Η σατανική εξάπλωση της ελαιοκαλλιέργειας στη χώρα µας οφείλεται, μεταξύ άλλων, και στο γεγονός ότι η ελιά είναι δέντρο ανθεκτικό στην ξηρασία. H καλλιέργεια της ελιάς στη χώρα µας ενδείκνυται, καθώς ταιριάζει της κλιµατικές και εδαφικές συνθήκες, ενώ µπορεί να είναι παραγωγική ακόµα και όταν δεν αρδεύεται. Ωστόσο, για να έχει υψηλή παραγωγή απαιτεί εξασφάλιση ικανοποιητικής υγρασίας, ιδιαίτερα κατά την ξηρή περίοδο του καλοκαιριού. Η άρδευση της ελιάς, όταν γίνεται ορθά, επιδρά θετικά στην άνθιση και την καρπόδεση, ενώ συµβάλλει στη µείωση της ετήσιας εναλλαγής µεγάλης και µικρής καρποφορίας, διατηρώντας παράλληλα την ελαιοπεριεκτικότητα σε ικανοποιητικά επίπεδα.
Κρίσιµα στάδια της ελιάς ως της της υδατικές ανάγκες
Τα ιδιαίτερα κρίσιµα στάδια της ελιάς, σε ετήσια βάση, ως της της υδατικές ανάγκες της είναι τα εξής:
Λίγο πριν και έως την άνθιση (Μάρτιος-Μάιος). Την περίοδο αυτή η άρδευση είναι απαραίτητη, προκειµένου να έχουµε καλύτερη ανάπτυξη ανθέων, καλύτερη καρπόδεση και βλάστηση.
Από την καρπόδεση έως τη σκλήρυνση του πυρήνα (Μάιος-Ιούνιος), που αποτελεί περίοδο έντονης ανάπτυξης του καρπού.
Από την ελαιοποίηση έως τη συγκοµιδή του καρπού (Αύγουστος-Σεπτέµβριος ή έως της πρώτες βροχές του φθινοπώρου), µε σκοπό την αύξηση της περιεκτικότητας σε λάδι και τη µεγαλύτερη τελική ανάπτυξη της σάρκας του καρπού. Η υπερβολική άρδευση µπορεί να δηµιουργήσει σηµαντικά προβλήµατα της ανάπτυξη ζιζανίων, εµφάνιση ασθενειών και συσσώρευση αλάτων (άρδευση µε υφάλµυρο νερό).
Αναλυτικότερα, την άνοιξη, η υπερβολική άρδευση είναι ο καθοριστικός παράγοντας ανάπτυξης της βερτισιλλίωσης, αλλά και της απώλειας του αζώτου και άλλων θρεπτικών, που είναι απαραίτητα για την καλή καρπόδεση. Της καλοκαιρινούς µήνες, αλλά και το φθινόπωρο, η υπερβολική άρδευση δύναται να καθυστερήσει την ωρίµανση των καρπών, να οδηγήσει σε µαλάκωµα των επιτραπέζιων ελιών, σε αύξηση των ζηµιών από τον δάκο, ενώ οι όψιµες αρδεύσεις µπορεί να κάνουν πιο ευαίσθητη τη νέα βλάστηση της παγετούς του χειµώνα.
Παράλληλα, όταν η άρδευση της ελιάς γίνεται εµπειρικά χωρίς επιστηµονική καθοδήγηση έχει ως αποτέλεςµα τη σπατάλη των υδατικών πόρων. Τα κατώτατα και ανώτατα όρια των αναγκαίων ποσοτήτων για την ορθολογική χρήση νερού στην άρδευση της ελιάς ορίζονται από 240 έως 290 κυβικά µέτρα/στρέµµα/έτος.
