, ενώ η επέτειος ήταν το Φεβρουάριο του 1857. Ψιλάκης Βασίλειος, Ιστορία της Κρήτης από της απωτάτης αρχαιότητος μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων εκ τόμων 3, τ. Γ, εν Χανίοις 1909, σ. 814.
[10] Το 1821 τα Χανιά αριθμούσαν 600 χριστιανικές οικογένειες δηλ. περίπου 2.500 χριστιανούς. Το 1832 ο αριθμός τους έχει μειωθεί σε 400 οικογένειες. Από τότε όμως μέχρι το 1858 ο χριστιανικός πληθυσμός της Κρήτης υπερδιπλασιάσθηκε. Νικόλαος Σταυράκης, Στατιστική του πληθυσμού της Κρήτης, Αθήνησι 1890.
[11] Αρ. πρωτ. 47, 12/24 Απριλίου 1856, φ.36,3. 1856, ό.π., ΑΥΕ.
[12] Αρ. πρωτ. 74, 11/23 Ιουλίου 1856, ό.π., ΑΥΕ.
[14] Οι ιστορικοί έχουν απλές αναφορές για την παραχώρηση του σαπωνοποιείου: «και παρεχώρησε στους χριστιανούς των Χανιών με απλή τους αίτηση τον παλιό ναό των Εισοδίων που ως τότε είχαν οι Τούρκοι σαπωνοποιείο» γράφει ο Ιωάννης Δ. Μουρέλλος, Ιστορία της Κρήτης τ. 2, έκδοσις Δευτέρα, Ηράκλειον 1951, σ. 962. Ο Κριάρης γράφει ότι, κατά διαταγή του Βελή «παρεχωρήθη εις τους χριστιανούς η έως τότε ως σαπωνοποιείο χρησιμεύουσα ωραία εκκλησία των Εισοδίων της Παναγίας», Παναγιώτης Κ. Κριάρης,Ιστορία της Κρήτης από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι τέλους της επαναστάσεως του 1866, τ. Γ΄, Αθήναι 1935. Ο Ψιλάκηςτέλος γράφει: «Και έν σαπωνοποιείον δε, πρότερον ούσαν εκκλησίαν παρεχώρησεν ο Βελής τότε, τον μεταβληθέντα εις τον νυν εύμορφον εν Χανίοις ναόν των Εισοδίων», Βασίλειος Ψιλάκης, ό.π., σ. 814.
[15] «Βιβλίον εράνων …» ό.π., Ιστορικό Αρχείο Κρήτης.
[18] Αρ. πρωτ. 74, 11/23 Ιουλίου 1856, ό.π., ΑΥΕ.
[19] Αρ. πρωτ. 131, 16/28 Φεβρουαρίου 1857, ό.π., ΑΥΕ, όπου ο Θεοδωρίδης αναφέρεται πάλι στη δωρεά:«δ) ενήργησε του να δοθώσιν δωρεάν παρά της Κυβερνήσεώς του γρόσια εκατόν χιλιάδες προς ανέγερσιν του νέου ναού εν Χανίοις και συγχρόνως εδωρήσατο ο ίδιος εις τους Χριστιανούς προς τον σκοπόν τούτον εν σωπωνοποιείον ανήκον εις τον πατέρα του Μουσταφά πασσά το οποίον ήτον άλλοτε Ανατολική Εκκλησία, περί ης ανέφερον υπ. αρ. 74 π. ε.», και αρ. πρωτ. 137, 18/30 Μαρτίου 1857, ό.π., ΑΥΕ.00
[20] Αρ. 1438, Λόγος περί ισοτιμίας εκφωνηθείς εν Χανίοις την 15/27 Φεβρουαρίου 1857 (επέτειο έκδοσης του Χάττι Χουμαγιούν), ό.π.
[23] Χαράλαμπος Ι. Πολυχρονίδης, ό.π., σ. 6.
[24] Ανεξάρτητος (εφημ. Χανίων), φ. 25, 16/6/1912.
[25] Ανεξάρτητος (εφημ. Χανίων), φ. 25, 16/6/1912. Να σημειωθεί ότι στο σιδερένιο διακοσμητικό που υπήρχε στο υπέρθυρο της κεντρικής εισόδου, πριν την κατασκευή του ψηφιδωτού, υπήρχε η επιγραφή «ΑΩΞΑ ΜΑΡ ΚΔ».
[26] «Της Θεομήτορος ναόν, ω διαβάτα, βλέπεις ον τέκνα ωκοδόμησαν πιστά της εκκλησίας, προσφεύγοντα πτηνά δειλά εν μέσω τρικυμίας, υπό αυτήν την πτέρυγα της ουρανίας σκέπης 1864» – Αναφέρεται ότι επίγραμμα υπήρχε στο κωδωνοστάσιο και όχι στο κέντρο της πρόσοψης ψηλά, «επί της προσόψεως όμως παρά το κωδωνοστάσιον υπάρχει το εξής επίγραμμα …», Ανεξάρτητος (εφημ. Χανίων), φ. 25, 16/6/1912 – Ότι τα εγκαίνια έγιναν το 1861 αναφέρει και ο Αντώνης Καλογήρου, Περπατώντας στα Χανιά, 2010, σ. 123 – Τέλος ότι αποδόθηκε στη λατρεία το 1860 αναφέρει ο Μιχάλης Ανδριανάκης, Η παλιά πόλη των Χανίων, Αθήνα 1997, σ. 127.
Πηγή: imka.gr