Από παιδί ήμουν γεμάτος μουσική και αισθανόμουν την ανάγκη να συνθέτω, να παίζω και να τραγουδώ.
Ακόμα και στον ύπνο μου, στα όνειρά μου, έβλεπα μουσική.
Στα πρώτα βήματα του ρεμπέτικου γράφτηκαν πολλά τραγούδια γύρω από τις φυλακές και τα ναρκωτικά.
Προσωπικά δεν ένιωσα την ανάγκη να γράψω τραγούδια με τέτοιο περιεχόμενο με τρεις μόνο εξαιρέσεις:
Όταν συμβεί στα πέριξ,
Η δροσούλα,
Μάγκας βγήκε για σεργιάνι.
Ναι, έπαιξα κι εγώ σε τεκέ αλλά για ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα.
Δεν ήταν κάτι που ταίριαζε στο χαρακτήρα μου, στον ψυχικό μου κόσμο.
Η μεγάλη ανέχεια που με έδερνε εκείνη την εποχή με είχε αναγκάσει να παίξω σε τεκέ κι όχι επειδή το επιζήτησα.
Από την πρώτη στιγμή που μπήκα μέσα εκεί, κατάλαβα πως η ατμόσφαιρα του τεκέ δεν μου πήγαινε.
Γι’ αυτό και τελικά είναι ζήτημα αν έκατσα δεκαπέντε μέρες…
Το 1948, στον Εμφύλιο, βρισκόμουνα στη Θεσσαλονίκη.
Με καλέσανε να πάω σε ένα στρατιωτικό νοσοκομείο, να παίξω για τους τραυματίες.
Είχα γράψει τότε τον ”Τραυματία”.
”Πέφτουν οι σφαίρες σαν το χαλάζι
κι ακουμπισμένος σ’ ένα δεντρί,
ο τραυματίας αναστενάζει
και τη μανούλα του ζητάει να δει.”
Μόλις μπήκα στο θάλαμο κι άρχισα να παίζω με το μπουζούκι και να λέω το τραγούδι, σηκωθήκανε απάνω, το ‘ριξαν στο τραγούδι, και εκείνοι με τα κομμένα πόδια ήθελαν ακόμα και να χορέψουν!
Μπήκε ένας γιατρός αναστατωμένος:
”Μη κύριε Τσιτσάνη”, μου είπε παρακαλετά, ”μη συνεχίσετε, τα τραύματά τους αιμορραγούν και όπως κάνουν προσπάθεια να σηκωθούν, θα πεθάνουνε!”
Ήταν κάτι το εκπληκτικό.
Άνθρωποι μεσοπεθαμένοι, να ακούνε ένα τραγούδι, και να ανασταίνονται, να γίνονται γίγαντες!
Στα περισσότερα τραγούδια μου υπάρχουνε στοιχεία που ξυπνούν τον ηρωισμό και τη λεβεντιά,που πιστεύω ότι υπάρχουν ακόμα και μέσα στους αδύναμους, στους συνεσταλμένους ανθρώπους.
Βασίλης Τσιτσάνης
……………………………………………………………………
Σαν σήμερα, το 1918, γεννήθηκε και πέθανε, το 1984, ο Βασίλης Τσιτσάνης
Πηγή: Πρόσωπα