του Αντώνη Κουκλινού
Οδηγός ήτονε ο Μανώλης και τη μνιά θελα το νε ιδείς ταξιτζή, τη ν’ άλλη στα λωφορεία και πότε, πότε ήκανε και το σωφέρη τση γρά Πελαγιάς.
Γειτόνισσά ντου ήτονε και σα ν’ εμίσεψενε ο μακαρίτης, ήφηκενε το αμάξι σχεδόν ολοκαίνουργιο τση γρά Πελαγιάς.
Συνταξιούχα δασκάλα, επόμεινε ολομόναχη για δε ν’ εκάμανε κοπέλια και εδά στα γεραθιά τζη θέλει πότες, πότες το βολταράκι τζη.
Ετσά λοιπόν έχει το Μανώλη οδηγό να τη πηγαίνει τη μνιά στου γιατρού, τη ν’ άλλη να κάμει το μπανάκι τζη στη θάλασσα, με το αζημίωτο βέβαια.
Οντε θα χρειαστεί πράμα του το λέει ένα δυό μέρες πλιά μπροστά, για να κανονίζει πως θα βολέψει τη μνιά δουλειά με τη ν’ άλλη.
Νοικάρης είναι ο Μανώλης στη διπλανή πολυκατοικία ορφανός κι από τσι δυό γονέους.
Αφέντη δε ν’ εγνώρισε αφού το ν’ έσπειρε κι απώς εξαφανίστηκε.
Η μάνα ντου το ν’ ανάθρεψε ολομόναχη, του στάθηκενε βράχος μνιά ζωή σάμε που μας ήφηκε χρόνους προδομένη από τη καρδιά τζη.
Ταξιτζής το τελευταίο διάστημα, τη μνιά πρωινός, τη ν’ άλλη νυχτερινός εποξεχάστηκε και δε ν’ επήρε χαμπάρι πως είχενε να τη ιδεί μέρες τη γρά Πελαγιά.
Εγιάγερνε στο σπίτι με τα πόδια και σα ν’ ήφταξε στη ν’ αυλή τζη απόξω εκοντοστάθηκε.
Κλειστή η πόρτα και στα παραθύργια κατεβασμένα τα μπατζούργια.
-Ίντα συμβαίνει και θωρώ κλειστά (σκέφτηκε) και χωρίς δεύτερη σκέψη μπαίνει στη ν’ αυλή και τση φωνιάζει.
-Κυρά Δασκάλα…! Κυρά Δασκάλα…!
Αφού δεν ανταποκρίνεται εσίμωσε στη (μ)πόρτα και χτυπά το κουδούνι.
Πράμα δε παίρνει κιαμνιά ν’ απάντηση.
Αμπώθει τη (μ)πόρτα και θωρεί πως είναι ξεκλείδωτη.
Μπαίνει μέσα και ξαναφωνιάζει από δωμάτιο σε δωμάτιο, μα δε γροικά κιανείς.
-Παράξενο πράμα… ίντα εγίνηκε η κερά δασκάλα…!
Ανησύχησε για δε ν’ είναι ούτε στο μπάνιο, ούτε στη κρεβατοκάμαρα και τα κλειδιά τση πόρτας και του αμαξού, είναι απάνω στο κομοδίνο.
Δε χάνει καιρό, κλειδώνει τη (μ)πόρτα και καβαλικεύγει τ’ αμάξι να πάει στου γιατρού απου τη παρακολουθεί, αυτός μπορεί να κατέχει.
Σαν ήφταξε μαθαίνει πως η γρά Πελαγιά είναι άρρωστη στο νοσοκομείο κι αγλακά ντελόγω και πάει.
Μόλις το ν’ είδενε να μπαίνει στο δωμάτιο, εντάκαρε να κλαίει…!
-Πού σαι Μανώλη μου και ήπεσα στο δρόμο κι ευτυχώς εσάλευγα παιδί μου στη ν’ άκρα και δε με πάτησε κιανένα αμάξι.
