Ξεχωριστή βραδιά για την Πόμπια ή χθεσινή, καθώς στην αίθουσα του Πολιτιστικού Συλλόγου παρουσιάστηκε το βιβλίο του Φιλολόγου κ. Μιχάλη Τζανάκη με τίτλο «Ο ΑΙΩΝΑΣ ΤΟΥ ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΥ».
Πρόκειται για μυθιστορηματική βιογραφία του καπετάν Μιχάλη Κόρακα, του ήρωα των Κρητικών επαναστάσεων, της θρυλικής μορφής του 19ου αιώνα στον τόπο μας.
Στο ξεκίνημα της εκδήλωσης χαιρετισμό απεύθυνε ο Πρόεδρος του Περιφερειακού Συμβουλίου κ. Παύλος Μπαριτάκης ο οποίος εξήρε το έργο και την προσφορά του Μιχάλη Τζανάκη και τόνισε ότι το συγκεκριμένο βιβλίο θα πρέπει να μπει στα σχολεία της Κρήτης και να διδαχθεί στα Κρητικόπουλα.
Ακολούθως ο Δήμαρχος Φαιστού κ. Γρηγόρης Νικολιδάκης αφού συνεχάρη το Σύλλογο και το συγγραφέα, τόνισε την ανάγκη η νέα γενιά να γνωρίσει τη νεώτερη ιστορία του τόπου μας…
Στην εκδήλωση παραβρέθηκαν οι Αντιδήμαρχοι κα Βασιλεία Ροδουσάκη και κ. Ανδρέας Πωλιουδάκης, ο Πρόεδρος της Τοπικής Κοινότητας Πόμπιας κ. Γιώργος Φουστανάκης, ο τέως Νομαρχιακός Σύμβουλος κ. Αντώνης Κουκάκης κ.α. ενώ συνδιοργανωτές ήταν ο Δήμος Φαιστού, ο Πολιτιστικός Σύλλογος Πόμπιας, οι εκδόσεις Ραδάμανθυς και τελούσε υπό την αιγίδα της Περιφέρειας Κρήτης.
Για το βιβλίο μίλησαν οι: ο Γιώργος Κουκάκης, εκπαιδευτικός, η Ιωάννα Πατσιανωτάκη, Διευθύντρια Γυμνασίου Πόμπιας, και ο συγγραφέας Μιχάλης Τζανάκης.
Η ομιλία του κ. Γιώργου Κουκάκη
Στην ομιλία του ο κ. Γιώργος Κουκάκης τόνισε μεταξύ των άλλων:
Η πιο μεγάλη πληγή του Κρητικού είναι να αγαπά…. Κι αν η αγάπη του δε βρει ανταπόκριση μπορεί να κάνει τα πάντα για να την αποκτήσει ή μάλλον να την κατακτήσει. Οι Κρητικοί μάχονται και στα πεδία της καρδιάς εκτός από της μάχης.
Φίλες και φίλοι καλησπέρα,
Μια λογοτεχνική απόπειρα γνωριμίας με μια απ’ τις συγκλονιστικότερες μορφές των Κρητικών επαναστάσεων του 19ου αιώνα, επιχειρούμε απόψε …
Στο έργο “Ο αιώνας του Καπετάνιου” ο συγγραφέας, Μιχάλης Τζανάκης, μας παρουσιάζει τον Μιχαήλ Κόρακα, που αγωνίστηκε όλη τη ζωή του για την απελευθέρωση της Κρήτης και την ένωση της με την Ελλάδα.
Δύσκολο εγχείρημα να αναβιώσουν οι αγώνες του Καπετάν-Μιχάλη Κόρακα στην Κρήτη και όχι μόνο, ειδικά αν σκεφτεί κάποιος πως απ’ τα 85 χρόνια της ζωής του περίπου τα 70 αγωνίστηκε όσο λίγοι για το ύψιστο αγαθό της ελευθερίας.
