Γράφει ο Μιχάλης Στρατάκης*
Ξημερώνει του Άη Βαλεντίνου, μεγάλη η χάρη του, κι εγώ τάμα του το ‘χω, κάθε χρονιά στη γιορτή του να βάνω στο θυμιατό της μνήμης μου, αντί μοσκολίβανο, θύμησες από τους μιλιούνια έρωτες μου.
Αυτό κάνω και φέτος, με μεγάλη μου χαρά, διότι το δύσκολο δεν είναι να βρω ερωτοθύμησες, το δύσκολο είναι να βρω μοσκολίβανο.
Από την ημέρα που θυμάμαι τον εαυτό μου, που λέτε, τον θυμάμαι να κολυμπά στα νερά της καψούρας.
Δεν ξέρω τι πρεσβεύουν οι επιστήμονες, εγώ πάντως ξέρω ότι ο ερωτιάρης άνθρωπος, γεννιέται ερωτιάρης. Δεν γίνεται. Το ξέρω από τον εαυτό μου. Εγώ, γεννήθηκα ερωτιάρης. Περί αυτού, η απειροελάχιστη δεν υπάρχει αμφιβολία. Τουλάχιστο σε μένα. Δεν θυμάμαι ούτε μία μέρα στη ζωή μου, που να μην ήμουν ερωτευμένος. Από την ημέρα που θυμάμαι τον εαυτό μου, τον θυμάμαι να κολυμπά στα νερά της καψούρας. Από τόσο δα νιάνιαρο.
Είμαι βέβαιος ότι και κατά τη νηπιακή ηλικία μου, ερωτευμένος θα ήμουν. Απλώς, οι γονείς μου δεν θεώρησαν σωστό να με ενημερώσουν όταν μεγάλωσα, διότι είχαν σοβαρότερα πράγματα να ασχοληθούν.
Μέχρι και τη μαμή που με έφερε στον κόσμο, θα μπορούσα να την είχα ερωτευθεί.
Ο σκληρός δίσκος της μνήμης μου, ως πρώτον έρωτα, βασανιστικό και ανηλεή, έχει καταγεγραμμένη τη σχέση μου με μία συμμαθήτριά μου στην πρώτη δημοτικού. Μιλάμε για ολέθρια σχέση. Ιωάννα την έλεγαν. Μπορεί να μη θυμάμαι τα χαρακτηριστικά της, όμως θυμάμαι ότι ο πατέρας της ήταν μαραγκός. Στις Μοίρες. Ίσως, γι αυτό την ερωτεύτηκα. Ήλπιζα ότι εξ αιτίας αυτού του σφοδρού έρωτα, θα μπορούσα να αποκτήσω και το ξύλινο πατίνι που ονειρευόμουν. Θα μου το έφτιαχνε ο πεθερός μου. Βέβαια, υπήρχε το πρόβλημα πού θα εύρισκα τα ρουλεμάν για το πατίνι.
Αλλά και αυτό το πρόβλημα το έλυσα σύντομα. Ερωτεύτηκα και τη Γιούλα, την κόρη του κυρίου Μανταλενάκη, που είχε μηχανουργείο και άρα είχε και ρουλεμάν. Έτσι, βρέθηκα να είμαι ερωτευμένος, ταυτόχρονα, με δύο γυναικάρες. Και τι γυναικάρες, ίσαμε εκεί…κάτω.
Πάντως, υπήρχε κάτι το κοινό ανάμεσα σε εμάς τους τρεις, που αποτελούσαμε ιψενικό τρίγωνο: Και οι τρεις μας, κατουριόμασταν επάνω μας. Το γιατί αυτός ο μπερδεμένος έρωτας δεν κατέληξε σε αιματοχυσία και σε κρητική βεντέτα, οφείλεται στο ότι οι δύο ερωμένες μου, δεν είχαν πάρει χαμπάρι ότι ετύγχαναν ερωμένες μου. Κάπου μου είχε διαφύγει ότι έπρεπε να τις είχα ενημερώσει ότι ανήκαν σε μένα και σε κανέναν άλλον. Αλλά και σε άλλον να ανήκαν, σκασίλα μου μεγάλη. Εγώ, το πατίνι ήθελα.
