Ο Κωστής Μπογιατζάκης ή Αρκαλοχωρίτης (1836-1901) έδρασε στην περιοχή της Μεσαράς και στο Μονοφάτσι, προκαλώντας σοβαρά προβλήματα στους Τούρκους. Στην επανάσταση του 1878 σκότωσε στον Πανασό Καινουργίου τον Τούρκο Μαρκαμέτη ή Μεϊμάντ Αγά.
Ο Κωστής Αρκαλοχωρίτης ήταν ένα από 16 παιδιά του Μιχελή Λυγνού ή Μπογιατζάκη. Γεννήθηκε το 1836 και πέθανε το 1901 στο Αρκαλοχώρι, όπου και τάφηκε. Ήταν κοντός, ξανθός, γοργοπόδαρος και τόσο τολμηρός, άφοβος και σκληρός προς τους Τούρκους, που τον ονόμασαν “Τσούρλο”.
Χρησιμοποιήθηκε στην Επανάσταση του 1866 σε επικίνδυνες αποστολές, στην Α’ γραμμή ως πρωτοπαλλήκαρο του Αϊνικολιώτη το 1878 (όταν ανδραγάθησε), επίσης στην Επανάσταση του 1889 και του 1896-97. Ήταν αγνός και αφιλοχρήματος αγωνιστής, αλλά εύστροφος στο μυαλό, όπως και στο σώμα του. Για τούτο δεν εμπιστεύθηκε τον Τούρκο “φίλο” του Αλή Αχμετάκη ή Μεϊμέντ Αγά ή Μακραμέτη από το χωριό Αποστόλους Πεδιάδος με τον οποίο κονταροχτυπήθηκε στον Πύργο τέλος του Απρίλη του 1878.
Είχε προηγηθεί η συμπλοκή των επαναστατών με τους άτακτους Τουρκοκρήτες στο Διαμάντρι (Τούρκικο μετόχι κοντά στα Πραιτώρια), η πυρπόληση του Επαρχείου Πύργου από τους Κρήτες επαναστάτες και η σφαγή των 10 γερόντων στον Πύργο από το Μακραμέτη.
Ο Μακραμέτης προσπάθησε να σκοτώσει τον Κωστή τον Αρκαλοχωρίτη με δολιότητα, έγινε όμως το αντίθετο: «…και γονατίζει ο Κωσταντής και παίζει του στο μπέτη κι ανάσκελα τον ήριξε χάμαι το Μακραμέτη. Και ξανά δευτερώνει του εις το ζερβό του μάτι κι οι γιομυαλοί του πιάσανε δυο μουζουριών χωράφι…».
Μετά τον άθλο του που μας θυμίζει σκηνές από την Ιλιάδα, καθώς διαβάζουμε τα τραγούδια ή ακούμε τις αφηγήσεις, ο Κωστής φόρεσε τη φορεσιά και τα όπλα του Μακραμέτη, έκοψε την κεφαλή του με το ίδιο το μαχαίρι του, την έβαλε στο δισάκι του αλόγου του σκοτωμένου, το καβάλησε κι ήρθε στο Χάρακα όπου τον φιλοδώρησε ο αρχηγός Μιχ. Κόρακας. Μάλιστα έγινε κατά το έθιμο “έρανος” και του δόθηκε ως μπαξίσι ένα ποσό σεβαστό σαν την ανδρεία του. Κι έτσι έφιππος με τα λάφυρά του πήγε στις γύρω επαρχίες, για να τονώσει το ηθικό των Κρητών και να μεγαλώσει την ανδρεία τους.
Ο Κωστής ο Αρκαλοχωρίτης, αγωνιστής ηρωικός τόσων Επαναστάσεων με το ανδραγάθημά του στον Πύργο το 1878 έγινε θρύλος. Παραμύθι και τραγούδι πρώτα – πρώτα από τον αδερφό του Αντώνη, θαυμάσιο λυράρη και τραγουδιστή. Τον συναντούμε επίσης στους στίχους του Χατζηζαχαριάδη. Φαίνεται ότι υπάρχουν και άλλες παραλλαγές που δείχνουν το θαυμασμό του λαού στην ανδρεία του ήρωα.
