Του Πέτρου Μηλιαράκη*
Με το παρόν κείμενο θέλω να διατυπώσω μερικούς προβληματισμούς μου για το ρόλο της Τουρκίας στη σημερινή εποχή, αναφορικώς με του «που» κατευθύνει τις πολιτικές της. Κατά την άποψή μου υπάρχει ένας «νεοθωμανισμός» και το κυριότερο μία μεταβολή πολιτιστικού επιπέδου προς τα «ισλαμικά πρότυπα». Δηλαδή η Τουρκία από κοσμική χώρα μεταπίπτει σε μια «θεοκρατούμενη» χώρα, μακράν του δυτικού πολιτισμού!
Εάν δε, δεν εξετάσουμε την Τουρκία υπό την οπτική αυτή, θα είμαστε μακριά από το να χαράσσουμε σωστές πολιτικές. Επίσης, το «κρίσιμο ζήτημα» που εγείρεται αφορά στο κατά πόσον η Τουρκία με τη λήξη του «Ψυχρού Πολέμου» , έχει δικαίωμα να διεκδικεί γεωπολιτικά ό,τι διεκδικούσε τότε.Κατακλείδα δε του παρόντος κειμένου μου είναι ότι πρέπει να υποβαθμιστεί η Τουρκία σε ό,τι διεκδικεί στον ευρύτερο χώρο! Ας δούμε όμως τα πράγματα απο τη σωστή διπλωματική σκοπιά. Ασφαλώς δε επειδή το κείμενο μου αυτό δεν είναι σύντομο, ζητώ από τον αναγνώστη κατανόηση.
- Η ΕΛΛΕΙΨΗ «ΣΤΑΘΕΡΩΝ» ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ
Ειδικότερα, στον παρόντα χρόνο, η εξωτερική πολιτική δεν αναφέρεται σε «σταθερά πεδία» σε μια εποχή παγκοσμιοποίησης, όπου το κάθε κράτος επανατοποθετείται στην παγκόσμια σκακιέρα και οι σχέσεις των κρατών έχουν παύσει να έχουν μονοσήμαντη σχέση. Αντιθέτως, υπάρχουν αλληλοεπιδράσεις και «συμμαχίες», παρά την ύπαρξη βασικών εσωτερικών αντιθέσεων (βάσης και εποικοδομήματος). Έτσι, στις παρούσες συνθήκες η μονοσήμαντη εξωτερική πολιτική εξ ανάγκης παραχωρεί τη θέση της σε μια περίπλοκη και πολυσήμαντη με ιδιαιτερότητες πολιτική, η οποία επιβάλλει αναθεώρηση κατάλοιπων του παρελθόντος.
Ωστόσο, πρόκριμα των πολιτικών στο επίπεδο και στο πλαίσιο του σύγχρονου νομικού και πολιτικού πολιτισμού είναι η αυστηρή τήρηση των κανόνων της διεθνούς έννομης τάξης, με κυρίως προστατευόμενο έννομο αγαθό την αξία και αξιοπρέπεια του ανθρώπου, ειδικότερα απέναντι στον σκοταδισμό και στον οποιοδήποτε φονταμενταλισμό, που, αντί να αναβαθμίζει την αξία του ανθρώπου, τον καθιστά «μέσο» για την επίτευξη άλογων στόχων.
Με τούτα τα δεδομένα, διερωτάται κανείς εάν και κατά πόσον ακόμη και τα λεγόμενα «think tanks» των ΗΠΑ, που κατά κανόνα επηρεάζουν τις διεθνείς διακρατικές σχέσεις, την παγκόσμια ασφάλεια αλλά και το διεθνές εμπόριο, έχουν αναπροσαρμόσει και επανεξετάσει τις πολιτικές τους.
- ΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΤΟΥ «ΠΑΛΑΙΟΥ ΔΟΓΜΑΤΟΣ»
Η ίδρυση της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας (ΝΑΤΟ) στον χρόνο συγκρότησής της (1949) ήταν ατελής, χωρίς την ύπαρξη δύο όμορων κρατών, ήτοι της Ελλάδας και της Τουρκίας. Αξιοπρόσεκτο δε είναι πως ακριβώς αξιολογήθηκε (σε ιδεολογικοπολιτικό αλλά και στρατηγικό επίπεδο) αυτή η κοινή είσοδος των συγκεκριμένων κρατών από τον (τότε) υπουργό των Εξωτερικών των ΗΠΑ Ντιν Άτσεσον.
