Γράφει ο Λάμπης Σηφάκης, συνταξιούχος εκπαιδευτικός
Βρισκόμαστε στις δεκαετίες 50 και 60.
Εγώ μικρό παιδί περνούσα πάντοτε τα καλοκαίρια στη Γέργερη στο σπίτι του παππού, Φραγκιού Φραγκιαδάκη.
Οι μέρες περνούσαν και πλησιάζαμε την εποχή των αλωνιών, οπότε με ένα κομβόι τριών και τεσσάρων ζώων παίρναμε τον δρόμο για την Πλουτή για να συναντήσουμε τους σιμισάρηδες (όπως τους έλεγαν τότε), τον Κριγιαροδημήτρη και το γιο του το Στέλιο.
Η παραμονή μας κρατούσε 2-3 μέρες κατά τη διάρκεια της οποίας θα μου μείνουν αξέχαστα τα βράδια στα αλώνια, τα καλαμπούρια, τα πειράγματα, οι ιστορίες του παππού και του Κριγιαροδημήτρη.
Αφού τελείωνε το αλώνισμα, το λίχνισμα, ο καρπός έμπαινε στα τσουβάλια, και ο Στέλιος αναλάμβανε τη μεταφορά τους στη Γέργερη. Θ
υμάμαι το Στέλιο το λεβεντόκορμο αυτό άνθρωπο να αδειάζει τον καρπό στον οντά του παππού με δυο και περισσότερες στραθιές.
Ο καιρός πέρασε και μετά από πολλά χρόνια συνάντησα τον Στέλιο μαζί με τις δυο κόρες του στους Αγίους Τόπους για προσκύνημα. ´
Εκτοτε όταν περνούσα από τον Αμπελούζο ερχόμενος από την Ψαλίδα από πότισμα σταματούσα στο σπίτι του και αρχίζαμε τις ιστορίες.
“ Στέλιο, έχεις καλές εντυπώσεις από τον παππού τον Φραγκιαδάκη;”, τον ρωτούσα.
“ Λάμπη παιδί μου, σαν τον άνθρωπο αυτόν η πάνω Ρίζα βγάζει κάθε εκατό χρόνια. Θα σου διηγηθώ μια ιστορία και θα καταλάβεις πολλά. Το 1956 με κάλεσε στη Γέργερη για να μου ανακοινώσει κάτι σοβαρό. Στέλιο, μου λέει, σκέφτηκα να σου γράψω ένα χωράφι στην τοποθεσία ‘Λημνιά’ για τις υπηρεσίες και την τιμιότητά σου για πάνω από 50 χρόνια. Στο άκουσμα αυτής της είδησης σηκώθηκα και με αυστηρό ύφος του απάντησα: “Α, Μπάρμπα, μην το ξαναπείς αυτό! Δεν θέλω τίποτε γιατί έχεις κοπέλια” και τα μάτια του τρέχανε δάκρυα.
Αυτός ήταν ο Κριγιαροστελιανός, άνθρωπος εργατικός, καλοσυνάτος, μα πάνω από όλα τίμιος.
Ευτύχησε, βέβαια, μαζί με τη σύζυγό του τη Βαγγελιώ και με τις κόρες του κάνοντας μια χριστιανική οικογένεια και έφυγε από τη ζωή σε βαθιά γεράματα.
Να είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει!