Του Μιχάλη Στρατάκη*
Πρώτο αυγουστιάτικο μεσημέρι, με κάψα που εσκούσε τση τζιτζίκους, επύρωνε τση πέτρες κι εντάλωνε τα μάθια μου, αναγκάζοντας με να τα καμνιώ για να θωρώ.
Ερχόμουνε από το Γάζι στη Ρογδιά και στον Αλμυρό είδα στη ζερβή μου μπάντα το αμπέλι.
Παραδοσιακό αμπέλι, από τα παλιά, με τση κουρμούλες χαμηλοκουρεμένες, με τον οψιγιά στην απάνω γωνιά και με τα σουλτανιά σταφύλια, ίδια κεχριμπάρια να κρέμονται όχι από τέλια και κρεβατίνες, μα από τσ’ αμασκάλες των κλιμάτων και να κοντοσιμώνουνε στο χώμα που τ’ ανάθρεψε, για να το προσκυνήσουνε.
Έστεσα τ’ αμάξι και εκατέβηκα.
Εβουλιάξανε τα πόδια μου στο ασπρόχωμα, μα δε μ’ ένοιαξε μπίτι.
Ολομόναχος ήμουνε και δε μ’ ένοιαζε άμα με θώριε κιανείς και ξεγιβεντιζόμουνε.
Ασκιανός δεν υπήρχε ποθές, εξόν κάτω από τση κουρμούλες.
Εσύρθηκα ωσάν τον όφι κι έκατσα, μισός όξω και μισός μέσα στο λιοπύρι.
Στο μάγουλο μου εκούμπα ένα οκαδιάρικο σταφύλι λες και πάλευε να σιμώσει στη μπούκα μου.
Έκοψα μια ρόγα με τα τρία δαχτύλια τση δεξάς απαλάμης μου, σαν όπως τα σμίγω άμα κάνω το σταυρό μου ομπρός στα κονίσματα και την έβαλα στη μπούκα μου.
Γλυκόξυνη ήτανε, θένε ακόμη κάμποσες μέρες να γινωθούνε τα σταφύλια, μα δεν εμπόρουνα και ν’ αρνηθώ το τρατάρισμα τση κουρμούλας.
Εσφάλιξα τα μάθια μου και μόλαρα το νου μου λεύτερο σαν το ξεκαπίστρωτο πουλάρι να πισωγιαγύρει ίσαμε μισόν αιώνα.
Τότες απού εδούλευα εργάτης στ’ αμπέλια του Σπαθαράκη στα Καλέσσα και στη Φοινικιά.
Επιπίλιζα τη σταφυλόρογα, όπως τότες και άφηνα την κάψα να με πυρώνει, όπως τότες.
Και ξανάδα τον απατό μου κουβαλητή στο τρύγος, φορτωμένο με δυό τσιγκάκια γεμάτα σταφύλια, ένα στον κάθε ώμο, να πορπατεί την ανηφοριά απου έβγανε στον οψιγιά, με τα πόδια να βουλιούνε στ’ ασπροχώματα.
Μηδέ σημάδι κούρασης, μηδέ σημάδι στεναχώριας δεν είδα στο ξαναθώρημα του κοπελίστικου απατού μου.
Κι εντάκαρα να σιγοτραγουδώ την ίδια μαντινάδα απου και τότες ετραγούδουνα, κουβαλώντας τα σουλτανιά σταφύλια από τση κουρμούλες στον οψιγιά.
«Του φεγγαριού θ’ ανακλουθώ
να ξοριστώ στα ξένα,
να πάψει ο κόσμος να ρωτά
για μένα και για σένα».
Επόκαμε η μαντινάδα στα χείλια μου και εγέλασα καθώς επρόσεξα τον κοπελίστικο απατό μου να πορπατεί παράξενα.
Συγκαημένος ήμουνε ο κακομοίρης, ιδιαίτερα τση πρώτες μέρες του τρύγου.
Λες κι είχα αναμμένα κάρβουνα από κάτω μου, απου σε κάθε ζάλο επυρώνανε πλια πολύ.
Λίγο τα ατέλειωτα ανεβοκατεβάσματα στ’ αμπέλι με τα τσιγκάκια στους ώμους, λίγο το λιοπύρι, λίγο η αναπόφευχτη απλυσιά, λίγο το ‘να λίγο τ’ άλλο, μαρτύριο εκάνανε εκείνο το σύγκαημα.
Ίσαμε που ανακάλυψα το «φάρμακο» που έβαλε τέρμα στα βάσανα μου.
Το κουσκουρόχωμα ήτανε.
Ο τριμένος κούσκουρας απου γινότανε σαν τη πούντρα απου βάνουνε των κοπελιών οι μανάδες άμα συγκαίονται.
Θαυματουργό «φάρμακο» το τριμένο ασπρόχωμα.
Εθυμούμουνε κι εγελούσα.
Κι όση ώρα εγέλουνα, είχα στη χούφτα μου ένα βώλο κούσκουρα από τη ρίζα τση κουρμούλας και τον έτριβα και τον έτριβα κάνοντας τονε πούντρα.
Δεν άντεχα άλλο το λιοπύρι και εσηκώθηκα για να φύγω.
Εχάιδεψα το σταφύλι απου ετριβότανε στο μάγουλο μου και του ‘ταξα πως σε μια δεκαπενταριά μέρες θα ξαναπάω να το βρώ, ετότες απου θα ‘χει μελώσει.
Κι άμα τύχει και πετύχω τον αμπελάρη απάνω στον τρύγο, θα ξαναφορτωθώ στσ’ ώμους μου δυό τσιγκάκια σουλτανί και θα τα πάω ίσαμε τον οψιγιά, τραγουδώντας την ίδια μαντινάδα.
Κι αν τύχει και συγκαώ, κατέχω το ‘γω το «φάρμακο».
* Ο κ. Μιχάλης Στρατάκης είναι δημοσιογράφος από τις Γκαγκάλες του Δήμου Γόρτυνας