Ο τότε Αμερικανός αξιωματούχος τοποθετήθηκε, σύμφωνα με τα «αρχεία» της εποχής, ως εξής: «Η εισδοχή των δύο χώρων δε θα συντελέσει μόνον εις την ενίσχυσιν της ιδικής των ασφαλείας, αλλά και των άλλων χωρών του Συμφώνου, περιλαμβανομένης και της ιδικής μας. Αρκεί να ρίξωμεν ένα βλέμμα εις τον χάρτην, διά να είδωμεν ποία είναι η στρατηγική σημασία των δύο χωρών…Είναι δε γνωστή η απόφασις της Ελλάδος και της Τουρκίας να διατηρήσουν την ελευθερίαν και ανεξαρτησίαν των και να αναπτύξουν περαιτέρω τη δύναμίν των εις αποφασιστικόν φράγμα εναντίον του επιθετικού κομμουνισμού, ιδιαιτέρως εις την Μέσην Ανατολήν».
Αυτό ήταν το δόγμα της εποχής. Για την πληρότητα, όμως, του ιστορικού και πολιτικού λόγου θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τα παρακάτω:
Στις 30 Δεκεμβρίου 1922 σχηματίστηκε η Ένωση των Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (ΕΣΣΔ) με την ενοποίηση της τότε Ρωσικής Σοβιετικής Ομοσπονδιακής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας με τις αντίστοιχες Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες της Ουκρανίας, της Λευκορωσίας και της Υπερκαυκασίας.
Η διαδικασία αυτή συνεπαγόταν ριζική ιδεολογικοπολιτική ανατροπή όχι μόνο στον ευρωπαϊκό αλλά και στον παγκόσμιο χώρο. Παραλλήλως τα στρατηγικά συμφέροντα της Ρωσίας, που από το 1721 υπό την ηγεσία του Μεγάλου Πέτρου, εκτείνονταν από τις ακτές της Βαλτικής (εξού λόγου και η νέα πρωτεύουσα του κράτους, η Αγία Πετρούπολη), συνδυαζόμενα με τις μεταρρυθμίσεις της εποχής εκείνης, έφεραν σημαντικές δυτικοευρωπαϊκές πολιτιστικές επιρροές στη χώρα. Ειδικότερα, από την εποχή της βασιλείας της Μεγάλης Αικατερίνης (1762-1796), η Ρωσία βρέθηκε στο απόγειο της δύναμής της, ενώ η εποχή αυτή έμεινε στην ιστορία ως η εποχή του «Ρωσικού Διαφωτισμού». Υπ´όψιν , δε, ότι η Μεγάλη Αικατερίνη επέκτεινε τον πολιτικό έλεγχο της Ρωσίας στην Πολωνο-Λιθουανική Κοινοπολιτεία και ενσωμάτωσε το μεγαλύτερο μέρος εδαφών της μετά τον διαμελισμό ανάμεσα στη Ρωσία, την Πρωσία και την Αυστρία, οπότε τα σύνορα της Ρωσίας έφτασαν στην Κεντρική Ευρώπη.
- ΟΤΑΝ Η ΡΩΣΙΑ ΚΑΘΟΡΙΖΕ ΤΟ «ΧΑΡΤΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ»
Όταν δε ο τσάρος Αλέξανδρος ο Α’ (1801-1825) απέσπασε τη Φινλανδία από το Βασίλειο της Σουηδίας το 1809, και τη Βεσσαραβία από τους Τούρκους το 1812, οι Ρώσοι αποίκισαν την Αλάσκα στη Βόρεια Αμερική και δημιούργησαν εγκαταστάσεις έως και την Καλιφόρνια!
Ιδού γιατί στο Συνέδριο της Βιέννης η Ρωσία, εκπροσωπούμενη από τον Τσάρο Αλέξανδρο τον Α’, καθόρισε τον «Χάρτη της Ευρώπης» για τα επόμενα χρόνια. Το ίδιο άλλωστε έπραξε και ο Στάλιν όταν έδωσε στον Τσόρτσιλ το «χαρτάκι διανομής» του «μεταπολεμικού κόσμου»!
