Ὀνομάζομαι Μανώλα Αἰκατερίνη καὶ εἶμαι σύζυγος ἱερέα. Ζοῦμε στὸ Ρέθυμνο. Πρὶν ἀπὸ περίπου τρία χρόνια ἕνα σοβαρὸ πρόβλημα ὑγείας εἶχε φέρει τὴν οἰκογένειά μας σὲ φοβερὰ δύσκολη θέση. Εἴχαμε ἐπισκεφτεῖ πολλοὺς εἰδικοὺς ποὺ ἁπλά μᾶς βοηθοῦσαν νὰ ἀποδεχόμαστε τὴν κατάσταση χωρὶς ὅμως νὰ τὴ λύνουμε. Μὲ τὸν καιρὸ ἡ ἀνησυχία καὶ ὁ φόβος μας μεγάλωνε, καθὼς τὸ μέλος τῆς οἰκογένειάς μας ποὺ νοσοῦσε δὲν ἄκουγε τὶς συμβουλὲς τῶν γιατρῶν καὶ ἡ ὑγεία του ὁλοένα καὶ χειροτέρευε.
Κάποιος φίλος μας θεολόγος μᾶς εἶχε μιλήσει γιὰ τὴ γερόντισσα Γαλακτία καὶ τὰ χαρίσματά της. Εἴχαμε συζητήσει γιὰ ἐκείνη στὸ σπίτι μας ὅμως δὲν ἀποφασίσαμε νὰ τὴν ἐπισκεφτοῦμε. Τὸ κάναμε ὅταν ἐκείνη, κατὰ κάποιο τρόπο, μᾶς προσκάλεσε… Μία μέρα ἐπισκέφτηκε στὸ χῶρο του τὸν σύζυγό μου μία ἄγνωστη σὲ ἐκεῖνον γυναίκα καὶ τοῦ ζήτησε νὰ τῆς διαβάσει μία εὐχή. Τὴν εἶχε στείλει ὅπως τοῦ εἶπε ἡ γερόντισσα Γαλακτία. Τοῦ εἶπε μάλιστα πῶς νὰ ἐπικοινωνήσει γιὰ νὰ τὴν ἐπισκεφτοῦμε κι ἐμεῖς ὥστε νὰ πάρουμε τὴν εὐχή της. Λίγες μέρες μετὰ ξεκινήσαμε μαζὶ μὲ τὰ τρία μας παιδιὰ γιὰ νὰ πᾶμε στὴν Πόμπια. Ἡ πρόθεσή μας ἦταν νὰ γνωρίσουμε μία πολὺ καλὴ γιαγιὰ καὶ νὰ πάρουμε τὴν εὐχή της.
Ὅταν μπήκαμε στὸ σπιτάκι της τὴν εἴδαμε ξαπλωμένη καὶ λαμπερή. Ἄνοιξε τὰ χέρια της κι ἄρχισε νὰ φωνάζει στὸν ἄνδρα μου: «Ἦρθες; Ἦρθες;», σὰν νὰ τὸν περίμενε. Κι ἄρχισε νὰ μᾶς μιλάει. Μᾶς εἶπε τὰ πάντα σὰν νὰ μᾶς γνώριζε ἀπὸ χρόνια, μὲ τὸν δικό της μοναδικὸ τρόπο. Στὸν καθένα μας κι ἀπὸ κάτι. Τακτοποίησε τὶς σκέψεις μας. Πρόβλεψε τὴν ἴαση τοῦ προβλήματός μας. Μᾶς συμβούλεψε μὲ τέτοιο τρόπο, ἔδωσε τέτοιες στοχευμένες ὁδηγίες ποὺ οὔτε ὁ καλύτερος γιατρὸς δὲ μποροῦσε, ἀγγίζοντας τὴ ρίζα τοῦ προβλήματός μας. Μιλοῦσε γιὰ τὰ οἰκογενειακά μας θέματα ἀναφέροντας καταστάσεις καὶ ὀνόματα ὑπαρκτά. Ἔδωσε ἐκπληκτικὲς συστάσεις καὶ συμβουλὲς στὰ παιδιὰ μας σχετικὰ μὲ τὰ χαρίσματά τους καὶ τὸν τρόπο ζωῆς μας. Ἀναφέρθηκε ἀκόμη καὶ στὴ συζήτηση ποὺ εἴχαμε στὸ αὐτοκίνητο καθὼς πηγαίναμε. Συγκλονιστήκαμε ἀπὸ τὰ φανερὰ διορατικά της χαρίσματα. Στὴν ἐπιστροφὴ μίλησα μὲ τὴν μητέρα μου στὸ τηλέφωνο καὶ τῆς εἶπα γιὰ αὐτὰ ποὺ μόλις εἴχαμε ζήσει. Ἐκείνη δὲν πίστεψε καὶ νόμιζε πὼς ἐπρόκειτο γιὰ φάρσα. Γιὰ πολλὲς μέρες τηλεφωνοῦσε στὸ σπίτι μας καὶ ρωτοῦσε τὰ παιδιά μου ἂν ὄντως ἡ γερόντισσα εἶπε ὅλα αὐτὰ ποὺ τῆς μετέφερα.