Τα κεφάλαια του βιβλίου προσπαθούν να σταθούν στην προσωπικότητα του άδολου αγωνιστή μέσα απ’ τους παρατεταμένους αγώνες του, την αυτοθυσία του σε πλήθος μαχών ή συγκρούσεων, την αναγνώρισή του από εχθρούς και φίλους, αλλά ακόμα και μέσα από την αμφισβήτηση που δέχτηκε προς το τέλος της ζωής του από τις «αδερφοσύνες» που απείλησαν το επαναστατικό κίνημα του νησιού.
Παράλληλα, στόχος του κειμένου να ζωντανέψει η ζωή στο Μεγάλο Κάστρο κατά τον 19οαιώνα, μέσα απ’ την καθημερινότητα Χριστιανών και Μουσουλμάνων. Σ’ αυτήν την περίοδο η πόλη δοκιμάστηκε από πολλά και σημαντικά γεγονότα όπως ο «απερντές» του Αγριολίδη το 1828, ο τρομερός σεισμός του 1856, η αμνήστευση των οπλαρχηγών, η ανέγερση του Αγίου Μηνά και του Αγίου Τίτου, αλλά και το θαύμα του Αγίου-Προστάτη της πόλης ανήμερα του Πάσχα του 1826, η μοίρα των «καπατμάδων» και οι νεαροί που είχαν τ’ όνομα «Μηνάς» και για χρόνια θεωρούνταν τα νόθα παιδιά της πόλης.
Φιλοδοξία του συγγραφέα να έρθει σε επαφή ο αναγνώστης μ’ ένα κείμενο εύληπτο, και ευανάγνωστο, το οποίο στηρίζεται στην ιστορία, αλλά αναδεικνύει περισσότερο το ήθος του ήρωα, αλλά και τη σημασία του τόπου και του χρόνου που γέννησαν τον Πομπιανό Καπετάνιο.
Απλά και αγωνιστικά. Κάπως έτσι κύλησε η ζωή ενός σπουδαίου ανθρώπου που έζησε πολεμώντας και πολέμησε ζώντας για περίπου εβδομήντα από τα ογδόντα πέντε χρόνια που προσπάθησε να δει τον τόπο του ελεύθερο. Τι κι αν δεν πρόλαβε;
Χρόνια τώρα παραστέκει την είσοδο της πόλης του Ηρακλείου φτιαγμένος από μέταλλο, όπως ήταν και στη ζωή του, αλλά με το χέρι του πάντα να ακουμπά τα όπλα του, έτοιμος να τα… ξεθηκαρώσει!
Το μόνο που μας είναι γνωστό είναι ότι ήταν ζωηρός χαρακτήρας, οξύς και ατίθασος. Η δράση του αρχίζει όταν ήταν 18 ετών. Ο λαϊκός ποιητής Βενέτικος λέει «δεκαοχτώ χρονών τονέ και βγήκε στο ποδάρι και σκότωσε έναν αγά που ήτο παλικάρι».
Η εξιστόρηση της ζωής του μεγάλου καπετάνιου δεν τελειώνει σε μια ή δύο ώρες… κρατάει μέρες, χρόνια… κάθε γενιά οφείλει να μάθει, να υποκλιθεί και να τιμήσει τους ήρωες της όχι για να αποκομίσει μια στείρα ιστορική γνώση αλλά για να συναισθανθεί πως θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία….
Ο Μιχάλης Κόρακας είναι για την Κρήτη το αιώνιο σύμβολο του άδολου πατριωτισμού και το πρότυπο του ήθους για κάθε αγώνα του ανθρώπου, για την υπέρτατη τιμή της αξιοπρέπειας…»
«…έπρεπε στην ψηλότερη κορφή του Ψηλορείτη το μνήμα του να γίνει
Και να αφήσουν ανοιχτή πολεμική θυρίδα, τη νύχτα να σηκώνεται τον ύπνο του ν΄αφήνει
Και να φυλάει και νεκρός ακόμη την πατρίδα…»
Ο Μιχαήλ Κόρακας ( Πόμπια Ηρακλείου, 1797 – 7 Σεπτεμβρίου 1882 ) γεννήθηκε στην Πόμπια της Μεσσαράς το 1797 ως Μιχάλης Καρούζος. Σε ηλικία 18 ετών σκότωσε τον Αγά Αλήκο. Η επωνυμία “Κόρακας” του αποδόθηκε ως ένδειξη της επιθετικότητας που έδειχνε ο πατέρας του και αργότερα ο ίδιος εναντία στους Οθωμανούς κατακτητές. Αγωνίστηκε στην Κρητική Επανάσταση του 1821.
Το 1827 με πειρατικό πλοίο και ορμητήριο την Κάρπαθο, πολέμησε τον αιγυπτιακό και οθωμανικό στόλο. Το 1828, συνέχισε τον αγώνα στην Πελοπόννησο και τιμήθηκε με το βαθμό του λοχαγού και το χάλκινο σταυρό του Φοίνικα. Επέστρεψε με τιμές στην Κρήτη το 1834 και πήρε μέρος στην Κρητική Επανάσταση του 1841, στην Κρητική Επανάσταση του 1858 και στην Κρητική Επανάσταση του 1866, πολεμώντας ενάντια σε πολυάριθμες οθωμανικές δυνάμεις. Κήρυξε την επανάσταση του 1878 και κατόπιν τιμήθηκε από το βασιλιά Γεώργιο στην Αθήνα και τον πατριάρχη Αλεξάνδρειας. Πέθανε υποφέροντας από καρδιακά προβλήματα στην Πόμπια, το Σεπτέμβριο του 1882
Ο πόθος για ελευθερία τού μεταδόθηκε από τον πατέρα του. Και νεαρός ακόμη ο Κόρακας απέδειξε ότι ήταν γενναίος και ατρόμητος, όταν ενώ ήταν στη δούλεψη ενός Τούρκου αγά της περιοχής με το όνομα Αλήκος, σκότωσε μια μέρα τον αγά όταν τον άκουσε να υβρίζει τη χριστιανική θρησκεία και τον ίδιο, χωρίς λόγο. Αυτή ήταν η πρώτη σελίδα από έναν ένδοξο και ηρωικό βίο. Τα όπλα που πήρε από τον Τούρκο αξιωματούχο ήταν αυτά με τα οποία μπήκε στον αγώνα της μεγάλης επανάσταση του 1821. Υπηρέτησε στην ομάδα του Χουλογιάννη και στη συνέχεια του περίφημου Μαλικούτη, στην οποία ήταν πολλές μορφές του αγώνα του 1821. Ανάμεσά του και ο Ξωπατέρας. Επί σχεδόν τρία χρόνια υπήρξε αρματωλός.
Το 1822 με δύο μόνο συντρόφους του απελευθέρωσε στις Γκαγκάλες 39 κορίτσια από το χωριό του τα οποία είχαν αρπάξει οι Τούρκοι, ενώ λίγο αργότερα, μαζί με τον αδελφικό του φίλο Τσακίρη και τον Πετρογιάννη σκότωσε 13 Τούρκους. Η φήμη του είχε αρχίσει πλέον να ξεπερνά τα όρια της περιοχής του, όταν σκοτώνει μαζί με άλλα παλικάρια τον αιμοβόρο Αγριολίδη πασά, τον δυνάστη της Μεσαράς.