Για να ορθοτομούμε, όμως, τον λόγο της αλήθειας, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (1941-1945), η τότε Σοβιετική Ένωση πρόσφερε στον βωμό της νίκης του πολέμου το 1/3 του συνόλου των θυμάτων του παγκόσμιου αυτού πολέμου με περίπου 16 εκατομμύρια νεκρούς. Ιστορικό δεδομένο είναι, δε, ότι η λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έφερε τον λεγόμενο «Κόκκινο Στρατό» στο «κέντρο της Ευρώπης», διαμοιράζοντας την ηπειρωτική Ευρώπη σε Ανατολική και Δυτική – αν και το (τότε) μοίρασμα ήταν ήδη συμπεφωνημένο.
Ωστόσο, τίποτα δεν εμπόδισε τους συμμάχους να αναπτύξουν μεταξύ τους σοβαρή αντιπαλότητα, διαμορφώνοντας την περίοδο του λεγόμενου «Ψυχρού Πολέμου».
- Η ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΤΟΥΡΚΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΡΟΠΟΛΕΜΙΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ
Η περίοδος του «Ψυχρού Πολέμου» υποχρέωσε ταυτοχρόνως δύο γείτονες χώρες, την Ελλάδα και την Τουρκία, να συμμετάσχουν στο «ψυχροπολεμικό κλίμα», στο πλαίσιο της Συμμαχίας του ΝΑΤΟ, προσδεδεμένες στο άρμα των ΗΠΑ. Η ταυτόχρονη ένταξη Ελλάδας-Τουρκίας στη Βορειοατλαντική Συμμαχία (1952) αναγνώριζε εξ αντικειμένου τα γεωπολιτικά δεδομένα εκάστης χώρας, οπότε η κάθε μία απ’ αυτές τις γείτονες χώρες συνεπαγόταν και διαφορετικούς ρόλους. Ρόλους που η Τουρκία παγίως αξιοποιεί και η Ελλάδα δίδει μαθήματα «καλού παιδιού»!
Πέραν αυτού, οι πρόνοιες της Ατλαντικής Συμμαχίας έναντι του «αντι-ΝΑΤΟ» ή άλλως του «Συμφώνου της Βαρσοβίας» οφείλονταν τόσο στην ιδεολογικοπολιτική αντιπαλότητα ανάμεσα στους δύο «αντιμαχόμενους κόσμους» , όσο και κυρίως στην επιρροή της τότε ΕΣΣΔ σε παγκόσμια κλίμακα. Υπόψη ότι το «Σύμφωνο της Βαρσοβίας» ιδρύθηκε το 1955 λόγω της «επαναστρατιωτικοποίησης» της (τότε) Δυτικής Γερμανίας και της ένταξής της στο ΝΑΤΟ.
Στα προαναφερόμενα, άξιο επισημείωσης είναι ότι η «σύμμαχος» Τουρκία ουδεμία εμπλοκή είχε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ακούς όμως να γίνεται το «χαϊδεμένο παιδί της Δύσης»…
- Η ΜΕΤΑΨΥΧΡΟΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
Όταν ο ιστορικός κύκλος της Οκτωβριανής Επανάστασης έκλεισε με την υποστολή της «Κόκκινης Σημαίας» στις 15 Δεκεμβρίου 1991, η «νέα εποχή» επέβαλε νέα διανομή των αγορών και των θαλάσσιων ζωνών. Εξ ού λόγου άλλωστε οτι δεν είναι καθόλου τυχαίο, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση στις 10 Δεκεμβρίου 1998 ενσωμάτωσε στο «κοινοτικό-ενωσιακό κεκτημένο» το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS-United Nations Convention of Law of the Sea).