-Πότες εγίνηκενε ετούτο να πάλι και δε ν’ επήρα χαμπάρι.
-Οψές παιδί μου επήγα να πάρω ψωμί η κακομοίρα και να τα χάλια μου.
-Και πως ήρθες στο νοσοκομείο..;
-Περαστικός ταξιτζής με πήγε στου γιατρού απου κατέεις κι απόης με φέρανε έπαε.
-Το σπίτι ήτονε αξεκλείδωτο… πως ήφηγες και δε ν’ επήρες τα κλειδιά..?
-Ώφου παιδί μου μα επόρισα δυό λεφτά να πάω στο φούρνο και πού να κατέχω πως θελα σωργιαστώ χάμε.
-Κι από στα ν’ οψές δε ν’ ήπεψες κιανένα να κλειδώσει..?
-Εσκέφτηκά το παιδί μου μα λέω πχιός θα πάει και ίντα άθρωπος θα νάναι..?
-Κάτσε να ρωτήξω ίντα γίνεται το γιατρό και θα γιαγείρω.
Ήβρηκε το γιατρό και κουβεδιάσανε τη κατάσταση τζη.
-Η γιαγιά έχει μνιά αστάθεια και θα δούμε ίσως η χαμηλή πίεση, να προκάλεσε τη ζαλάδα και έχασε τις αισθήσεις ξαφνικά.
Πάντως μέχρι αύριο θα μπορεί να γυρίσει στο σπίτι, αλλά θα χρειάζεται να τη προσέξει κάποιος.. η φροντίδα είναι απαραίτητη.
-Καλά γιατρέ θα μιλήσω με τη γιαγιά και θα το κανονίσω.
-Είστε συγγενής..?
-Όχι εγώ είμαι γείτονας, αλλά δεν έχει συγγενείς τουλάχιστον όσο γνωρίζω.
-Μπράβο σας για το ενδιαφέρον που δείξατε, σας τιμάει να ξέρετε.
Σαν έμαθε τη κατάσταση τση Δασκάλας από το γιατρό τση λέει.
-Εκουβέδιασα με το γιατρό… μάλλον χαμηλή πίεση είχες και γι αυτό εζαλίστηκες.
-Τα χάπχια μου τα παίρνω παιδί μου κάθα μέρα, λες να μη μου κάνουνε καλό..?
-Άστο δα ετούτο να, έχομε να κουβεδιάσομε για άλλο πρόβλημα.
-Ώφού… ίντα κοντώ πράμα κακό έχω…?
-Όηηηη δε ν’ έχεις ετσά πράμα… μα εδά θες ένα άθρωπο να σε φροντίσει και ο γιατρός αυτό μού πενε, να βρούμενε μνια γυναίκα να σε σάζει.
-Γιάντα κοντώ στο κρεβάτι θα καταπέσω..?
-Κερά Δασκάλα κατέχεις πως αμοναχή σου δε ν’ είναι εύκολο να τα κάνεις ούλα και θα βρούμε μνιά γυναίκα να ‘ρχεται να σε βοηθά.
-Δε κατέχω μπρέ παιδί μου και που θα πάω να τη γυρεύγω εδά το γληγορότερο.
Ξανοίγει το Μανώλη μέσα στα μάθια με ένα πονεμένο βλέμμα και βγάνει ένα βαθύ αναστεναγμό.
-Άχι πως εξέπεσα στα γεραθιά μου, να μη ν’ έχω άθρωπο να με ξανοίξει.
Γυρίζει ο Μανώλης και τση πχιάνει τη χέρα.
-Έχεις… έχεις μόνο σώπαινε… εγώ θα σε φροντίσω όσο μπορώ, μονό φεύγω δά και αύριο απου θα γιαγείρεις στο σπίτι σου, θα το κουβεδιάσομε.
Τα κλειδιά του σπιθιού βαστώ, μα ήρθα με το αμάξι σου και θα τα πάρεις αύριο για θα ν’ άρθω να σε πάρω, κατά το μεσημεράκι μού πενε ο γιατρός.