Ο Μακραμέτης ήταν από το Δωράκι Αρχανών Αστερουσίων Ηρακλείου κατ’ άλλους, το οποίο ήταν Τουρκοχώρι. Ο αγροφύλακας του πήγαινε τα άλογα και ο Μακραμέτης τα χτυπούσε. Μια μέρα ο αγροφύλακας λέει στο Μακραμέτη: «καμιά φορά θα σου πιω το αίμα» και ο Μακραμέτης του απαντά: «εσύ βρε Κωσταντή θα μου πιείς το αίμα?». «Εγώ», του απαντάει ο αγροφύλακας.
Μια μέρα ο αγροφύλακας με κάποιους άλλους του έστησαν καρτέρι στη Χαλέπα και τον σκότωσαν. Ο αγροφύλακας του έκοψε το κεφάλι, το έβαλε το ντουρβά και το πήγε στον καπετάν Γιάννη, ( τον Αϊνικολιώτη) στον Άγιο Νικόλαο, κοντά στο Χάρακα εκεί που ήταν το χωριό του. Άφησε το ντουρβά πάνω στο τραπέζι και λέει στην καπετάνισσα: «Φέρε μια καρπούζα από το ντουρβά» Ο καπετάν Γιάννης λέει: «Τέτοιο καιρό καρπούζα?». Τότε η καπετάνισσα πάει το ντουρβά και βλέπει το κεφάλι του Μακραμέτη. Ο καπετάν Γιάννης λέει ευχαριστημένος στον αγροφύλακα: «Χάρισμά σου τα λεφτά που μου χρωστείς, αφού σκότωσες το Μακραμέτη».
Προφανώς ο αγροφύλακας ήταν ο Αρκαλοχωρίτης.
Η λαϊκή μούσα εξύμνησε αυτόν τον ήρωα με παραδοσιακά τραγούδια. Μερικά από αυτά θα σας εξιστορίσουμε πιο κάτω.
Στις δυο παραλλαγές που παρουσιάζονται εδώ, o Μεϊμέντ Αγάς ονομάζεται Αμέντ Αγάς και αναφέρεται σε μια ατυχή προσπάθεια των Τούρκων να σκοτώσουν τον Μπογιατζάκη.
Μια τρίτη παραλλαγή παρουσιάζουμε με εικόνα από το βιβλίο “ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ” ΤΟΥ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΑΓ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ (ΛΑΣΙΘΙΟΥ) ΚΡΗΤΗΣ το οποίο επιμελήθηκε ο τότε καθηγητής Φιλόλογος Ανδρέας Λογκάκης εν έτη 1974. Το τραγούδι είναι σε αφήγηση του Σταύρου Μαυρικάκη από την Ελούντα 89 ετών τότε και το παρουσίασε η Κρυστάλλω Σφυρογιαννάκη.
Μια ακόμα παραλαγή είναι αυτή του Θεοχάρη Δετοράκη από το πολύτιμο βιβλίο του “Ανέκδοτα δημοτικά τραγούδια της Κρήτης”
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Πρώτο
Σα σκοτεινιάσ’ η Ανατολή, σα σκοτενιάσ’ η Δύση,
αφρουκαστείτε να σας πως για τον Αρκαλοχωρίτη,
που τέθοιον άντρα ξακουστό δεν ήβγαλ’ άλλο η Κρήτη.
Απάνω απ΄ τη Λιγόρτυνο, απού ‘ ν ΄το πεζαράκι,
εκειά μαζώχτηκ’ η τουρκιά κι ούλο το μπαϊράκι.
Κι ένας αγάς καυχήθηκε, πως είναι μ-παλικάρι,
του Κωσταντή τη γ- κεφαλή αργά θα του τη μ-πάρει.
-Κάμε το συ, Μεμέτ Αγά, κι α΄ ν-το ΄χει ο Θιος γραμμένο,
θα πάρεις το μουλάρι σου λοΐγγια φορτωμένο.
Τέσσερις Τούρκοι του ‘κλουθούν και πάνε στα Πρωτόργια
κι τρεις εξεχωρίσανε να πάνε χώργια-χώργια.
-Κατέβα κάτω Κωσταντή, να κάμομε τσιγάρο,
από το γ-Καστρινό καπνό απού ΄χω να φουμάρω.
-Δεν κατεβαίνω Αμέντ Αγά γιατί σαι καβαλάρης,
ξεπέζεψ΄ από τ΄ άλογο, αν είσαι μ-παλικάρι.
