του Αντώνη Κουκλινού
Εδυσκολέψα ν’ οι καιροί κ’ αστεία δε σηκώνει,
αδέ δουλέψεις δε θα φας, πείνα θα σε ζυγώνει.
Εργάτες δε συφέρνει μπλιό, πολλούς, πολλούς, να βάνεις,
και ντάκαρε το δουλευτή, απ τη ν’ αρχή να κάνεις.
Κλειστές οι καφετέρειες, κλειστά και τα μπαράκια,
καιρός να μαζωχτούνε μπλιό, στα σπίθια ντος τ’ αντράκια.
Εκείνα που κατέχαμε, αλλάξανε και πάνε,
κ’ αδέ συμμορφωθούμενε, οι άλλοι θα μας φάνε.
Εδά π’αρχίξα ν’ οι (γ)ελιές, απο τη ν’ άκρα πχιάσε,
δυό τρείς νομάτοι φτάνομε, ράβδιζε μη φοβάσαι.
Απου μου θες και κοπελιά, μαντράχαλε να ξέρεις,
θα μάθεις πρώτα στη δουλειά κ’ απός να μου τη φέρεις.
Άμε να πεις του κύρη τζη, μαζώχτρα να τη ‘φήσει,
εδά στα λιομαζώματα, να βγάλωμε τη κρίση.
Νά ‘ρθει στρώνει τα πανιά, ξάργητα να μη ν’ έχει,
κ’ απός θα ξεκουράζεται, τσι μέρες που θα βρέχει.
Στα λιόφυτα τ’ αφέντη τζη, τσι δανεικούς θα κάμω,
η παντριγιά θέλει λεφτά, για να γυρεύγεις γάμο.
Κ’ οντε θα μπεί στη ν’ υστεργιά, το λάδι στα βαρέλια,
νά ‘ρθεις να κουβεδιάσωμε, για γάμους και κοπέλια…