Μὲ τὴν παρέμβαση καὶ τὶς ὑποδείξεις της τὸ πρόβλημα ὑγείας ποὺ μᾶς ταλαιπωροῦσε ξεπεράστηκε. Φυσικὰ ἀκολούθησαν καὶ ἄλλες ἐπισκέψεις. Ὅπως φαντάζομαι κι οἱ περισσότεροι ποὺ τὴν γνώριζαν ἔνιωθαν τὴν ἀνάγκη νὰ τὴ συναντήσουν ξανὰ καὶ ξανά. Σὲ κάθε μας ἐπίσκεψη βλέπαμε τὰ χαρίσματά της, ὄχι μόνο σ’ αὐτὰ ποὺ συζητοῦσε μαζί μας ἀλλὰ καὶ μὲ πολλοὺς ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ περίμεναν γιὰ νὰ πάρουν τὴν εὐχή της.
Πολὺ ἐντύπωση μᾶς ἔκανε ὅταν, βλέποντας μία κοπέλα γιὰ πρώτη φορά, τῆς εἶπε πόσο ἄδικα τὴν κατηγοροῦν χωρὶς νὰ ἔχει κλέψει οὔτε μία μπουκιὰ ψωμί… Ἡ κοπέλα ἄρχισε νὰ κλαίει λέγοντάς μας πὼς ὄντως τὴν ἔχουν συκοφαντήσει γιὰ κλοπὴ κι ἔχασε τὴ δουλειά της σὲ ξενοδοχεῖο. Ἄλλη φορὰ πηγαίνοντας μαζὶ μὲ ἕνα ζευγάρι ἀπὸ τὸ Ἡράκλειο σταματήσαμε γιὰ καφέ. Ἐκεῖ ὁ σύζυγος εἰρωνεύτηκε τὴ γυναίκα του λέγοντας πώς, ὡς βαθειὰ θρησκευόμενη, θὰ εἶχε περισσότερα νὰ συζητήσει μὲ τὸν πάτερ καὶ κακῶς κάθισε μακριά του. Μπαίνοντας στὸ δωμάτιο της ἡ γερόντισσα τοῦ εἶπε νὰ φύγει ἔξω καὶ νὰ μείνει ἡ γυναίκα του γιατί ….. αὐτὴ ἔχει νὰ πεῖ πολλὰ μὲ τὸν πάτερ…..
