Γράφει ο Μιχάλης Χαραλαμπάκης*
Στο χωριό μου, τα Βορίζια, η πρωτομαγιά δεν ήταν ούτε αργία ούτε απεργία.
Οι άνθρωποι του χωριού δε γνώριζαν για οχτάωρη εργασία. Δούλευαν από ήλιο σε ήλιο. Άλλωστε δεν είχαν καν ρολόγια για να μετρούν το χρόνο.
Κάποτε πέρασε ένας γυρολόγος που έπεισε τον πατέρα μου να πάρει ένα ρολόι, αλλά γρήγορα εγκαταλείφτηκε γιατί δεν άντεχε το τικ τακ και το πρώτο βράδυ σκεπάστηκε με μαξιλάρια αλλά ούτε έτσι έγινε ανεκτό μέχρι που βγήκε εκτός σπιτιού και στο τέλος ξεχάστηκε σε κάποιο συρτάρι.
Στο χωριό μου το χρόνο τον μετρούσαν με τον ίσκιο μας. Μετρούσαμε δηλαδή πόσα πόδια ήταν η σκιά μας και όσο λιγότερα πόδια ήταν τόσο πιο κοντά στο μεσημέρι ήμασταν. Κι εγώ για να ξεγελάσω τους δικούς μου μετρούσα όσο θα ήταν τα πόδια γίγαντα, αφού έπρεπε η σκιά μου να ήταν πέντε πόδια.
Η πρωτομαγιά ήταν μια μέρα σαν όλες τις άλλες. Μόνο που τα κορίτσια έκοβαν λουλούδια και έκαναν στεφάνια και κολαΐνες και τις κρεμούσαν πάνω από την πόρτα.
Στο σχολείο μας προετοίμαζαν για τη γιορτή των λουλουδιών μαθαίνοντας μας το ποίημα «λουλούδια ας διαλέξουμε και ρόδα και κρίνα». Τη μέρα αυτή που δεν ήταν αργία, έπρεπε όμως να πάμε να προϋπαντήσουμε το Μάη στην εξοχή.
Μια εκδρομή που δεν ήταν σαν τις άλλες. Ήταν ολοήμερη. Στο Βροντήσι. Μαζί με τα Ζαριανάκια.
Προετοιμασία από εσπέρας. Αυγά βραστά λίγο τυρί και παξιμάδι στο σακούλι και πρωί πρωί στο σχολείο για την ημερήσια εκδρομή. Ύστερα από μια ώρα και κάτι ποδαρόδρομο φτάσαμε στο Βροντήσι κάτω από τη σκιά των πλατάνων με το δροσερό νερό να ρέει από τα στόματα…Μετά από λίγο καταφτανε και το άλλο σχολείο Μερικές διερευνητικές ματιές που πολλές φορές κατέληγαν σε αντιπαραθέσεις και χειροδικίες.
Εγώ όμως είχα απωθημένα με το Βροντήσι. Δεν με είχαν πάρει στην κατασκήνωση που μου είχε προτείνει η θειά μου η Λυμπιαδα για να φάω μαρμελάδα και πήγα κρυφά στο χώρο της κατασκήνωσης μήπως βρω έστω και λίγη. Μαρμελάδα δεν βρήκα αλλά μας περίμενε μια έκπληξη. Αφού μας έβαλαν στη σειρά μας μοίρασαν ένα μικρό μπόγο στον καθένα μας. Ανοίγοντάς τον διαπιστώσαμε ότι έκρυβε ένα μικρό θησαυρό. Ρούχα , παπούτσια, καπέλα και άλλα διάφορα είδη ρουχισμού. Ασχέτως ότι χωρούσαμε δυο και τρεις φορές στο παντελόνι ή δε μας χωρούσε το ίδιο και τα παπούτσια, που για να βάλει το πόδι μας έπρεπε να το κόψουμε από μπροστά να είναι το μισό πόδι έξω. Είμαστε όμως ευτυχισμένοι μ αυτά που μας έδωσαν, δώρο λέει του Αμερικάνικου λαού…
Η μέρα πέρασε γρήγορα και όταν έφτασε το βράδυ για επιστροφή ήμασταν πολύ χαρούμενοι που εξασφαλίσαμε και την ενδυμασία και την υπόδηση.
