Γράφει η Πόπη Σπανάκη
Μια φορά κι ένα καιρό πρίν από πολλά χρόνια, σ ένα μικρό, μακρινό χωριό, πίσω από τα βουνά, ζούσε ο κύρ Γιώργης με τη γυναίκα του, τη κερά Θηνιά.
Είχανε και οχτώ κοπέλια, που η κερά Θηνιά με τη βοήθεια του Θεού και τη δύναμη τση ψυχής τσης, τα γέννησε στο σπίτι, χωρίς γιατρούς και νοσοκομεία, γιατί αυτά, μόνο στσι μεγάλες πολιτείες υπήρχανε τότες.
Ο κύρ Γιώργης και η κερά Θηνιά ολιμερνίς εδουλεύγανε στα χωράφια για να ταϊσουνε και ν ανετάξουνε τα κοπέλια ντως.
Ο κυρ Γιώργης, συχνά εφόρτωνε το μουλάρι ντου και επήγαινε με τα πόδια, προπατώντας όλη μέρα, με βροχή, κρύο, κάψα, στσι μακρινές πολιτείες για να πουλήσει τσι πατάτες, απού επερισεύγανε από το φαϊ τση οικογένειας, γή τα αυγά απού εμάζωνε από τα χωριά.
Γιατί μόνο με αυγά επλερώνανε οι νοικοκεράδες, για τα ψιλολοϊδια, απού αγοράζανε, εκεινιά την εποχή, από το νεαρό τότε πραματευτή, που παράλληλα με τσι δουλειές στα χωράφια, εγύριζε στα χωριά, με το βαρύ φορτίο κρεμασμένο στον ώμο ντου, όλη μέρα. για πολλά χρόνια.
Όταν ο κυρ Γιώργης, πολύ συχνά, έλειπε από το σπίτι, στη βόλιτα, στά χωριά, για να πουλήσει τη πραμάθια, γή στσι πολιτείες για να πουλήσει τα αυγά και τσι πατάτες, η γυναίκα του η κερά Θηνιά, σήκωνε στον ώμο τα ασήκωτα από το βάρος ζυγάλετρα, σήκωνε και το πιά μικιό κοπέλι- τα πιό μεγάλα εκλουθούσανε από πίσω με τα πόδια- ήσυρνε και την αίγα που την είχενε με το σκοινί δεμένο στη μέση τζης,γιατί άλλη χέρα δε τση περίσευγε, ελάλιενε και τα βούγια και επήγαινε και ήκανε τα χωράφια με τα βούγια και το αλέτρι, όλη μέρα, για να τα βρεί ο κύρ Γιώργης έτοιμα, καουμένα, όταν θα νε γιάγιερνε από τη μακρινή στραθιά.
Εθέριζε, ελόνευγε, επότιζε τσι κήπους και παράλληλα έκανε και τσι δουλειές του σπιθιού, εμαγέρευγε, ήπλυνε, εζύμωνε, επήγαινε στ αόρη να φέρει ξύλα για το μαγέρεμα και για το φούρνο και για να ζεσταθούνε το χειμώνα, ήραφτε τα ρούχα τση οικογένειας, ανέτασε τα κοπέλια τζης, τα βοηθούσε στο διάβασμα με τα λίγα γράμματα απού εκάτεχε, ήκλωθε και ύφαινε στο αργαστήρι τσι χειμωνιάτικους μήνες, γιατί τα αθελυκά τζης εμεγαλώνανε και ήπρεπε νά ετοιμάσουνε τα απαραίτητα προυκιά για να παντρευτούνε.
Ετσά επερνούσανε τη ζωή ντως ο κυρ Γιώργης με τη κερά Θηνιά, με μεγάλο αγώνα, βάσανα, στενοχωρίες και στερήσεις, σε δύσκολες εποχές, με το λύχνο στο σπίτι-γιατί δεν είχανε ηλεκτρικό τότες- και χωρίς νερό στο σπίτι εκεινιά την εποχή.
Ο καιρός επέρνανε και τα κοπέλια εμεγαλώσανε.
Τα ασερνικά που εθέλανε σπουδές και γράμματα, ξενιτευτήκανε, προστέτοντας, στο κυρ Γιώργη και στη κερά Θηνιά – που τα αποχωρίζονταν ένα-ένα με μεγάλο ψυχικό πόνο- πρόστετα οικονομικά βάρη, μα και κυρίως το βαρύ καϋμό, τσι φόβους και τσι αγωνίες του ξενιτεμού των παιδιών ντως και χωρίς τη δυνατότητα επικοινωνίας εκεινιά τη ν- εποχή.
