Του Μιχάλη Στρατάκη*
Αγαπημένε Ξυλουρονικολή, να είσαι καλά εκεί που βρίσκεσαι.
Εσύ ο αρχάγγελος της Κρήτης, ανάμεσα στους αγγέλους του Μεγαλοδύναμου.
Τώρα, θα μου πεις πώς και σε θυμήθηκα.
Θα τιμήσουμε πάλι, πρώτα ο Θεός, την επέτειο της εξέγερσης στο Πολυτεχνείο.
Γιαυτό σε θυμήθηκα.
Θυμήθηκα που ήσουν ανάμεσά μας, θυμήθηκα που ήσουν πάνω στους ώμους μας και τραγουδούσες κι έψελνες ”Πότε θα κάμει ξαστεριά”.
Εσύ τραγουδούσες Ψαρονίκο και η ψυχή μας αναντράνιζε.
Σε μιά φωτιά καιγόμασταν όλοι μας και εσύ μας δρόσιζες.
Βοήθησες να ξανασηκωθεί ο ήλιος και να΄ρθει πάλι η Ξαστεριά.
Την είδες και εσύ, τη γλέντησες μαζί μας.
Μαζί δώσαμε όρκο ότι δεν θα αφήναμε ποτέ πιά τον ήλιο να ξαναδύσει.
Μέσα στην Ξαστεριά μας άφησες μόνους.
Ήσουνα τυχερός Ψαρονίκο, γιατί δεν είδες τη νέα καταχνιά, τη νέα κατσιφάρα, τη νέα νύχτα να σκεπάζει την Ελλάδα.
Να σκεπάζει τις καρδιές μας.
Απολογούμαι αγαπημένε Νικολή.
Παραβήκαμε τον όρκο που είχαμε δώσει.
Μας μέθυσε το κρασί της Ξαστεριάς και κάναμε κουζουλάδες.
Και τώρα, μέσα στη νέα μαύρη νύχτα, θυμούμαι πάλι εκείνο το ριζίτικο που μας τραγουδούσες στο Πολυτεχνείο, τότε που χοχλακούσε το αίμα μας. ”Πότε θα κάνει ξαστεριά, πότε θα φλεβαρίσει”.
Το σιγοτραγουδώ μόνος μου Ψαρονίκο, γιατί δεν θέλω να με δουν και να μ΄ακούσουν οι άλλοι.
Γιατί, ξέρεις, εδώ και κοντά πέντε χρόνια, ξανά ”Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί”.
Δεν φοβούμαι, αδερφέ μου, τους οχτρούς.
Εκείνους που τους κουβάλησαν, που τους προσκυνούν και που ρουφιανεύουν καθέναν που ξανοίγει κατά του ήλιου το φανέρωμα, εκείνους φοβούμαι.
Καλά να περνάς με τ’ αγρίμια κι αγριμάκια τ’ ουρανού.
Εμείς, θα παλεύομε με τις σκουλικαντέρες και τση φαμέγιους τους, δίχως να πολείπει από τα χείλια μας ο ψαλμός “Πότε θα κάμει ξαστεριά…πότε θα φλεβαρίσει…”.
Σαν και τότε.
* Ο Μιχάλης Στρατάκης είναι Δημοσιογράφος, με καταγωγή τις Γκαγκάλες της Μεσαράς