Θυμάμαι την Ιωάννα στο σχολείο. Αυτή με παπούτσια, εγώ ξυπόλητος. Δεν μπορούσα να καταλάβω, πώς μπορούσε και περπατούσε φορώντας παπούτσια. Έλεγα μέσα μου ότι το πρώτο πράγμα που θα έκανα μόλις την παντρευόμουν, θα ήταν να πετάξω τα παπούτσια της για να μπορεί η κακομοίρα να πορπατεί σαν άνθρωπος, ξυπόλητη. Η άλλη γκόμενά μου, ήταν κι αυτή ξυπόλητη, όπως κι εγώ. Δεν ασχολούμουν, όμως, πολύ μαζί της, διότι προείχε να αποκτήσω την ξύλινη κατασκευή του πατινιού και μετά θα έβλεπα τι θα έκανα με τα ρουλεμάν.
Με το που πήγα στη Δευτέρα τάξη, ξέχασα και το πατίνι και τους δύο δεσμούς μου. Έτσι ήμουν εγώ. Άστατος στον έρωτα. Αυτή τη φορά, την καρδιά μου σούφρωσε μία κοπέλα ,σωστή θεά. Ευδοκία τη λέγανε. Έτσι νομίζω. Μπορεί και να τη λέγανε Αφροξυλάνθη. Αυτήν την αγάπησα, γιατί αφενός ήταν όμορφη και αφετέρου γιατί ο πατέρας της είχε ένα καρότσι και γυρνούσε στις Μοίρες πουλώντας παγωτά.
Πολύ μου άρεσαν τα παγωτά που πουλούσε ο πατέρας της κοπελιάς, γι αυτό ερωτεύτηκα την κοπελιά. Θα μπορούσα να είχε ερωτευθεί τον πατέρα της ή το καρότσι, αλλά εκ γενετής υπήρξα στρέιτ. Ούτε εκείνη η γυναίκα των ονείρων μου έμαθε ποτέ ότι κάθε βράδυ κυριαρχούσε στα όνειρά μου, δίπλα στο καρότσι με τα παγωτά του πατέρα της.
Άδοξα έληξε και αυτός ο έρωτας, εξαιτίας του ότι η Ευδοκία ή Αφροξυλάνθη, δεν τόλμησε ποτέ να μάθει ότι αν μου την έπεφτε, εγώ ήμουν διατεθειμένος να ενδώσω στις πιέσεις της. Φτάνει να έτρωγα παγωτά.
Μετά, φύγαμε από τις Μοίρες και μετακομίσαμε στο Ηράκλειο. Δεν έμαθα ποτέ τι απέγιναν οι τρεις πρώτες γυναίκες της ζωής μου. Ήμουν, πάντως, βέβαιος ότι ή σε μοναστήρι είχαν κλειστεί καλόγριες ή είχαν πάρει τα βουνά σαν την Αστέρω.
Στο Ηράκλειο, αντιμετώπιζα ένα μόνιμο πρόβλημα: Επειδή η πόλη ήταν μεγάλη, με άλλη ήμουν ερωτευμένος το πρωί, με άλλη το κολατσιό, με άλλη το μεσημέρι και με άλλη το βράδυ. Το απόγευμα το άφηνα ελεύθερο, για να μπορώ να παίρνω και μια ανάσα, διότι μικρός ήμουνα ακόμη για πολλές καταχρήσεις. Πολλοί και μεγάλοι οι πειρασμοί στο Ηράκλειο. Πειρασμοί στη γειτονιά, πειρασμοί στο σχολείο, πειρασμοί στο δρόμο, παντού πειρασμοί. Δεν ήθελα να χαλάσω το χατίρι κανενός πειρασμού. Γι αυτό τους ερωτευόμουν όλους, ανεξαιρέτως, και έτσι δεν υπήρχε πρόβλημα. Όλοι οι πειρασμοί ήταν κατευχαριστημένοι. Και ας μη γνώριζαν ότι εγώ ήμουν η αιτία της ευτυχίας τους.
