Γράφει ο Νίκος Καζαντζάκης για τον Άγιο Μηνά του Μεγάλου Κάστρου:
«Δεν ήταν μονάχα άγιος ο Αι-Μηνάς για τους Καστρινούς, ήταν ο καπετάνιος τους· καπετάν Μηνά τον έλεγαν και του πήγαιναν κρυφά τ’ άρματα τους να τα βλογήσει· κι ο πατέρας μου του άναβε κερί, κι ο Θεός ξέρει τι θα του ’λεγε και τι παράπονα θα του ’χε που αργούσε να λευτερώσει την Κρήτη.
Αυτός ήταν ο καπετάνιος των χριστιανών· κι ο Χασάνμπεης, ο αιμοβόρος χριστιανομάχος, ήταν γείτονας του, κολλητά στην εκκλησιά ήταν το κονάκι του, και μια νύχτα άκουσε χτύπους στον τοίχο, απάνω από το κρεβάτι του· κατάλαβε, ήταν ο Αι-Μηνάς που τον φοβέριζε, γιατί ίσια ίσια τη μέρα εκείνη είχε κατασκοτώσει στο ξύλο ένα χριστιανό. Είχε θυμώσει λοιπόν ο καπετάν Μηνάς και του χτυπούσε τώρα τον τοίχο. Σήκωσε κι ο Χασάνμπεης τη γροθιά του κι άρχισε να χτυπάει κι αυτός τον τοίχο. «Ε, ε γείτονα, του φώναξε, έχεις δίκιο· ναι, μα την πίστη μου, δίκιο· μα μη μου καταχτυπάς τον τοίχο, κι εγώ θα σου φέρνω κάθε χρόνο δυο ασκιά λάδι για το καντήλι σου κι είκοσι οκάδες κερί, να μερώσεις. Γειτόνοι είμαστε, μη μαλώνουμε!» Κι από τη μέρα εκείνη ο σκύλος ο Χασάνμπεης πέμπει στη γιορτή του Αι-Μηνά, στις 11 του Νοέμπρη, το δούλο του και ξεφορτώνει στην αυλή της εκκλησίας δυο ασκιά λάδι κι είκοσι οκάδες κερί· κι ο Αι-Μηνάς δεν του ξαναχτύπησε τον τοίχο».
(Αναφορά στον Γκρέκο)
«…ο λεβεντόγερος προστάτης του Μεγάλου Κάστρου, Αϊ-Μηνάς. Έκανε κι απόψε τη βόλτα του… Κι άμα τελέψει τη βόλτα του, χαράματα πια, γυρίζει πάλι στο κόνισμά του, και κανένας δε θα καταλάβαινε τι μυστήρια γίνουνται την πάσα νύχτα, αν δεν έβρισκε ο καντηλανάφτης, ο Μούρτζουφλος, το πρωί, το άλογο του Αϊ-Μηνά ιδρωμένο.»
(Ο Καπετάν Μιχάλης)