Επιμέλεια: Κώστας Γ. Τσικνάκης
Έμενα τότε στην οδό Πατριάρχου Ιωακείμ, στην πολυκατοικία που είναι κοντά στην πλατεία.
Από κάτω μου καθόταν η κ. Μικρουλάκη, η οποία βρισκόταν σε επαφή με τον Παλαμά.
Όπου με ξυπνάει πρωί πρωί, λέω: «Τι με θέλετε;». Ήμουν άρρωστη με πυρετό. «Ξέρετε», λέει, «τη νύχτα πέθανε ο Παλαμάς κι ακόμη δεν το ξέρει κανένας».
Λέει «να πάρουμε μια φωτογραφία τον Παλαμά…».
Κι εγώ τότε σηκώθηκα, ντύθηκα και πήγα.
Τόσο που με συγκινούσε ο Παλαμάς εμένα…
Μα ήταν σαν παιδάκι, έτσι ήρεμος.
Αλλά πώς να τον φωτογραφίσω;
Δεν είχα φλας, δεν χρησιμοποιούσα φλας.
Ήταν οι νοσοκόμες ακόμα εκεί.
Και τότε τους λέω: «Είναι δυνατόν να τον μεταφέρουμε στο παράθυρο κοντά;»
Τον μεταφέρανε, ήταν μικρόσωμος, και τον πλησίασα στο παράθυρο και τότε του τράβηξα δυο τρεις φωτογραφίες.
Τη μία την έδωσα στον [Άλκη] Ξανθάκη.
Απόσπασμα από συνέντευξη το 1989 της Βούλας Παπαϊωάννου στη Ρούλα Μιχαηλίδου, τη Φανή Κωνσταντίνου και τον Νίκο Σαραβάνο για το Φωτογραφικό Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη.
Δημοσιεύεται στην έκδοση: Κώστας Ν. Χατζηπατέρας – Μαρία Φαφαλιού-Δραγώνα, «Μαρτυρίες 41-44. Η Αθήνα της Κατοχής», τόμ. Α΄ (Αθήνα, Κέδρος, 2002).