-Τη ν’ ευκή μου να χεις παιδί μου και ο Θεός να συγχωρέσει τση μάνας σου και να σου πέψει ένα καλό τυχερό στη ζωή σου, γιατί σαι ορφανό, μα καλό κοπέλι και σου πρέπει.
Ήφηγε ο Μανώλης και το σκέφτεται πολλώ λογιώ πως δα το κάμει να τη βοηθήσει, μα να μη χάσει τη δουλειά ντου.
Εκουβέδιασε με τον άλλο οδηγό, ν’ αλλάξουνε το πρόγραμμα τση βάρδιας ένα δυό μέρες απου να μπορεί να τση σταθεί.
Εσυμφώνησε και το αφεντικό, να του δώσουνε δυο τρείς μέρες άδεια, να πάει αυτός στη θέση ντου και βλέπουνε ύστερα.
Όλα καλά λοιπόν και σα ν’ ήρθε η ώρα τη ν’ άλλη μέρα, ήφερε τη κερά Δασκάλα στο σπίτι.
-Καλώς όρισες στο σπίτι σου γερή και δυνατή κερά δασκάλα… εκανόνισα με τη δουλειά, να σε προσέχω ένα δυό μέρες, απου να βρούμενε άθρωπο να σε προσέχει.
-Μανωλιό μου… γροίκα ίντα εσκέφτηκα παιδί μου… πόσα λεφτά δίδεις εκειέ στο ενοίκιο..?
Ναχε θές νά ‘ρθεις έπαε, μα το σπίτι είναι μεγάλο και θα χεις τη ν’ άπλα σου να μένεις όσο θες… εγώ μόνο τη καλημέρα σου να χω είναι αρκετή.
-Να σαι καλά που το λες, μα το πρόβλημά σου, η καλημέρα μου δε θα στο λύσει, έπαέ χρειάζεται μνιά γυναίκα να σου μαγερεύγει να σου πλύνει και να σε φροντίζει.
-Έλα πρώτα εσυ… φέρε τα πράματά σου να κατέχω πως θα ν’ είσαι έπαέ κοντά μου και ύστερα δα γυρέψωμε και τη δούλα του σπιθιού.
Ο τρόπος απου εζήτηξε του Μανώλη να πάει, το νε συγκίνησε και τό ‘καμε πράξη.
Εμάζωξε τα πράματά ντου, (ντα δε ν’ είχενε μόνο τα ρούχα ντου) και μετακόμισε στση κερά δασκάλας το σπίτι.
Ήβαλε τη σιρμαγιά ντου σ’ ένα δωμάτιο και τού ‘δωκενε το κλειδί τση πόρτας ντελόγω.
-Μανώλη παιδί μου έπαέ δε ν’ έρχεται κιανείς.. το σπίτι είναι δικό σου.. πάρε τα κλειδιά και να βγάλεις ένα αντικλείδι τση μπροστινής πόρτας να το χω, ανε πορίσω κιαμνιά βολά να μπορώ να κλειδώσω.
-Έδα πρέπει να βρούμενε το γληγορήτερο μνια γυναίκα να σε κατασταίνει και να σου μαγερεύγει… αύριο θα πάω να ρωτήξω επαέ γύρω, γύρω στη γειτονιά, μπας και κατέχουνε κιαμνιά.
-Γροίκα μου να σου πω… τα φάρμακα απου πίνω μου κάμανε καλό, ο γιατρός άλλαξε τη δόση και μου φαίνεται πως πάω πλιά καλά, μόνο άστο να ιδούμενε πρώτα πως θα τα πάω.
-Εγώ εκανόνισα δυό τρείς μέρες να μη πάω στη δουλειά για ετούτο να το πράμα… ξάσου ότι θες δα κάμωμε.
-Ναι παιδί μου άστο να ιδούμενε αύριο πως θα ν’ είμαι κα θα σου πω.