Και ξεπεζεύγει τ΄ άλογο να κάμουνε τσιγάρο
κι αρχίνηξ΄ ο Αμέντ Αγάς κι ήλεγε το ΄να τ΄ άλλο.
-Να σε ρωτήξω, μπρε Κωστή, μα πε μου την αλήθεια,
Εις το μ-προχθεσινό καυγά, σα μ-πόσοι ΄σκοτωθήκα?
-Μα δε γ-κατέχω Αμέντ αγά, σα μ-πόσοι σκοτωθήκα
και Μεσαρίτες ήτονε και φύγανε τη νύχτα.
-Να σε ρωτήξω μπρε Κωστή, το μαύρο γ-καβαλάρη,
που μπαίνει μέσα στη ν-τουρκιά κι ορμά σα ν-το λιοντάρι.
-Ο Κρουσανιώτης ήτονε ο Καπετάν Μανόλης
απού τον-ε τρομάσουνε οι Μεσαρίτες όλοι.
-Να σε ρωτήξω μπρε Κωστή, δείξε μου τ΄ άρματά σου,
γιατί δροικώ τα λόγια σου και σπω τα δάκρυά σου.
-Δε ν-το ΄χω αφέντ’ αγά, καλό να δίνω τ΄ άρματά μου,
εκειά ΄χω την υπόληψη κι όλη την αντρειά μου.
-Δώς μου Κωστή, τη χέρα σου να σ΄ αποχαιρετήξω ,
στη Μεσαρά πάει τ΄ ορντού, να πχηαίνω, μην αργήξω.
Και δίνει ν-του τη χέρα ν-του να τον ε-χαιρετήξει ,
του μελτινιού ‘δωκε φωθιά, το γ-Κώστα να κεντήσει.
Κι η μπάλα πάει ξέφουρτσα από το γόνατο ν-του
κι αμέσως εκατάλαβε ο Αγάς το σκοτωμό ν-του.
-Αγάλια αγάλια, Αμέντ Αγά, σαν έχεις ΄τσα τερτίπι,
να τον –ε ιδείς το γ-Κωσταντή τον Αρκαλοχωρίτη.
Και παίζει ν-του μνια ν-τουφεκιά στη δεξιά κουτάλα
κι αμέσως τον εξάπλωσε στ΄ αλόγου ν-του τη σκάλα.
Και δευτερώνει ν-του άλλη μνια απανωθιός στο μπέτη
………………………………………………………..
Κι όντε ν-επήγε στη ν-τουρκιά το άσκημο χαμπέρι,
ο ήλιος εσκοτείνιασε κι ας ήντο μεσημέρι.
-Αντέστε να πα ‘ πχηαίνομε, να πάμε στα παιδιά μας,
γιατί θα ν-‘ έρθει ο Κωταντής να γδάρει τη μ-προβγιά μας.
Καλά το λένε οι ρωμνιοί και φανερό ΄ναι πούρι
πως δε θ΄αφήσει ο Κωσταντής μουδέ κουτσό γαϊδούρι.
Δεύτερον
-Κατέβα, καπετάν Κωστή , να κάμομε τσιγάρο
από τον καστρινό καπνό, απού ΄χω και φουμάρω.
-Δεν κατεβαίνω, αφένταγά, γιατί ΄σαι καβαλάρης ,
γιατί φοβούμαι και δειλιώ τ΄ άρματα μη μου πάρεις.
-Μωρέ κατέβα Κωσταντή, μην είσαι κουρκουζάνης,
δώσε μου τ΄ άρματα να δω πως παίρνουμε φωτιά.
-Δεν το ΄χω αφενταγά, καλό να δίνω τ΄ άρματά μου,
εκειά ‘χω την υπόληψη κι όλη την αντριγειά μου.
-Δώσε μου τη χέρα σου να σ΄ αποχαιρετήσω.
-Άμε στο καλό, αφένταγά, σαν το ΄χεις το τερτίπι,
να τονε δεις τον Κωσταντή τον Αρκαλοχωρίτη.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΧΑΡΗ ΔΕΤΟΡΑΚΗ
Πάσα ταχιά με τη δροσιά π’ ανοίγει το λουλούδι,
αφρουκαστήτε να σας πω του Τσούρλου το τραγούδι.
Τραγούδι να το πάρετε και να του συχωράτε
που σκότωσεν έναν αγά στην Κρήτη και γροικάται.