Έτσι, από το ιδεολογικοπολιτικό πεδίο τα πράγματα μετατέθηκαν αμιγώς όχι μόνο στη νέα διανομή των αγορών, αλλά λόγω των εξελίξεων που αφορούν Αποκλειστικές Οικονομικές Ζώνες τα πράγματα μετεξελίχθηκαν σε νέα σύγκρουση συμφερόντων. Ταυτοχρόνως, ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός, που προέρχεται από το Ισλάμ, έφερε και τη λεγόμενη «σύγκρουση πολιτισμών», περιπλέκοντας ευρύτερα πολιτιστικά, κοινωνικά και ιστορικά στοιχεία σε μια «ιδιόμορφη διένεξη», ενός πράγματι παγκοσμιοποιημένου περιβάλλοντος, όχι μόνο στην οικονομία αλλά και στον πολιτισμό.
- ΥΠΟΒΑΘΜΙΣΗ ΑΡΜΟΖΕΙ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ
Το πρώτο ζήτημα που εγείρεται είναι, παρά το γεγονός ότι η σημερινή Ρωσία είναι πράγματι μια Υπερδύναμη (όποιος το αμφισβητεί είναι εκτός τόπου και χρόνου-άλλωστε δεν αμφισβητείται), εάν και κατά πόσον έχει τα γεωπολιτικά δεδομένα της τότε Σοβιετικής Ένωσης, έτσι ώστε η Τουρκία να θεωρείται ο απαραίτητος χώρος γεωπολιτικής αξιοποίησης και εκμετάλλευσης από τους λεγόμενους «δυτικούς συμμάχους» και κυρίως από τις ΗΠΑ, πολλώ δε μάλλον όταν η σύγχρονη πολιτική που ακολουθείται από την Άγκυρα, είναι κατά το μάλλον και μάλλον φιλικά διακείμενη προς τη Μόσχα και αντιστρόφως!
Η ορθή τοποθέτηση την οποία οφείλουν να κάνουν οι Αμερικανοί Σύμμαχοι του Πενταγώνου, του Λευκού Οίκου, του Στέϊτ Ντιπάρτμεντ, αλλά και των Βρυξελλών είναι ότι η σημερινή Ρωσία πρέπει να αντιστοιχηθεί ως προς τις επιρροές της (ή όχι) σε σχέση με τις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες.
ΣΥΝΕΠΩΣ: θα πρέπει να αξιολογηθεί ο σημερινός γεωπολιτικός ρόλος της Τουρκίας κατά πόσον είναι ο αντίστοιχος της «ψυχροπολεμικής περιόδου» σε «αντιπαράθεση» με: 1) την Αρμενία, 2) το Αζερμπαϊτζάν, 3) τη Λευκορωσία, 4) την Εσθονία, 5) τη Γεωργία, 6) το Καζακστάν, 7) το Κιργιστάν, 8) τη Λετονία, 9) τη Λιθουανία, 10) τη Μολδαβία, 11) το Τατζικιστάν, 12) το Τουρκμενιστάν, 13) το Ουζμπεκιστάν και 14) την Ουκρανία που αφορούσαν στην τότε ΕΣΣΔ.
Το ότι δε η Τουρκία διεκδικεί θαλάσσιες ζώνες που δεν της ανήκουν, που αυθαιρέτως μάλιστα τις αποκαλεί και «γαλάζιες πατρίδες» , στον πολιτισμένο κόσμο της Δύσης ανήκει η αντιμετώπιση αυτής της νομικής και πολιτικής αυθάδειας!
Κατά το μέρος δε που αφορά στην Ελλάδα, πρέπει κάποτε να γίνει αντιληπτό ότι το νέο δόγμα του νέο ισλαμισμού και νεοθωμανισμού της Τουρκίας, δεν έχει σχέση με την διπλωματία, τις Διεθνείς Συνθήκες και το Διεθνές Δίκαιο. Επίσης άνευ αντικειμένου είναι η όποια «συνεννόηση’ υπό το καθεστώς απειλής χρήσης πολεμικής βίας.
Η απάντηση στην τουρκική νομική και πολιτική αυθάδεια είναι μία και μόνο μία: η διπλωματία της ισχυρής αποτρεπτικής ισχύος και η αδιαμφισβήτητη απόφαση να χρησιμοποιηθεί όπου και όταν απαιτηθεί!
* Ο Πέτρος Μηλιαράκης δικηγορεί στα Ανώτατα Ακυρωτικά Δικαστήρια της Ελλάδας και στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια του Στρασβούργου και του Λουξεμβούργου (ECHR και GC – EU).