Με τούτα και με κείνα, η κερά Δασκάλα δε ν’ εχρειάστηκενε το γληγορήτερο βοήθεια.
Ενετσούλωσε και με τη παρέα του Μανώλη έκανε ούλες τσι δουλειές τση.
Εμαγέρευγε και το ν’ ανήμενε να ‘ρθει στο σπίτι να φάνε παρέα, με το που ήρθενε τη θωρεί να του σιντερώνει τα ρούχα ντου και τση μάνιζε.
-Δε ν’ είπαμε πως δε θα κάνεις ούλες τσι δουλειές αμοναχή σου..? κατέχω και να πλύνω και μαγερεύγω…!
-Εεεεε και να κάτεχες πως ενετσούλωσα και είσαι Μανώλη παιδί μου αφορμή εσύ… εγώ δε σε θεωρώ ξένο… σα ντο γιό μου απου δε ν’ είχα σε θωρώ και σε φροντίζω.
Η κερά Δασκάλα ούλο τον καιρό απου τση κάνει το σωφέρη, είδενε με ίντα άθρωπο είχενε να κάμει και το ν’ έχει ‘’γραδάρει’’ για τη ν’ αθρωπχιά ντου.
Απάνω απου εκάτσανε να φάνε, χτυπά το κουδούνι τση πόρτας.
-Άμε παιδί μου να ιδείς πχιός είναι…!
Ανοίγει τη πόρτα και μπαίνει ο σπιτονοικοκύρης του μέσα φουργιόζος…!
-Μανώλη… δε ντό καμες καλά… χωρίς να μου πείς μνιά κουβέντα εσηκώθηκες κι ήφυγες από το σπίτι και ήδωκες τα κλειδιά τση γυναίκας μου… ετσά κάνεις εσύ τσι δουλειές σου..?
-Ίντα θες να πείς… χρωστώ σου λεφτά και παρεξήγησες..? έκτακτη ανάγκη με ανάγκασε να φύγω… ανε το κάτεχα θελα στο πω πλιά μπρος μα ήφυγα βγιαστικά…!
-Ίντα βγιάση μου λες εδά Μανώλη… εσπίτωσέ σε η γριά και μου λες για έκτακτη ανάγκη..?
Μόλις ήκουσε τα λόγια του γείτονα η κερά Δασκάλα, εσηκώθηκε απάνω…!
-Σα δε ντρέπεσε κύριε Μιχάλη…! Ίντα κουβέντες είν’ αυτές που λες του Μανώλη..? το νε σπίτωσα..? σ’ ούλη τη ζωή μου δε ν’ εβρέθηκε άθρωπος να με προσβάλει κι εδά ογδόντα χρονώ γυναίκα, λες ετσά κουβέντες μπροστά στο ν’ άθρωπο…?
-Εγώ τσι λέω μόνο..? ούλοι το τσουτσουρίζουνε πως σ’ έχει από κοντά, για να σου τα τρώει…!
-Τι λέτε κύριε Μιχάλη..? Ντροπή σας…! Η μόρφωσή μου δεν μου επιτρέπει να σας απαντήσω… ειλικρινά σας λυπάμαι… λυπάμαι εσένα και όσους σκέφτονται όλα αυτά που λέτε…!
Ο Μανώλης άνοιξε τη (μ)πόρτα και του κάνει…!
-Σάλευγε στο σπίτι σου και κάτσε να σκεφτείς ίντα κουβέντες ήρθες επαέ να μα σε πείς απόψε… το μόνο που μπορώ να σου πω είναι πως δε ν’ έχω την ανάγκη να αποδείξω σε κιανένα σας πχιός είμαι… ετσέ κι αλλιώς άδικος κόπος θα νε αφού με κατέχετε ούλοι σας…!
Σα ν’ ήφηγε και σφάλιξε τη (μ)πόρτα, στεναχωρημένος λέει τση κερά Δασκάλας…!