Την επόμενη χρονιά, η έκπληξη της Πρωτομαγιάς ήταν μεγαλύτερη. Η εκδρομή θα γινόταν με λεωφορείο στο Ηράκλειο. Πώς όμως που ήθελε και χρήματα και δεν υπήρχαν; Το δύσκολο έργο το ανέλαβε και πάλι η μητρυιά μου. Άγια τα χώματα που κείτεται, όλα τα δύσκολα αυτή τα αναλάμβανε. Εκδρομή λοιπόν στη μεγάλη πολιτεία, το Ηράκλειο. Τι δεν είχαμε ακούσει γι αυτή την πόλη με τα ψηλά μπεντένια, τα μεγάλα σπίτια, τους φαρδιούς δρόμους, τη μεγάλη εκκλησία τον Αγ. Μηνά που ο τρούλος του είναι λίγο πιο κάτω απ τον ουρανό!!!!
Ο πατέρας πείστηκε και η νύχτα ήταν μαρτυρική. Ακόμη δεν είχε λαλήσει ο πετεινός και είχαμε μαζευτεί στην αυλή του σχολείου απ όπου θα φεύγαμε.
Το λεωφορείο ήρθε. Ένα 24 αριθμό επιβατών, δεν ξέρω γιατί καθόμασταν δυο δυο στο κάθισμα αλλά είχε και καρεκλάκια για το διάδρομο αλλά και θέσεις ορθίων.
Μετά από μια κοπιώδη διαδρομή φτάσαμε επιτέλους στη μεγάλη πολιτεία. Η μια έκπληξη διαδεχόταν την άλλη …
Η μεγάλη πορτάρα για να μπούμε μέσα στην πόλη, τα πολλά αυτοκίνητα τα άλογα με τις μεγάλες οπλές, οι κούκλες στις βιτρίνες, ο κόσμος! Όμως στη θάλασσα μείνανε με το στόμα ανοιχτό και λέω μείνανε γιατί εγώ δεν είχα δει ακόμα θάλασσα. Τα καράβια και οι βάρκες και πως πλέουν στο νερό. Και μετά η μεγάλη έκπληξη το αεροδρόμιο. Κατά καλή μας τύχη είδαμε και προσγείωση και απογείωση ..ποιος μας πιάνει.
Όλα όμως τα ωραία τελειώνουν γρήγορα. Έτσι κι αυτή η εκδρομή και η πρώτη επαφή με το Ηράκλειο τελείωσε. Όση ήταν η χαρά μας το πρωί που φύγαμε τόση η λύπη μας που τελείωσε.
Φτάνοντας αργά το βράδυ στο είδαμε μια περίεργη αναστάτωση. Κάποιος ανταγωνιστής του λεωφορειούχου διέδωσε ότι το λεωφορείο ανατράπηκε και είχε και θύματα. Καταλαβαίνετε την αγωνία των δικών μας.
Πέρασαν τα χρόνια.
Μεγαλώνοντας και εργαζόμενος πια, έμαθα για τους αγώνες των εργατών το 19 ο αιώνα στο Σικάγο, για τις εκτελέσεις στη Καισαριανή την Πρωτομαγιά του 44 από τους Γερμανούς κατακτητές στη Θεσσαλονίκη για το θάνατο του μεγάλου αγωνιστή της Δημοκρατίας Αλεξάνδρου Παναγούλη και υποκλίνομαι σ αυτούς.
Συμμετείχα κι εγώ, όσο μου επέτρεπαν οι δυνάμεις μου, στα μαζικά κινήματα και μάλιστα υπηρέτησα για μια διετία το κλάδο μου σε πρωτοβάθμιο σωματείο, δεν μπορώ να πω ότι πρόσφερα πολλά πράγματα….
Εάν τώρα με ρωτούσαν τι ήθελα να ξαναζήσω, θα σας απαντούσα, αφού υποκλιθώ στους ανθρώπους και στους αγώνες τους για να βελτιώσουν τις συνθήκες εργασίας των ανθρώπων, ότι ήθελα να ξαναζήσω την Πρωτομαγιά των παιδικών μας χρόνων!
Για αυτό εύχομαι σε εσάς να ζήσει ο καθένας τη δική του Πρωτομαγιά!
Και του χρόνου.
Κι ακόμη η φετινή ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ να αρχή για μια νέα εποχή για τον Τόπο μας!
* Ο Μιχάλης Χαραλαμπάκης είναι συνταξιούχος δάσκαλος, από τα Βορίζια του Δήμου Φαιστού.