Μετά τις πρώτες βροχές αρχίζουν να βλασταίνουν πολλά εδώδιμα χορταρικά. Ανάμεσά τους είναι και οι βρούβες. Οι βρούβες είναι από τα πιο κοινά και δημοφιλή άγρια χόρτα στην Ελλάδα. Φυτρώνουν παντού και επειδή δεν έχουν νόημα να καλλιεργηθούν όπως οι ζοχοί, συλλέγονται και πουλιούνται στις λαϊκές αγορές σαν άγρια χόρτα.
Η βρούβα ανήκει στην οικογένεια των Σταυρανθών ή Κραμβοειδών. Οι βρούβες έχουν ζωηρά κίτρινα άνθη, που σχηματίζουν ταξιανθίες και τα φύλλα είναι μετρίου μεγέθους που εναλλάσσονται. Ανθίζουν από το Μάρτιο μέχρι και τον Οκτώβριο. Μπρούμπες (κν βρούβα=Sinapis arvensis, κν σινάπι=S. alba, μαυρόβρουβα=S. nigra, αγριόβρουβα=Sisybrium officinalis, πικρόχορτο= Sisybrium irio). Με το όνομα ”βρούβα”υπάρχουν αρκετά άγρια χόρτα. Τα συναντάμε με διάφορα ονόματα όπως αγριόβρουβα, ραπανόβρουβα, λαψανόβρουβα, σκυλόβρουβα, γλυκόβρουβα, μαυρόβρουβα.
Ανήκουν στα γένη σινάπι (Sinapis), σισύμβριo (Sisymbrium) και ερύσιμο ή αγριοκάρδαμο (Erysimum). Στο γένος σινάπι περιλαμβάνονται τρία υποείδη. Το κοινό σινάπι ή άσπρη βρούβα (Sinapis alba), τη μαύρη βρούβα (Sinapis nigra) και την άγρια βρούβα (Sinapis arvensis). Η διαφορά τους βρίσκεται στο χρώμα των νευρώσεων που έχουν τα φύλλα τους, στο αρχικό στάδιο βλάστησης όταν σχηματίζουν ροζέτα. Συγγενείς με το σινάπι είναι και τα μπρόκολο, κουνουπίδι, λάχανο κ.ά. Η βρούβα ή η σινάπι είναι γνωστή από την εποχή του Ιπποκράτη. Στα μεσαίωνα το χρησιμοποιούσαν ως συντηρητικό των τροφών, γιατί σταματά τη δράση των μικροοργανισμών.
Τα είδη S. alba, S. nigra και S. juncea καλλιεργούνται στην Ουγγαρία, Γαλλία, Βρετανία, Καναδά και Η.Π.Α για τα καυτερά τους σπόρια από τα οποία παρασκευάζεται το γνωστό καρύκευμα μουστάρδα. Οι σπόροι αυτοί περιέχουν φυτικά έλαια και ένα ισχυρό υδρολυτικό ένζυμο που ονομάζεται μυροσίνη. Όταν ξεραθούν, κονιοποιηθούν και ανακατευτούν με νερό, τότε γίνεται μια χημική αντίδραση, η οποία δίνει ένα έλαιο (αλυλοσιναπέλαιο) που έχει οσμή ερεθιστική και γεύση καυτερή και στυφή. Από τη λευκή βρούβα παρασκευάζεται η λευκή μουστάρδα, από τη μαύρη βρούβα η μαύρη μουστάρδα, ενώ η καφετιά παρασκευάζεται από το είδος Brasica juinca.
Μια παραλλαγή του είδους ”λευκή βρούβα”, που είναι γνωστή ως ”βρουβολάψανο”, είναι αυτοφυής στην Ελλάδα. Οι καρποί του είναι αγκαθωτοί, τα σπόρια του κίτρινου και το έλαιο των σπόρων του χρησιμοποιείται ως φωτιστικό καύσιμο. Οι βρούβες, τρώγονται τα φύλλα σε βραστή σαλάτα με ελαιόλαδο και λεμόνι. Πολύ νόστιμα και τρυφερά είναι τα ανθοφόρα βλαστάρια τους που κόβονται μαζί με τα μπουμπούκια νωρίς την άνοιξη. Ονομάζονται πορίχια ή τσιμπιτή βρούβα, από τον τρόπο που κόβονται, σαν να τσιμπάμε τους πολύ τρυφερούς βλαστούς. Στις γλυκές βρούβες τα ”τσιμπιτά” λέγονται και ”γλυκοβλάσταρα”.
Γίνονται βραστά, όπως και τα φύλλα, αλλά σε πολλά χωριά συνηθίζουν να βάζουν σε λαδερά φαγητά με κουκιά ή αράκα. Γενικά, οι βρούβες δίνουν μια κάπως βαριά μυρωδιά, παρόμοια με του μπρόκολου. Αποδίδουν μία ελαφρώς καυστική γεύση, πικρή, που παντρεύεται με τη γεύση του λαδιού και πηγαίνει άριστα με τα ψάρια. Το σινάπι έχει διεγερτική επίδραση σε όλες τις λειτουργίες του οργανισμού και δίνει μια αίσθηση μαύρου, ενώ με κάποιους «σιναπισμούς».
Το σινάπι ή βρούβα, έχει πάρα πολλές θεραπευτικές προτάσεις και εκτός από τη γνωστή μουστάρδα χρησιμοποιείται ως αφέψημα, ζωμός, αλεύρι, λάδι (σιναπόλαδο), έγχυμα, κατάπλασμα κ.ά. Πρέπει να αποφεύγεται η χρήση του σκέτου σιναπόσπορου γιατί είναι πολύ καυστικός, όπως και του αδιάλυτου σιναπόλαδου στο δέρμα γιατί προκαλεί εγκαύματα. Καλό θα είναι οι υπερτασικοί να αποφεύγουν το σινάπι. Όλες οι βρούβες έχουν φαρμακευτικές ουσίες και η βρώση τους θεωρείται καθαρτική, αποτοξινωτική, η οποία με ευεργετικά αποτελέσματα στο κυκλοφοριακό και την καρδιά.
Από την αρχαιότητα οι σπόροι του σιναπιού πιστεύεται ότι έχουν διεγερτικές ικανότητες. Η παροιμιώδης έκφραση ”πήγε για βρούβες” χρησιμοποιείται για πράξεις ανώφελες, που δεν έχουν κανένα πρακτικό σκοπό ή αποτέλεσμα. Κι αυτό λέγεται, διότι οι βρούβες είναι τόσο κοινές και φυτρώνουν παντού, ώστε δεν πρόκειται να βάλει κάποιος στόχος να βρει και να μαζέψει βρούβες.
ΠΗΓΗ: enallaktikidrasi.com