-Δε ντο περίμενα πως οι αθρώποι σκέφτουνται ετόσονα πρόστυχα… ετσέ μού ‘ρχεται να πα να βρω σπίτι να φύγω εντελώς, από τη γειτονιά..εσιχάθηκα λόγω τιμής.
-Όηηηη δε θα πας πουθενά παιδί μου, εγώ κατέχω να τσι βάλω στη θέση ντος αύριο θα ιδείς…!
Σα ν’ εξημέρωσε ο Θεός τη μέρα, ο Μανώλης δε πάει στη δουλειά σήμερο πρωί γιατί πχιάνει απόγευμα και καθίζει στη βεράντα να πχιούνε καφέ, παρέα με τη κερά Πελαγία.
Παρατηρούνε πως οι γείτονες ξανοίγουνε περίεργα από τα μπαλκόνια και με τσι κουβέντες τσι ψεσινές, εκαταλάβανε πως όντως τα πράματα είναι όπως τα κούσανε από το Μιχάλη.
-Κερά Πελαγία… εντάκαρα να χάνω πάσα ιδέα για το (γ)κόσμο το ν’ απάνω…! Και κατέχεις πως ετονά το πράμα με στενοχωρεί και οληνύχτα δε ν’ εκοιμήθηκα.
-Παιδί μου άκουσε να σου πω… μην επιτρέψεις ποτέ σου, η γνώμη του άλλου, να καθορίζει τη ζωή σου… δε θα ζεις για σένα αλλά για τους απόξω…! Εγώ είμαι γριά γυναίκα και δε μπορεί κιανείς να σε πει ανήθικο, ούτε κλέφτη για δε ν’ έκλεψες κιανένα… πχιέ το (γ)καφέ σου και έχομε να πάμενε κάπου μαζί… ετοίμασε το αμάξι.
Η κερά Δασκάλα του πενε πως έχει τηλεφωνήσει από στα ν’ οψές, να πάνε σ’ ένα δικηγόρο, για να κανονίσουνε μνιά υπόθεση και θέλει να ναι παρόν κι ο ίδιος.
Σα ν’ εμπήκανε στου δικηγόρου τσι υποδέχτηκενε ο ίδιος στο ραντεβού.
-Καλώς τη κυρία Δασκάλα… ελάτε σας περίμενα ο ίδιος όπως μου ζητήσατε… σας ακούω.
-Ακούστε με προσεκτικά, τι θέλω να κάμω και να αναλάβετε όλες τις διαδικασίες εσείς προσωπικά και όχι κάπχιος άλλος του γραφείου σας.
-Πολύ ωραία ότι θέλετε… πείτε μου…!
-Το παιδί που βλέπεις, λέγεται Μανώλης… , μένει μαζί μου και είναι ορφανός από γονείς… θέλω λοιπόν να τον υιοθετήσω πρώτον και στη συνέχεια θα αναλάβετε να του γράψω τη περιουσία που διαθέτω στο όνομά του, όταν θα αποδημήσω εις Κύριον να ξέρω πως έκαμα καλό σ’ ένα καλό και φτωχό παλικάρι.
Ο Μανώλης επόμεινε με το στόμα ανοιχτό…!
-Κερά Δασκάλα..εγώ…!
Δε ν’ επρόλαβε να πεί άλλη λέξη και τον αποστόμωσε…!
-Κεργιά και λιβάνια… Μάνα θα με λες από δά και πέρα Μανώλη… Μάνα γροικάς ΜΑΝΑΑΑΑ…! Πέτο να σ’ ακούσω πέ μου τοοο…!
Ήπεσε στα πόδια τζη και τση φίλιενε τα χέργια..!
-Ναι Μάνα μου θα σε λέω Μάνα μου…!!! μα γροίκα… μη μου γράψεις πράμα, εγώ δε θέλω γραφτά για να σε λέω μάνα μου, ετσά σε νοιώθω κι ας μη ντο κάτεχες…!
-Δικηγόρε… κάμε εκειονά απου είπαμε και ότι χρειαστείς το τηλέφωνό μου το κατέχεις…!!!