Το είχα αυτό το κακό. Όποτε ερωτευόμουν, αντί να κοιτάξω πώς θα εξέφραζα τον έρωτά μου στο πρόσωπο των ονείρων μου, φρόντιζα να κάνω το ακριβώς αντίθετο. Να μη πάρει χαμπάρι ότι ήταν πρόσωπο των ονείρων μου. Ξέρω. Εκείνη η συμπεριφορά μου ήταν η αιτία που αμέτρητες γυναίκες βουτήχτηκαν στη δυστυχία, έως και στο βούρκο, επειδή δεν τους είχα προσφέρει τον έρωτά μου ως σανίδα σωτηρίας τους. Τι να έκανα όμως;
Τόσες πολλές που αγαπούσα, ήταν εκ των πραγμάτων αδύνατο να τις σώσω όλες από τον κατήφορο και την καταστροφή. Χιλιάδες κομμάτια έπρεπε να γίνω για να δώσω σε κάθε μία από μία σανίδα. Το έχω βάρος στη συνείδησή μου, αλλά δεν μπορούσα να κάνω και αλλιώς. Μέχρι που τέλειωσα το δημοτικό, έτσι πορευόταν η ερωτική ζωή μου. Από έρωτα σε έρωτα και από αγκαλιά σε αγκαλιά. Αγκαλιές οι ψευδαισθήσεις και τα όνειρα.
Στο γυμνάσιο, τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν κάπως. Πλέον, δεν ήμουνα μικρός, ήμουνα κοτζάμ γάιδαρος ετών δώδεκα. Φορούσα και το μαθητικό καπέλο της Εμπορικής Σχολής, το οποίο λειτουργούσε ως κράχτης για τις γυναίκες. Έτσι νόμιζα. Νόμιζα ότι το καπέλο ήταν κάτι σαν φετίχ για τα θηλυκά. Γι αυτό δεν το έβγαζα από το κεφάλι μου, ούτε την ώρα που κοιμόμουνα.
Τουλάχιστο τον πρώτο καιρό. Γιατί αργότερα, το καπέλο το είχα για να γυαλίζω τα παπούτσια μου. Τα γυάλιζα και μετά το ξαναθρόνιαζα στο κεφάλι μου. Καθότι, είχα ακούσει ότι και τα καλογυαλισμένα παπούτσια, τραβούσαν τις γυναίκες.
Το γυμνάσιο στο οποίο πήγαινα, ήταν μικτό. Αγόρια και κορίτσια μαζί. Σόδομα και Γόμορρα για την εποχή. Παράδεισος για μένα. Περισσότερο ερωτευόμουν, από ό,τι φτερνιζόμουν. Έρωτες, να φαν’ κι οι κότες. Όμως, ήμουν τάφος. Κύριος, που λένε. Ποτέ δεν μάθαινε καμία συμμαθήτρια ότι…τα είχαμε, χωρίς να το ξέρει. Μου έφτανε ότι εγώ ήξερα ότι τα είχαμε.
Σε κάνα δύο χρόνια, που μια περίεργη φωτιά άρχιζε να σιγοκαίει τα σωθικά μας, άρχισε και να αλλάζει η συμπεριφορά μου. Αισθανόμουν σαν το μπεγίρι που κλωτσάει το χώμα και χλιμιντρίζει. Δεν το εύρισκα και πολύ σικ να άρχιζα να κλωτσάω το χώμα και να χλιμιντρίζω, γι αυτό, φρόντιζα με πολιτισμένο τρόπο να στέλνω μηνύματα προς τις φοράδες,…με συγχωρείτε, προς τις συμμαθήτριές μου ήθελα να πω.
