Του Αντώνη Κουκλινού
– Καλώς το συμπαθητικό μου, έλεγενε ο μπάρμπα Αλέξαντρος, άμα θελα πάω στο καφενείο, να με κεράσει μνιά γαζόζα η ένα λουκούμι και να μου πει μνιά μαντινάδα.
Καλά καλός μερακλής, τραγουδιστής και νταλκαδιάρης.
Πολλές φορές εβγήκαμε και καντάδα στο χωργιό κι ας ήμουνε μικιός, ήμουνε ο συμπαθητικός του.
– Εμείς οι μερακλήδες είμαστονε συμπαθητικοί άντρες, μού ’λεγε και γελούσανε και τα μουστάκια ντου, άμα θε λα ντακάρω να παίζω μπουκόλυρα ήτονε η καλύτερή ντου.
Ο καφετζής με το χαμόγελο μα και χωρατατζής… με τη ν’ ανάποδη γυναίκα, δε ντη θυμούμαι να χαμογελάσει ποτέ τζη.
Εστρούφιζε τα μουτσούνια τζη, οντε θελα μου βάλει ο μπάρμπα Αλέξαντρος μνιά στάξη ρακή, να κάμομε στσ’ υγεία.
Μα και τσι νύχτες απου επαρείζαμε στο καφενείο, επρόβαιρνε στη πόρτα να μα σε μοτσάρει, γιατί το καφενείο ντου ήτονε οντάς και οντο θελα κάμομε ένα τζαμπάκι χορό, έβγανε σήθρηνος από τα στιβάνια και δε ντη φήναμε να θέσει του ύπνου.
Πάντα χαμογελαστός θε λα τση πει…
– Άμε να θέσεις κοκόνα μου και εμείς εδώ τα αγόρια, θα σου κάμωμε καντάδα.
Ήμουνε ταχτικός πελάτης του γιατί έκανα μαντατοφοργιές.
Ένα δίφραγκο μού ‘διδε ο αφέντης μου και επήγαινα στου Μοτζαλέξαντρου και έπαιρνα οχτώ τσιγάρα Ματσάγκος.
Άνοιγενε τη κούτα, που είχενε μέσα ογδόντα οχτώ τσιγάρα, χύμα, και μού’ διδε οχτώ.
Τά ‘πχιανα στη χούφτα μου σφιχτά, σφιχτά και τα μύριζα, σάμε να του τα πάω.
Η κάθε κίνηση του αφέντη μου, είναι γραμμένη στο μυαλό μου.
Έπχιανε το τζίγαρο από τη μια ν’ άκρα, σάμε τη ν’ άλλη, με τα δαχτύλια ντου και το ν’ έσφιγγε να στρογγυλέψει.
Από τη ν’ άκρα που θελα το νε κεντήσει, εχτύπανε απάνω στο (μ)πακέτο δυό τρείς φορές και έβγανε το τσακουμάκι να τ’ ανάψει.
Το πρώτο νεφέσι απού έσερνε, μετά το φαί η στο (γ)καφέ ντου, το ν’ εκατέβαζε ίσαμε τη φτέρνα.
Δίπλα ντου εκάθουμνε και τάξε πως εκάπνιζα κι εγώ, μαζί ντου.
Βλέπεις ‘’αθώο’’ εκειανά τα χρόνια το κάπνιζμα και θεωρούσμε πως ήτονε αντριγιά ο τσίγαρος.
Αργότερα εβγήκενε το τριάρι, το πεντάρι, το τέλειον, απου ήτονε πλακέ τα (μ)πακέτα με το χρυσόχαρτο.
Με πέμπανε και οι γειτόνοι ταχτικά, να πουσουνίζω τσιγάρα και μου δίδανε μνιά δραχμή φιλοδώρημα και επήγαινα τη μνιά φορά στου Σοφουλογιάννη, την άλλη στση Αθηνάς τση Σπυριδάκενας και έπαιρνα χελιβά στη λαδόκολα.
Έτσά μας τα δίδανε, στη λαδόκολα, οσα ντο (μ)πελτέ.
Ο Μοτζαλέξαντρος κάθα χρόνο, είχενε τάξιμο και εκουβάλιενε νερό, στσι 14 του Σεπτέμπρη στη χάρη του Τιμίου Σταυρού στο Κάρταλο, να ξεδιψούνε οι αθρώποι μετά τη λειτρουγιά.
Αυτός ανέβαζε με το γάιδαρο και τσι γαζόζες στη χορεύτρα, απου εγλεντίζαμε ολημερίς τση μέρας.
Και στη Παναγία στσι Καμπές, τη Παρασκή τση Λαμπρής, πάντα πρώτος.
Μπάρμπα Αλέκο, συμπαθητικέ μου… πάντα σε θυμούμαι, με το μπροτζεργάτη (οδοντογλυφίδα) στα χείλη, να μου χαμογελάς και εδά που σου γράφω, κατέχω το πώς… από έκειά πάνω ψηλά που είσαι, κάνεις τα ίδια, παρέα με τον αφέντη μου…