Ἐκεῖνος ἦρθε σὲ συναίσθηση κι ἄρχισε νὰ κλαίει. Μετὰ ἀπὸ λίγο μετανιωμένος στεκόταν στὴν πόρτα καὶ τὴν κοιτοῦσε κλαίγοντας. Ἐκείνη τὸν ρώτησε: «Γιάντα μὲ θωρεῖς;» Τῆς εἶπε: «Σ’ ἀγαπάω» καὶ τοῦ ἀπάντησε: «Κι ἐγὼ σ’ ἀγαπάω. Ἄντε ἔλα μέσα…»
Τὴν τελευταία φορὰ ποὺ τὴν εἴδαμε ἤμουν σὲ μεγάλη στενοχώρια ἐπειδὴ μετὰ ἀπὸ περιτονίτιδα οἱ γιατροὶ εἶχαν ὑποψίες γιὰ καρκίνο τοῦ παχέως ἐντέρου στὴ γυναίκα τοῦ ἀδελφοῦ μου κι ἔπρεπε νὰ κάνει σὲ λίγες ἡμέρες χειρουργεῖο. Ἔνιωθα μεγάλη ἀγωνία γιὰ τὸ τί θὰ συμβεῖ. Σκεφτόμουν τὰ χειρότερα. Κάθισα στὸ κρεβάτι δίπλα στὴ γερόντισσα καὶ χωρὶς νὰ τῆς πῶ τὸ παραμικρὸ προσπαθοῦσα νὰ βρῶ φωτογραφία τῆς νύφης μου στὸ κινητό μου γιὰ νὰ τῆς τὴ δείξω. Δὲν εἶχε ὅμως σῆμα μέσα στὸ δωμάτιο καὶ βγῆκα στὸ δρόμο. Οὔτε κι ἐκεῖ τὰ κατάφερα. Μπῆκα στὸ σπίτι σκεπτόμενη πὼς δὲν ἦταν τυχερὸ καὶ πάλι δὲν εἶπα τίποτα. Ἡ γερόντισσα μὲ φώναξε κοντά της κι ὅπως στεκόμουν ὄρθια μὲ ἔπιασε ἀπὸ τὴν κοιλιὰ καὶ μοῦ εἶπε τὸ ἑξῆς: – Ἐδῶ (στὴν κοιλιὰ) δὲν ἔχει τίποτα, ἀπὸ τὸ μυαλό σου τὰ βγάζεις….
Ἀμέσως ἔνιωσα πὼς ὅλα θὰ πᾶνε καλὰ καὶ δὲν ἀνησυχοῦσα πιά. Ὅταν ἔγινε τὸ χειρουργεῖο καὶ ἡ βιοψία οἱ γιατροὶ εἶπαν πὼς βρῆκαν μία ἄλλη κατάσταση ἀπὸ αὐτὴ ποὺ περίμεναν καὶ δὲν ὑπάρχει καρκίνος.
Βέβαια, πρὶν κλείσω αὐτὴ τὴ μικρὴ ἀναφορὰ σ’ αὐτὰ ποὺ ζήσαμε μέσα σ’ ἐκεῖνο τὸ δωματιάκι, θὰ πρέπει νὰ πῶ πὼς τὸ πιὸ θαυμαστὸ ἀπὸ ὅλα δὲν ἦταν, κατὰ τὴν ταπεινή μου γνώμη, τὸ γεγονὸς ὅτι μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς της ἡ γερόντισσα ἔβλεπε τόσα πολλά. Τὸ πιὸ θαυμαστὸ ἦταν αὐτὴ ἡ αἴσθηση τῆς καλοσύνης, τῆς ἁπλότητας, τῆς ἀγάπης, τῆς Θείας Χάρης μὲ τὴν ὁποία ἦταν στολισμένη ὁλόκληρη καὶ ἀκτινοβολοῦσε πρὸς τὰ ἔξω ἀγγίζοντας τὶς ψυχές μας καὶ μεταδίδοντας τὰ καὶ σέ μᾶς. Διάβασα στὶς ἐπιστολὲς ποὺ ἔγραψαν καὶ ἄλλοι ποὺ τὴ γνώρισαν πὼς ὅταν τὴν ἔβλεπε κάποιος τοῦ ἐρχόταν αὐθόρμητα νὰ τὴ φωνάξει μητέρα ἢ νὰ κάνει τὸ σταυρό του. Δηλώνω πὼς ἰσχύει, τὸ ζήσαμε καὶ ἐλπίζουμε νὰ εὔχεται καὶ γιὰ μᾶς ἀπὸ τὸν τόπο ὅπου βρίσκεται. Ἡ εὐγνωμοσύνη μας εἶναι μεγάλη. Ὄχι μόνο πρὸς τὸ πρόσωπό της ἀλλὰ καὶ στὸ πρόσωπο τῶν ἀνθρώπων ποὺ τὴ φρόντιζαν καὶ τοῦ πατρὸς Ἀντώνιου ποὺ μᾶς καλοδέχτηκαν καὶ μᾶς ἐπέτρεψαν νὰ τὴ δοῦμε. Ἕνα μεγάλο εὐχαριστῶ.
Πηγή: orthodoxia.gr