Ζώντας στα βουνά, συνέχισε τη δράση του που τον έκανε γνωστό σ’ όλη την Κρήτη. Από το 1825, κι ενώ φαινόταν ότι η επανάσταση στο νησί είχε καταπνιγεί, διέφυγε αρχικά στην Πελοπόννησο και στη συνέχεια στη Στερεά Ελλάδα και συνέχισε τον αγώνα, ενώ υπό τον Καραϊσκάκη συμμετείχε στη μάχη της Ακρόπολης. Όλη η ζωή του είχε αυτή την πορεία. Επέστρεψε στην Κρήτη, συνέχισε να μάχεται τους Τούρκους με δικό του στρατιωτικό σώμα. Προς το τέλος της επανάστασης του 1821 έγινε πειρατής και χτυπούσε τους Τούρκους στο Αιγαίο. Όταν οι μεγάλες δυνάμεις συγκρότησαν το πρώτο μικρό ελληνικό κράτος και εξαίρεσαν απ’ αυτό την Κρήτη, παραδίδοντας το νησί και πάλι στους Τούρκους για να το πουλήσουν οι τελευταίοι στον αντιβασιλέα της Αιγύπτου Μεχμέτ Αλή, έφυγε για το Ναύπλιο. Το διάστημα εκείνο η κυβέρνηση του ελληνικού κράτους, και σε αναγνώριση των υπηρεσιών του στην πατρίδα, του προσέφερε το βαθμό του λοχαγού, αλλά εκείνος τον αρνήθηκε, θεωρώντας ότι δεν έδωσε μάχες για να πάρει ανταλλάγματα. Κι ούτε, φυσικά, είχε κλείσει τους λογαριασμούς του με τον επαναστατικό αγώνα.
Το 1833 επέστρεψε στην Κρήτη για να συμμετάσχει στην επανάσταση κατά της αιγυπτιοκρατίας. Το 1841, στην επανάσταση των Χαιρέτη και Βασιλεογιώργη, έσωσε 300 μαχητές που είχαν αποκλείσει οι Τούρκοι στον Ξυδά. Στο κίνημα του Μαυρογέννη, το 1858, πήρε και πάλι μέρος, ενώ στη μεγάλη επανάσταση 1866-69 πρωταγωνίστησε ως γενικός αρχηγός των 12 ανατολικών επαρχιών, των τμημάτων Ηρακλείου και Λασιθίου. Αν και τα χρόνια είχαν περάσει, δεν φάνηκαν να τον βαρύνουν. Συμμετείχε σε δεκάδες μάχες σ’ όλη την ανατολική Κρήτη κι έγραψε τη δική του ιστορία. Ως γενικός αρχηγός των 12 ανατολικών επαρχιών πολέμησε και στην επανάσταση του 1878, παρά το γεγονός ότι είχε ήδη υπερβεί το 80ο έτος της ηλικίας του. Μετά απ’ αυτή την επανάσταση, που έστω και προσωρινή βελτίωσε, τουλάχιστο, τις συνθήκες ζωής των χριστιανών, καθώς η Τουρκία υποχρεώθηκε να υπογράψει τη Σύμβαση της Χαλέπας παραχωρώντας στοιχειώδη προνόμια στους Κρήτες, ο Μιχαήλ Κόρακας έφυγε για την Αθήνα, όπου έμεινε με τα παιδιά του μέχρι το καλοκαίρι του 1882.
Με σοβαρά καρδιακά προβλήματα, και προαισθανόμενος, προφανώς, το τέλος, αποφάσισε να επιστρέψει στην πατρική γη και να πεθάνει. Στο ταξίδι του τον συνόδευε ο γιός του Αριστοτέλης, ανθυπολοχαγός ακόμη του ελληνικού στρατού, που τον διαδέχτηκε στη γενική αρχηγία των ανατολικών επαρχιών στην επανάσταση του 1897 – 98.