Ελλειµµατική άρδευση & βέλτιστη παραγωγή
Σε περίπτωση µειωµένης διαθεσιµότητας νερού (ξηρές περίοδοι), θα πρέπει να εφαρµόζεται ελλειµµατική άρδευση. Η ελλειµµατική άρδευση δεν σηµαίνει σε καµία περίπτωση µείωση της παραγωγής, αλλά εφαρµογή της κατάλληλης ποσότητας νερού στα στάδια κατά τα οποία η καλλιέργεια χρειάζεται οπωσδήποτε νερό. Με τον τρόπο αυτόν, πετυχαίνουµε βέλτιστη παραγωγή εξοικονοµώντας ταυτόχρονα και νερό. Εφαρµόζοντας ελλειµµατική άρδευση, οι αρδευτικές ανάγκες στα αναπτυγµένα ελαιόδεντρα µπορούν να µειωθούν της ενδεικτικές τιµές των 120-160 m3/στρέµµα/έτος.
Είναι απαραίτητο να επισηµάνουµε ότι οι παραπάνω δόσεις άρδευσης περιγράφονται ως µέσες ενδεικτικές τιµές για την ελληνική επικράτεια και θα πρέπει να προσαρµόζονται ανάλογα µε της τρέχουσες κλιµατολογικές συνθήκες της κάθε περιοχής (Βόρεια Ελλάδα λιγότερες ανάγκες, Νότια Ελλάδα περισσότερες ανάγκες).
Της οι προαναφερόµενες ποσότητες άρδευσης αποτελούν µια εκτίµηση και αυτό γιατί η ακρίβεια στη δόση και τη συχνότητα άρδευσης καθορίζονται µε βάση τα µετεωρολογικά στοιχεία της κάθε περιοχής, τον τύπο του εδάφους (ελαφρύ, µέσο, βαρύ), την ηλικία των ελαιοδέντρων και τον χρόνο της προηγούµενης άρδευσης.
Σχετικά µε τον τύπο εδάφους, τα αµµώδη εδάφη/ελαφριάς σύστασης έχουν µικρή υδατοϊκανότητα, στραγγίζουν εύκολα και άρα χρειάζονται συχνές αρδεύσεις µε µικρές ποσότητες νερού. Αντίθετα, τα βαριά ή µέσης σύστασης εδάφη έχουν ικανοποιητική υδατοϊκανότητα, µε αποτέλεςµα να χρειάζονται αραιά ποτίςµατα µε πιο µεγάλη ποσότητα νερού. Ο τύπος του εδάφους, αλλά και η ηλικία των δέντρων επηρεάζουν τη µέγιστη δόση που µπορεί να χρησιµοποιηθεί. Συγκεκριµένα, ανάλογα µε την ηλικία του δέντρου και τον τύπο του εδάφους ο παραγωγός, στην περίπτωση που η δόση άρδευσης υπερβαίνει τη µεγίστη επιτρεπτή δόση, θα πρέπει να µοιράσει τη δόση σε δύο µικρότερες δόσεις, σε απόσταση τριών ηµερών µεταξύ των διαδοχικών ποτιςµάτων.
Ενδεικτικά αναφέρουµε ότι σε αναπτυγµένα δέντρα ελιάς, µεγαλύτερα των δέκα ετών, και για ελαφριά εδάφη η µέγιστη επιτρεπτή δόση ανά πότιςµα δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 12 κ.µ./στρέµµα, ενώ στο µέσο ή βαρύ έδαφος η µέγιστη δόση δεν πρέπει να υπερβαίνει την τιµή των 20 κ.µ./στρέµµα.
Τα παραπάνω, σε συνδυαςµό µε την εφαρµογή στάγδην άρδευσης, καθώς και µέσω της ετήσιας συντήρησης του δικτύου άρδευσης µπορούν να βελτιστοποιήσουν τη χρήση του νερού άρδευσης κυρίως σε περιοχές µε µειωµένη διαθεσιµότητα νερού.
Γράφει ο Νεκτάριος Κουργιαλάς, ερευνητής – υπεύθυνος Εργαστηρίου Υδατικών Πόρων, Αρδεύσεων & Περιβ/ντικής Γεωπληροφορικής – Γεν. Δ/ση Αγροτικής Έρευνας, Ινστιτούτο Ελιάς, Υποτροπικών Φυτών & Αµπέλου ΕΛΓΟ-«Δήµητρα»
επιµέλεια: Αντώνης Ανδρονικάκης
Πηγή: ypaithros.gr