Κοντό και δεν εκούσετε έναν κακό χαμπέρι;
οι Τούρκοι ανεμαζώνουνται και πάνε στο Χουμέρι.
Κι οψές εξεπορτίσανε μιαν ’κοσαριά μπουρμάδες
και στο Χουμέρι κάτσανε να βλέπουν τσι χοτζάδες.
Κι οι Κασανιώτες το γροικούν κι εβάλαν τ’ άρματά ντως
τσι Τούρκους εζυγώνανε κι εγδύναν τα χωριά ντως.
Και λένε μέσα του πασά να βγάλη όξω ασκέρι
κι οι χριστιανοί το ζώσανε τη νύχτα το Χουμέρι.
Κι οι Ζηντιανοί προβάλανε με κρητικά τουφέκια
κι οι χριστιανοί δειλιάσανε, μα ’θελα μπούνε μέσα.
Και γράφουνε του βασιλιά οι Τούρκοι αρτζιχάλι:
– “Οι χριστιανοί αρματώνουνται κι είναι κακό το χάλι”.
Και πάλι ξαναγράφουνε καινούργιο αρτζιχάλι:
– “Οι χριστιανοί σηκώνουνε ’πανάσταση μεγάλη”.
Και πέμπει τως ο βασιλιάς πενήντα μπαϊράκια
και τ’ άρματα και τα σπαθιά να σφάξουν τα ρωμιάκια.
Καβαλλικεύγου τ’ άλογα, κονίζουν τα σπαθιά ντως
να σφάζουνε τσι χριστιανούς που να καή η καρδιά ντως.
Καβαλλικεύγουν τ’ άλογα και πάνε στα Πρετόρια
κι εσφάξανε τσι χριστιανούς κι επιάσανε τ’ αόρια.
Κι ο Μακραμέτης είπενε στο άλλο μπαϊράκι:
– “Ξανοίξετε να πιάσωμε τ’ Αρκαλοχωριτάκι”.
Κιανείς δεν αποκρίθηκεν από τη συντροφιά ντως
μόνο ο Μεϊμέντ Αγάς κι ήκαψε τη καρδιά ντως.
– “Μωρέ εγώ ετσ’ άντρες δε δειλιώ μουδέ και δεν τσι λέω
την κεφαλήν ντου στο ντρουβά αργά δα σάσε φέρω”.
Ο μπαϊραχτάρης του ’πενε: – “Σαν είσαι αντρειωμένος
λοϊγγια το μπεγίρι σου δα πάρης φορτωμένο.
Μπαξίσι δα σου κάμουνε στη χώρα οι γι – αγάδες,
σα μάσε φέρης ’τσα ρωμιό μέσα στσι κιχιλάδες.
Μπαϊραχτάρης δα γενής, να παίρνης αϊλίκι
σα μάσε πιάσης τον Κωστή τον Αρκαλοχωρίτη.
Καϊμακάσης δα γενής, στη χώρα κουμαντάρης
σα μάσε φέρης τον Κωστή, το πρώτο παλληκάρι”.
– “Μωρ’ εγώ άντρες δε δειλιώ, Ρωμιούς και δε φοβούμαι
και μπαϊράκι δώστε μου κι αγάδες να ’κλουθούνε
να κάνουν τα σεϊργια μας όντε δα πολεμούμε”.
Καβαλλικεύγουν τ’ άλογα και σάζουν τ’ άρματά ντως
να πιάσουνε τον Κωσταντή, ν’ αλαφρωθ’ η καρδιά ντως.
Καβαλλικεύγουν τ’ άλογα και πιάνουνε τ’ αόρια
μα οι γι – άλλοι φοβηθήκανε και πάνε χώρια – χώρια.
Και παίρνει το μπεγίρι ντου και κάνει και τερτίπι
το πώς δα πιάση τον Κωστή τον Αρκαλοχωρίτη.
– “Κατέβα, καπετάν Κωστή, κατέβα, μη φοβάσαι
κι ώστε να στέκουν τα βουνά για πάντα δα γροικάσαι,
και σου φωνιάζω δυνατά και δε μ’ απηλογάσαι”.
– “Μα είντα με θες, Αμέντ Αγά και μου φωνιάζεις νά ’ρθω,
πε μου το ό,τι δα μου πης κι ατά κοντά δα να ’ρθω”.