Η περιγραφή της υποδοχής στους δρόμους της πόλης ήταν εντυπωσιακή. Ο Κόρακας προχωρούσε με τιμητική συνοδεία τους οπλαρχηγούς των επαρχιών και το πλήθος τον αγκάλιαζε, τον επευφημούσε και του φιλούσε τα χέρια. Επί τρεις ημέρες παρέμεινε στην πόλη και τον επισκέπτονταν για να τον χαιρετήσουν όχι μόνο οι χριστιανοί, αλλά και οι Τούρκοι του Ηρακλείου, ενώ την τρίτη και τελευταία ημέρα της παραμονής του στο Μεγάλο Κάστρο τον δεξιώθηκε ο Τούρκος διοικητής Εσαάτ βέης στο διοικητήριο!
Η διαδρομή μέχρι την Πόμπια κράτησε μία ολόκληρη ημέρα, καθώς σε κάθε χωριό τον σταματούσε ο κόσμος και οργάνωνε πανηγυρική υποδοχή. Σ’ όλο το δρόμο τον συνόδευαν ιππείς, ενώ και ο ίδιος πήγε έφιππος. Όταν ήθελε ακόμη μία ώρα να φτάσει στην Πόμπια, ήχησε πυροβόλο για να ειδοποιήσει τους κατοίκους, και σώμα 200 ιππέων εμφανίστηκε στην πεδιάδα για να τον προϋπαντήσει. Στην είσοδο του χωριού έφτασε απόγευμα και εκεί ήταν μαζεμένοι όχι μόνο οι χωριανοί αλλά και οι κάτοικοι των γύρω χωριών. Ήθελαν να δουν και να υποδεχτούν ένα θρύλο. Η υποδοχή έγινε με τη συνοδεία των ήχων του πυροβόλου, ενώ στο κωδωνοστάσιο κυμάτιζε μεσίστια η σημαία του Γενικού Αρχηγείου, διάτρητη από τις τούρκικες σφαίρες που είχε δεχτεί στις μάχες που έδινε επί δεκαετίες ο μεγάλος ήρωας. Υπολογίζεται ότι στη ζωή του συμμετείχε σε 100 μάχες! Τα πανηγύρια για την υποδοχή κράτησαν 3 ημέρες και νύκτες.
Σαν να γνώριζε ότι το τέλος είναι κοντά καθώς λίγες ημέρες μετά, ο Κόρακας ασθένησε και πάλι με την καρδιά του. Ενώ ήταν κλινήρης, συνέταξε τη διαθήκη του και τον Δεκαπενταύγουστο, που για λίγο βρήκε τις δυνάμεις του, επισκέφτηκε τα μοναστήρια της Θεοτόκου, στα Καλύβια, και της Οδηγητρίας. Με την επιστροφή του κατέπεσε και δεν σηκώθηκε ποτέ πλέον.
«Αν δεν μπορείς να κάμεις τη ζωή σου όπως την θέλεις, τούτο προσπάθησε τουλάχιστον όσον μπορείς… μην την εξευτελίζεις»
Τα λόγια αυτά ανήκουν στον Κ. Καφάβη. Θα αναρωτιέστε βέβαια τη σχέση μπορεί να έχει ο σύγχρονος Έλληνας ποιητής με τον Μιχαήλ Κόρακα. Ίσως και καμία… κανείς όμως δεν αποκλείει το γεγονός ότι μπορεί η φιγούρα του μεγάλου Κρητικού επαναστάτη να ενέπνευσε τον μικρό τότε Καφάβη κατά την επίσκεψη του πρώτου στην Αλεξάνδρεια, τα τελευταία χρόνια της πολυτάραχης ζωής του. Εκεί οι Έλληνες του επιφύλαξαν θερμή υποδοχή και πιθανόν μέσα στο πλήθος να βρίσκονταν και ο μετέπειτα μεγάλος Έλληνας ποιητής που ζούσε με την οικογένεια του εκεί…. περισσότερα όμως διαβάζοντας το βιβλίο…
Κλείνοντας, ο Καζαντζάκης γράφει ότι : «είναι ευθύνη να είσαι Κρητικός»… εγώ θα τολμήσω να πω απόψε ότι είναι διπλή ευθύνη να είσαι Πομπιανός!
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