Στη Θεσσαλονίκη εμπνεύστηκα τη Συννεφιασμένη Κυριακή.
Αποβραδίς είχε γίνει μπλόκο από τους Γερμανούς σε ένα κουτούκι και κανείς μας δεν ήξερε ποιος θα φύγει ζωντανός από εκεί μέσα.
Με έβαλαν κι έπαιζα μέχρι το πρωί.
Το χάραμα μας άφησαν να φύγουμε.
Εκείνη τη χειμωνιάτικη νύχτα μιας Κυριακής, είδα τον θάνατο ενός παλικαριού.
Γύρισα σπίτι μου και έγραψα τους στίχους.
Η πείνα, η δυστυχία, ο φόβος, η καταπίεση, οι συλλήψεις, οι εκτελέσεις, μου έδωσαν
την έμπνευση για τους στίχους.
Μέσα από τη συννεφιά της Κατοχής, μέσα από την απελπισία που μας έδερνε όλους, βγήκε η μελωδία.
Έξι μήνες μου πήρε η Συννεφιασμένη Κυριακή.
Μάτωσαν τα χέρια μου…
Συννεφιασμένη Κυριακή
μοιάζεις με την καρδιά μου,
που έχει πάντα συννεφιά
Χριστέ και Παναγιά μου.
Είσαι μια μέρα σαν κι αυτή
που ‘χασα τη χαρά μου,
συννεφιασμένη Κυριακή
ματώνεις την καρδιά μου.
Όταν σε βλέπω βροχερή
στιγμή δεν ησυχάζω,
μαύρη μου κάνεις τη ζωή
και βαριαναστενάζω.
Βασίλης Τσιτσάνης
1915 – 1984
Σαν σήμερα γεννήθηκε και πέθανε ο Βασίλης Τσιτσάνης.
Πηγή: Πρόσωπα