Της Ζαμπίας Λαζανάκη
Μαμά μου …
Σου γράφω και σου κρατάω το χέρι…σαν το μικρό παιδί που φοβάται μη χαθεί.
Αυτό το χέρι που με χτένίσε, με τάισε, με χάιδεψε, με μάλωσε.
Αυτό το χέρι που μαλάκωσε, κηλίδωσε με τα χρόνια, πήρε το χρώμα του πιο νόστιμου φρεσκοψημένου γλυκού ψωμιού που ζύμωνε.
Σε βλέπω να φεύγεις…και πονάω πιο πολύ από ότι πονάς εσύ. ..κι ο Χρήστος μας και ο Γιώργος μας και οι Κατερίνες μας και ο Βαγγέλης μας και τα εγγόνια σου…Όλοι… πονάμε πολύ.
Θέλω να στο διαβάσω πριν φύγεις.
Όπως στα διάβαζα όλα όσα έγραφα για σένα.
Έξι μήνες σου έδιναν οι γιατροί.
Έξι μήνες επώδυνης ζωής και εσύ τους έκανες χρόνια.
Έξι χρόνια με τον καρκίνο μέσα σου.
Έξι χρόνια που καινούριες λέξεις ψιθύριζαν τα χείλη μας…να μην τις ακούσεις και φοβηθείς.
Υπεζωκότα , μεσοθηλίωμα, καρκίνος στον πνεύμονα, εσύ, που δεν κάπνισες ποτέ, εσύ που μεγάλωνες μαζί με δέντρα και πουλιά.
Συγγνώμη μαμά μου που δε στο είπαμε ποτέ …ακόμα και στο τέλος που μας ρωτούσες ξέπνοα ..”Τι έχω;”
Για να προλάβεις δε στο είπαμε μαμά μου, για να προλάβεις λίγη ζωή ακόμα.
Και πρόλαβες ό,τι είναι η ζωή ,ανάκατη και πόνο ,μεγάλο πόνο μα και χαρά…
Φεύγεις και παίρνεις άλλο ένα κομμάτι, της ψυχής μας ,του ουρανού μας, του όλα όσα στερεωθήκαμε…μα όλα θα γυρίζουν κάποιες στιγμές, ντυμένα αναμνήσεις σαν παρηγοριά σε όλα τα κενά μας.
Ούτε ένα κομμάτι μας ούτε μια στιγμή μας δεν θα είναι ίδια πια …το ξέρουμε καλά.
Ορφανέψαμε…
Σε ευχαριστούμε μάνα μας για όλα όσα μας έδωσες απλόχερα.
Σε ευχαριστούμε για τον πλούτο σου που έγινε πλούτος μας.
Φοβάσαι τον θάνατο, την μοναξιά το ξέρω .
Φοβάσαι χωρίς εμάς …
Μη φοβάσαι μάνα, εκεί στο φως μόνη δε θα είσαι …
Σε περιμένει ο πατέρας που άντεξε 10 χρόνια μακριά σου αυτός που δεν άντεχε λεπτό.
Σε περιμένει ο Μιχάλης μας να φιλήσει τα χέρια που του έπλαθαν τα χρυσοσισαμένια κουλούρια που λάτρευε.
Πόση παγωνιά αυτή η Άνοιξη μαμά ,πόσο συντρίμμι…
Σε σκεπάζω μην κρυώνεις στο Θεό.
Ξεκουράσου.
Καληνύχτα μαμά μου.