Απλά μόλις επικυρωθεί η υιοθεσία θέλω ντελόγω το χαρτί, να το τρίψω στη μούρη ορισμένω, απου ετολμήσανε να μα σε βάλουνε στσι μπούκες τως…!
Εγέλασε ο δικηγόρος λέγοντας…
-Οι γνωστές κακές γλώσσες τση γειτονιάς να υποθέσω…! Μην ασχολείστε καθόλου… δεν βγάζετε άκρη ποτέ και χαλάτε αδίκως τη ψυχολογία σας…!
-Έξυπνος και μορφωμένος άθρωπος είσαι και καταλαβαίνεις…! Τολμήσανε να πούνε πως εσπίτωσα το ν’ άθρωπο και μου τα τρώει… ακούς εκειέ πράματα..?
-Ναι αυτό κατάλαβα από τα λεγόμενά σας, αλλά σας ξαναλέω μην ασχλείστε…!
Φεύγοντας από το γραφείο την ώρα που άνοιγε τη (μ)πόρτα τση Δασκάλας να μπεί στ’ αμάξι, τση λέει…!
-Έλα Μάνα έμπα να πάμενε μνιά βόλτα σάμε τη θάλασσα, να πάρεις το ν’ αέρα σου…!
Γυρίζει και τονε ξανοίγει μέσα στα μάθια δακρυσμένη…!
-Αχι και να κάτεχες εδά ίντα χαρά μου ‘δωκες…! Δε ξεπλερώνεται, με ούλα τα καλά του κόσμου, κατέχεις το ετονά το πράμα..?
-Άντες να κάμωμε τη βόλιτα μας κι απος θα σε ‘φήσω στο σπίτι, να πάω για δουλειά…!
Έφυγε στ’ αλήθεια ένα βάρος από μέσα ντος…!
Στο γιαγερμό οντε ν’ εφτάξανε στο σπίτι, παρατηρεί το ίδιο σκηνικό… ήβαλε το αμάξι στη θέση ντου και πχιάνει απου τη χέρα τη κερά Δασκάλα ν’ ανεβεί το κατώφλι τση πόρτας… θωρεί λοιπόν από τα γύρω μπαλκόνια κι εξανοίγανε οι κουτσομπόλες έτοιμες για σούσουρο…!
Δε ν’ εδώκανε κιαμνιά σημασία… όπως είπενε κι ο Δικηγόρος, άστους να βράζουνε στο ζουμί ντος…!
Ογλήγορα όμως εμαθεύτηκε πως ο Μανώλης εκτός από γιός στα χαρθιά τση κερά Δασκάλας, είναι και κληρονόμος και όχι μόνο αυτό, επουλήσανε το αμάξι και εδά έχει δικό ντου ταξί.
Ο Μανώλης από φαμέγιος εδά είναι αφεντικό, με τη βοήθεια τση κερά Πελαγιάς απου ήδωκε τα λεφτά για τη ν’ άδεια.
Την έχει στα ώπα, ώπα με τσι βόλτες τση και τα μπανάκια τζη.
Εγνώρισε και μνιά καλή κοπελιά και ετοιμάζουνται σε μνιά ολιά καιρό για γάμους.
Η κερά Δασκάλα είναι κουζουλαμένη γιατί, τη ν’ έχει στο σπίτι μαζί με το Μανωλιό και θωρεί πως εταιργιάξανε τα χνώτα ντος και θα κάμουνε καλή ζωή.
Η κοπελιά είναι από φτωχή οικογένεια, μα το τυχερό του κάθε αθρώπου κιανείς δε ντο γνωρίζει.
Ο Μανώλης έχει βάλει στο τιμόνι οδηγό το ν’ αφέντη τση κοπελιάς και μοιράζουνται τσι ώρες στο ταξί.
Σμίγουνε ούλοι μαζί για φαί τα μεσημέργια στση κερά δασκάλας το σπίτι, με τη (γ)κοπελιά να χει μαγερεμένα και νοικοκυρεμένα στην εντέλεια.