– “Κατέβα, καπετάν Κωστή να κάμωμε τιγάρο
απού τον καστρινό καπνό απού ’χω και φουμάρω”.
– “Δεν κατεβαίνω, Αμέντ Αγά, γιατί ’σαι καβαλλάρης
πέζεψε το μπεγίρι σου σαν είσαι παλληκάρι”.
Πεζεύγει το μπεγίρι ντου και σάζει τ’ άρματά ντου
ο Κωσταντής να κατεβή να βγάλη την προβιά ντου.
Και κατεβαίνει ο Κωσταντής ωσάν το παλληκάρι
και πέρα – πώδε ξάνοιγε μπα του ’κλουθούνε κι άλλοι.
– “΄Ωρα καλή σου Αμέντ Αγά λέγε μου τα χαμπέρια
είντα λογιώς επέρασες ετούτα τα σεφέρια”.
Βγάνει τη νταμπακέρα ντου και κάνουνε τσιγάρο
κι αρχίζει ο Αμέντ Αγάς και του ’λεγε έναν κι άλλο.
– “Να σε ρωτήξω Κωσταντή πέ μου για τ’ άρματά σας
απού γροικώ τα λόγια σας και σκω στα λακριδιά σας”.
– “Μα δεν κατέχω Αμέντ Αγά μου το ’πανε κι εμένα
τ’ άρματα που μας ήρθανε ήσανε παινεμένα”.
– “Να σε ρωτήξω Κωσταντή μα θέλω την αλήθεια
για τον προχθεσινό καυγά, σαν πόσοι σκοτωθήκα;”
– “Μα δεν κατέχω Αμέντ Αγά να πω για την αλήθεια
και Μεσαρίτες ήσανε κι εφύγανε τη νύχτα”.
– “Να σε ρωτήξω, Κωσταντή, ο μαύρος καβαλλάρης
που ντάρντιζε στον πόλεμο σαν τ’ άγριο λιοντάρι;”
– “Ο Κασανιώτης ήτονε, ο καπετάν Νικόλης
που τόνε φοβηθήκανε οι Μεσαρίτες όλοι”.
Το Μακραμέντη κράθειενε εννιά λογιώ μεράκι.
– “Δο μου Κωστή το σασεπό, να τόνε δω λιγάκι”.
– “Δεν το ’χω αντέτι, Αμεντ Αγά, να δίδω τ’ άρματά μου
κι επά ’χω την υπόληψη κι όλη την αντρειγιά μου”.
– “Ε, δο μου σκιας τη χέρα σου να σ’ αποχαιρετήξω
και στη Λιγόρτυνο ’ν’ τ’ ορντού να πηαίνω μην αργήσω”.
Και δίδει του τη χέρα ντου για ν’ αποχαιρετήξη,
του μαρτινιού ’βαλε φωθιά για να τόνε κεντήση.
– “‘Οχι άλλο Μεϊμέντ Αγά, σαν το ’καμες τερτίπι,
εδά δα τόνε δης μπουρμά τον Αρκαλοχωρίτη”.
Ποπανωθιό στον Πανασσό, απού ’ν’ ο μαύρος δέτης
τον ήριξεν ο Κωσταντής κάτω το Μακραμέτη:
– “Πάει στο διάολο η τουρκιά μαζί με το μιλέτι”.
Όντεν επήε των Τουρκώ στη χώρα το χαμπέρι
πίσσα σκοτίδι γίνηκε κι ήτονε μεσημέρι.
Δεν είδανε τα μάθια μας άντρα θεμελιωμένο
στον πόλεμο να πορπατή να βγαίνη κερδισμένος.
Μα ο Μακραμέτης είχενε δαιμόνους στην κοιλιά ντου,
για κειονά του την ήβγαλε ο Τσούρλος την προβιά ντου.
Ο ήλιος ήταν στα ψηλά, έδε χαρά στην Κρήτη
και να ’σανε οι γι – αντρειγιές σαν τ’ Αρκαλοχωρίτη.
Γεώργιος Καλογιαννάκης, ετών 90 (1971)
Αγία Φωτεινή Μονοφατσίου
Μια πηγή: Δημοτικά τραγούδια στη Μεσαρά- Ανδρέας Λενακάκης
ΠΑΤΡΙΣ: Η Επανάσταση του 1878 στο Ηράκλειο και ο Κωσταντής ο Αρκαλοχωρίτης