Τα μηνύματα έλεγαν καθαρά και ξάστερα, ότι ήθελα να κλωτσήσουμε μαζί το χώμα και μαζί να χλιμιντρίσουμε. Τελικά, είχα βαλθεί να μετατρέψω το σχολείο σε…στάβλο!
Έφταιγαν γι αυτό και τα καθίκια οι εντιμότατοι φίλοι και συμμαθητές μου, που με έσπρωχναν σε αυτή τη μεγάλη αμαρτία. Διαισθανόμουν ότι το έκαναν από τη ζήλια τους. Δεν μπορούσαν να χωνέψουν ότι εγώ είχα τις περισσότερες γκόμενες. Άσχετα αν αυτές δεν το ξέρανε. Πολλά προβλήματα μου δημιουργούσαν αυτοί οι αχρείοι.
Και από κοντά, κάποιοι καθηγητές, που δεν μπορούσαν να αποδεχτούν το ερωτικό ταμπεραμέντο που διέθετα. Όπως ο κύριος Καβουλάκης. Αρχαία μας έκανε. Εγώ, στη διάρκεια του μαθήματος, είχα ανοιχτό το βιβλίο <<Λυσίου Λόγοι>>, αλά μέσα του είχα και διάβαζα ένα λογοτέχνημα παγκόσμιας καταξίωσης, που είχε τον τίτλο <<Πικρή, μικρή μου αγάπη>>. Πώς, στο διάολο με πήρε χαμπάρι ο καθηγητής, ποτέ μου δεν έμαθα.
Μέχρι και τη μάνα μου κάλεσε στο σχολείο, για να την ενημερώσει σχετικώς. Ναι ρε, εγώ δεν γούσταρα τον Λυσία, γκόμενες γούσταρα! Δηλαδή, αν ήθελα να ρίξω μια γκόμενα, έπρεπε να ξέρω να της απαγγέλλω το…<<Χρεωστώ χάριν τω κατηγόρω μου κύριοι δικασταί>> ; Άσε μας ρε Καβουλάκη. Αυτονόητο τυγχάνει το ότι άλλες γκόμενες είχα στο σχολείο και άλλες στη γειτονιά μου. Το κοινό χαρακτηριστικό τους, ότι ούτε οι μεν ούτε οι δε το γνώριζαν.
Πάντως, εγώ μια χαρά ήμουνα. Έβλεπα και τους άλλους της παρέας τι γκόμενες είχαν. Η κατάσταση άρχισε να διαφοροποιείται στις δύο τελευταίες τάξεις του λυκείου. Τότε που αρχίσαμε, σιγά σιγά, να…μη φοβόμαστε τις γυναίκες.
Μέχρι που φτάσαμε στο σημείο, να φοβούνται οι…γυναίκες εμάς. Η νομοτέλεια είχε λειτουργήσει και σε αυτόν τον τομέα. Η φύση είχε μιλήσει εντός μας και είχε δώσει τα παραγγέλματά της. Σε όλους μας. Και στους άντρες και στις γυναίκες.
Με βάση εκείνα τα παραγγέλματα αρχίσαμε να πορευόμαστε έκτοτε. Στα χνάρια της φύσης.
Όμως, ποτέ δεν έπαψα να θυμάμαι, με συγκίνηση εκείνους τους παιδικούς έρωτές μου.
Άσχετα αν δεν υπάρχει το έτερο πρόσωπο για να μοιραστεί μαζί μου αυτή τη συγκίνηση.
Και πώς να υπάρχει αφού ποτέ δεν τόλμησα να το καταστήσω συμμέτοχο στον ανομολόγητο έρωτά μου;
* Ο Μιχάλης Στρατάκης είναι Δημοσιογράφος από τις Γκαγκάλες της Μεσαράς