Τα αθελυκά έπρεπε να πατρευτούνε. Δε ήτανε ούτε ένα, ούτε δύο. Τέσσερα ήτανε και η πλιά μεγάλη μάλιστα, ήτανε ήδη παντρεμένη.
Και τότε ο κυρ Γιώργης τηνε πήρε την απόφαση
– Εγώ Αθηνιό δα το χαλάσω το σπίτι. Δα το κάμω ντουκιάνι να το πάρουνε τα αθελυκά κοπέλια, απού δα πατρευτούνε επαέ και δα πομείνουνε στο χωριό.
Εμάς μας ε- φτάνει ένα κομματάκι στη μιά μπάντα.
Δα νάχομε τη παραστιά , το σοφά για να θέτομε, το τραπέζι και ότι άλλο έχομε, δε θέλομε πολλά πράματα.
– Να το χαλάσεις μπρέ. Ίντα το θέλομε εμείς το σπίτι, αφού τα κοπέλια εμισέψανε και δα μισέψουνε και τ αποδέλοιπα όπουγκειάς.
Εσυμφωνήσα το λοιπόν ο κύρ Γιώργης με τη κερά Θηνιά , το σπίτι ντως το χαλάσανε και το κάμανε ντουκιάνι, προίκα τω ν-αθελυκώ κοπελιώ και αυτοί εκοντέψανε ένα μικιό κομμάτι, για να μένουνε ίσαμε να ζούνε.
Εκειά στη μικρή γωνιά, απού εγίνηκε το τζάκι και η παραστιά, η νεαρή τότε Πόπη, και όλη η οικογένεια, παιδιά μα κι εγγόνια, απού ΄΄ήρθανε΄΄ κι αυτά εν τω μεταξύ, ζήσαμε για πολλά χρόνια, τσι πιό όμορφες και αλησμόνητες στιγμές τσή ζωή μας, με υπέροχες οικογενειακές αποσπερίδες, τραγούδια και ιστορίες, με το μπαμπά και τη μητέρα, που έχουνε γίνει αναμνήσεις αγαπημένες και που κάθε τόσο με συγκίνηση ανεστορούμαι .
Όπως έκανα κι απόψε.
Καληνύχτα φιλαράκια .
Υ.Σ Στη φωτο, η μητέρα, που δίπλα τζη, στο ύψος τση κεφαλής τζης, μόλις που διακρίνεται η άκρα τση ξύλινης κατασκευής του σοφά μας, ο μπαμπάς με τα κρητικά στιβάνια ντου, που εφόρειενε καθημερινά, μπροστά στο αγαπημένο μας τζάκι και δίπλα, πάνω στη σκεπασμένη ξυλόσομπα, το σταμνί με το νερό.
Γλωσσάρι
κερά Θηνιά=κυρά Αθηνά
ν ανετάξουνε=να μεγαλώσουνε
κάψα=καύσωνας
βόλιτες= στη γύρα
γή= ή ( διαζευτικό )
ζυγάλετρα= το ζυγό και το αλέτρι μαζί
ελάλειενε= οδηγούσε, κατηύθηνε
βούγια=βόδια
εκλουθούσανε=ακολουθούσανε
αλέτρι=άροτρο
καουμένα=γινωμένα
γιάγιερνε=επέστρεφε
στραθιά=μακρινή διαδρομή
ανέτασε=μεγάλωνε
εκάτεχε=ήξερε
ήκλωθε=έγνεθε
αργαστήρι=αργαλειός
προυκειά=προίκα
ετσά=έτσι
εκεινιά= εκείνη
πλιά=πιό
ντουκιάνι=καφενείο
επαέ=εδώ
μπάντα=μεριά
σοφάς= ξύλινη κατασκευή για ύπνο
για να θέτομε=για να κοιμούμαστε
εμισέψανε=φύγανε
αποδέλοιποι=υπόλοιποι
όπουγκειά=όπου νάναι, σε λίγο διάστημα
εκοντέψανε=κρατήσανε
ίσαμε=μέχρι
παραστιά=πέτρινη ή τσιμεντένια χαμηλή κατασκευή για μαγείρεμα με φωτιά
ανεστορούμαι=θυμούμαι