Γράφει ο Μιχάλης Χανιωτάκης*
Από παλιά είχαμε προβλήματα με τις λίγες βροχές στην Πόμπια και γενικά στην Μεσαρά …
Μια χρονιά δεν είχαμε νερό ούτε για να πιούμε!
Ας είναι καλά η Παλιά Βρύση που δεν στέρεψε ποτέ!
Και τα πηγάδια του χωριού…
Πόσα;
Αμέτρητα!
Εγώ ήμουν ο νερουλάς του σπιτιού και του καφενείου…
Έφερνα νερό από το πηγάδι του Μαγληνού.
Ήταν ψηλά πάνω από το σπίτι των Κανακάκηδων, πετρόκτιστο και σκεπαστό…
Μόνο εμένα άφηνε η Ευαγγελία να παίρνω.
«Είμαστε δικολογιά» έλεγε…
Δεν έχω πιεί ποιο καθαρό, νόστιμο και κρύο νερό!
Για την λάτρα του σπιτιού έπαιρνα νερό από της Χατζήνας και από την τουλούμπα του Μύρω του Φραγκάκη, απο το περβόλι του.
Στον κάμπο οι ποταμίδες είχαν μπόλικο νερό και χέλια…
Η Γριά Αμάτα έβγαζε άφθονο νερό, αλλά στην ρίζα τα πράγματα ήταν αλλιώς.
Οι λίγες ελιές είχαν στρίψει τα φύλα τους και στα σπαρμένα στα άδεια χωράφια δεν είχαν ψιλώσει καθόλου…
Μα αφού δεν έβρεξε ο ευλογημένος, τι να σου κάνουνε τα κακορίζικα.
Ένα ποδάρι θα πομήνουνε!
Την Κυριακή μετά το τέλος της λειτουργίας ο παπάς δεν πάει στην πύλη να μοιράσει αντίδωρο…
Πάει στο δεσποτικό θρόνο και λέει: «Χριστιανοί… Η εκκλησία του Χριστού συμμερίζεται την αγωνία και τον πόνο των χωριανών μας που λόγο της ανομβρίας κινδυνεύουν να χάσουν την σοδειά τους! Θα δεήσομε στον Ύψιστο να δώσει βροχή να γλιτώσει η σοδειά. Θα κάνομε λατανία! Πηγαίνετε στα σπίτια σας κάντε τις δουλειές σας και στις δύο η ώρα ελάτε εδώ να αρχίσομε…
Με τις παροτρύνσεις των ηλικιωμένων και από περιέργεια πήγα μαζί με τον Κωστή τον Ζαφειράκι.
Ο Κωστής ο Γιρβαλάκης, ο Βοριάς, λέει: Ο παπά Κωσταντής όταν έκανε λατανία, πάντοτε έβρεχε μέσα σε δύο τρεις μέρες! Αλλά ήταν παπάς, όχι ψευτιές! Όταν κρατούσε το δισκοπότηρο και έλεγε «τα Σα εκ των Σων» Έτρεμε σαν το ψάρι και πεταγότανε ο ιδρώτας από το κούτελο του σαν τις ρόγες!
Μαζευτήκαμε στον Άη Γιώργη στην αυλή…
Το Γιωργιό το Μπαστάκη (Πετειναράκι) μοιράζει τα εξαπτέρυγα.
Πάει να μου δώσει ένα και κάνω πως κοιτάζω αλλού και το δίνει του Κωστή του Ζαφείρη.
Παραμιλούσε συνέχεια που ξέστριψα εγώ και πήρε αυτός το εξαπτέρυγο!
Παίρνει ο παπάς το θυμιατό και το Γιωργιώ ο καντηλανάφτης τον σταυρό και ξεκινάμε.
Προς τον Άγιο Στυλιανό. Κάθε λίγο στέκετε ο παπάς και κάνει δεήσεις στον ουρανό…
Δεν μπήκαμε μέσα στον Άγιο Στυλιανό. Μόνο ο πάπας μπηκε….
Μόλις έρχεται μας λέει: Στην Αγία Σοφία τώρα…
Είναι κάτω από το δημοτικό σχολείο…
Από τα χωράφια.
Πάμε πίσω από το μνημείο (δεν ήταν ακόμη νεκροταφείο) μέσα από τα χωράφια.
Κάθε λίγο γονυκλισίες ο παπάς.
Πρέπει να μάτωσαν τα γόνατα του!
Άρχισα να παίρνω στα σοβαρά την λιτανεία…
Είχε ένα στενό χωματόδρομο ανάμεσα από κάτι αλώνια…
Και ξαφνικά από δυτικά σηκώνονται δύο σύννεφα…
– Μπα, μου λέει ένας ειδήμων. Αυτά δεν είναι νέφαλα (σύννεφα) βροχής! Ας βρέξει αυτός και ας βρέξει και αύριο…
Εγώ πήγαινα από τα χωράφια, πρόσεχα μόνο τις πέτρες να μη στραμπουλίξω κανένα αστράγαλο…
Είπαμε και ένα τροπάριο του Αγιου Γεωργίου (Ο των αιχμαλώτων ελευτερωτής και των πτωχών υπερασπιστής…), άλλο ένα τροπάριο του Αγίου Κωνσταντίνου και σαν να άρχισε να δροσίζει!
Πέφτουν οι πρώτες ψιχάλες χοντρές χοντρές και κάνει μια μπόρα άνευ προηγουμένου…
Αλαλαγμοί χαράς και ζητωκραυγές και ο παπάς γονατιστός να συνεχίζει να ψέλνει, αλλά αλλιώτικα! Σαν να κλαίει…
Σηκώνετε αργά αργά, βγάζει το καλυμμαύκι του να βραχεί και στο κεφάλι…
«Δόξα τη Ανάσταση σου Χριστέ» και έλαμψε το πρόσωπό του…
Πάμε παιδιά μου, γιατί η βροχή δυναμώνει…
* Ο κ. Μιχάλης Χανιωτάκης είναι συνταξιούχος Γιατρός από την Πόμπια. Το γεγονός που περιγράφει συνέβη στα μέσα της δεκαετίας του 1950! Ο Ιερέας που έκανε την λιτανεία ονομαζόταν Αδαμάντιος Τζουανάκης και ήταν και Δάσκαλος στο Πέρι)
(Φωτογραφίες: Αρχείο)