Του Μιχάλη Στρατάκη
Αντέστε να σας γλυκάνω μια ολιά, αφού οι χίλιοι διαόλοι εβαλθήκανε να μας ποτίζουνε φαρμάκια μέρα και νύχτα.
Οι παλαιϊνοί πιοτήδες, που λέτε, ελέγανε πως οι καλύτεροι μεζέδες τση ρακής είναι το λουκούμι και το νερό.
Και σάικα είχανε δίκιο, γιατί ακόμη και σήμερο, στα μοναστήρια οι προσκηνητάδες κερνιούνται μια ρακή με ένα λουκούμι κι ένα ποτήρι κρυγιό νερό.
Εμένα, όμως, δε μου πάει το λουκούμι.
Εγώ πριν από τη ρακή, με τη ρακή και μετά τη ρακή, μαντολάτο θέλω.
Τέλος πάντων, να μη σας κουράζω, σας εξηγώ ντελόγο…
Στα Λιοντάρια στην πλατέα, στη στοά στο ρολόι, ήτανε ένα μαγαζάκι, ίσαμε μια μεγάλη τρύπα.
Πουλούσε ξηρούς καρπούς, καραμέλες και μαντολάτα.
Εκείνα τα μαντολάτα του με είχανε στοιχειώσει.
Δεν ήτανε σαν τα σημερινά, που λιώνουνε στο στόμα και με δυό μασήματα εξαφανίζονται, οπότε και τελειώνει το όνειρο.
Ήσανε μαντολάτα σκληρά, σαν πέτρες, που για να τα μασήσεις έπρεπε πρώτα να μείνουν στο στόμα σου κάμποση ώρα, για να μαλακώσουν.
Ακριβώς γι αυτό τρελαινόμουν για κείνα τα πετρομαντολάτα.
Γιατί το όνειρο, ήθελα δεν ήθελα, διαρκούσε πολύ.
Όποτε εξασφάλιζα ένα πενηταράκι, έφευγα ποδαρόδρομο από τα Καμίνια, για να πάω στα Λιοντάρια και να βάλω στο παιδικό στόμα μου το όνειρο.
Θυμούμαι (και μη γελάσετε, σας παρακαλώ) μια φορά που λίγο κόντεψε να με πατήσει ένα αμάξι, επειδή είχα στο στόμα μου το μαντολάτο.
Ήταν γιατί, όση ώρα το όνειρο σιγόλιωνε στο στόμα μου, κρατούσα τα μάθια μου σφαλισμένα.
Γιατί (δεν ξέρω αν το ‘χετε προσέξει) κάθε που θέλουμε να απολαύσουμε μια υπέρτατη ηδονή, σφαλίζουμε τα μάτια μας, προφανώς για να κρατήσουμε εσώψυχα την ηδονή και να μην πορίσει από τα μάθια μας και φύγει.
Σφαλισμένα είχα, λοιπόν, τα μάθια μου, πιπιλίζοντας το ονειρικό μαντολάτο και δεν είδα το αμάξι που ‘ρχότανε καταπάνω μου.
Ευτυχώς, την τελευταία στιγμή, με πήρε είδηση ο οδηγός και έτσι δεν είχα την τιμή να ήμουν ο πρώτος άθρωπος που θα θάβονταν έχοντας ένα μαντολάτο στο στόμα.
Πέρασα προχθές από την πλατεία των Λιονταριών και μπήκα στη στοά.
Καρφωτός επήγα στο σημείο που ήταν εκείνο το τρυπομαγαζάκι που πουλούσε τα πετρομαντολάτα.
Δεν ήταν εκεί.
Άλλο κατάστημα είχε φυτρώσει πάνω στο μνήμα του.
Εγώ, όμως, παρέμεινα εκεί μέχρι να καταπιώ όλο το σάλιο της λαχτάρας και της θύμησης που είχε πλημμυρίσει το στόμα μου.
Και θα σας πω κάτι ακόμα (και πάλι μη γελάσετε, σας παρακαλώ) θεόγλυκο ήτανε το σάλιο μου σαν το κατάπινα.
Είχε και το ονειρικό άρωμα του μαντολάτου.
Εκαταλάβετε γιάντα δε μπορώ ν’ απαρνηθώ το μαντολατένιο όνειρο;