Δε τζη ξελείπει και η παρέα, οντε λείπουνε οι γ’ άντρες απου το σπίτι και η ζωή τζη άλλαξε εντελώς…. Ύστερα από χρόνια νοιώθει ευτυχισμένη και γεμάτη.
Απ ότι φαίνεται, ογλήγορα θα χει και εγγονάκι, γι αυτό θα κάμουνε το γάμο πλιά μπροστά απου τη γέννα.
Στη γειτονιά όσοι εβγάνανε χολή με τα σούσουρα και τ’ ανεκατερά, εδά τσ’ ακριβο-καλημερίζουνε από τα μπαλκόνια γύρου, γύρου και ο σπιτονοικοκύρης αναγκάστηκε να ζητήξει γονατιστός συγνώμη του Μανώλη, λέγοντας πως ήκαμε λάθος εκτίμηση.
Ο κόσμος είναι ετσά… και δε ν’ αλλάσει όσα χρόνια κια περάσουνε.
Ένα μεσημέρι η κοπελιά είχενε έτοιμο στρωμένο το τραπέζι και ανημένανε το ν’ αφέντη τζη από τη δουλειά, να ‘ρθει να φάνε.
Σά ν’ ήρθενε και κάτσανε στο τραπέζι, εσηκώθηκε ο Μανώλης και πάει δίπλα στη κερά Δασκάλα, γονατίζει και τση φιλεί τα χέργια.
-Πεντάρφανος ήμουνε και μ’ έκαμες γιό σου…!!!
Τη ν’ αγκαλιάζει σφιχτά κλαίγοντας… και πάει δίπλα στου πεθερού.
-Πατέρα δε ν’ εγνώρισα στη ζωή μου κι εδά σ’ έχω Πατέρα μου..! ότι στερήθηκα μικιός, εδά τά ‘χω και τα χαίρομε, μα αν έλειπε αυτή η Άγια γυναίκα δε γατέχω αν’ ήμουνε ικανός να κάμω καταδιά στη ζήση μου.
Αγκαλιάζοντας τη (γ)κοπελιά ντου απου έκατσε δίπλα τζη να φάνε, τω σε κάνει…
-Ήθελα να σας το πω να το κατέχετε, πως είσαστονε η ζωή μου, η οικογένειά μου, που δε ν’ είχα…!!!
-Παιδί μου (κάνει η κερά Δασκάλα) στη ζωή μου είχα το ν’ άντρα μου, δάσκαλος κι αυτός, και έζησα καλά χρόνια δε λέω… μα εδά θέλω να κατέχεις πως ζώ κι εγώ την οικογένεια που δεν είχα… δε ν’ είχα ένα γιό, μνια θυγατέρα και δε ν’ είχα ποτέ μου ακουστά να με φωνιάζουνε Μάνα…! Και εδά σε μνιά ολιά καιρό, θα με φωνιάζουνε και γιαγιά…!!!
Ίντα άλλο να ζητήξω του Θεού..? αυτός μού πεψε τα αγαθά κι εγώ τα μοιράστηκα όπως έπρεπε… για να χω κι εγώ μνιά οικογένεια να μου σταθεί, γιατί μαι και γριά γυναίκα…!
-Έλα κόρη μου…! κένωσε παιδί μου να φάμε γιατί ο πατέρας σου είναι κουρασμένος… άντε να μη ξαργούμε…!
-Μανωλιό παιδί μου, άμε να βάλεις κρασί στη κανάτα να πχιούμενε για το καλό…!
Οικοδέσποινα καλή η κερά Δασκάλα και μορφωμένος άθρωπος όπως είναι, έβαλε κάτω τη κατάστασή τζη και μοίρασε το ψωμί τσ’ αμοναξάς τση δίκαια.
Η ζωή δε ν’ έχει αδιέξοδα… εμείς τα δημιουργούμε…