Κείμενο – Έρευνα: Ανδρέας Λενακάκης
Οι οικισμοί
Τα Βορίζα οριοθετούνται στις υπώρειες του ανατολικού όγκου του Ψηλορείτη, στην επαρχία Καινουργίου, στο νομό Ηρακλείου. Στην εδαφική τους περιφέρεια βρίσκονται οι μικρότεροι οικισμοί Λαλουμάς και Μεσίσκλι. Απέχει από το Ηράκλειο 53 χιλιόμετρα. Οι κάτοικοι του οικισμού συνέβαλαν ποικιλότροπα στους αγώνες της απελευθέρωσης της Κρήτης από τους Τούρκους. Από τα Βορίζα ήταν ο Νικόλαος και Μανούσος Μαλικούτης, οι αδελφοί Κωνσταντίνος και Φραγκιάς Λεράτος, ο Γεώργιος Ρωμάνος, ο Κωνσταντίνος Λέκκας και άλλοι. Την περίοδο του β΄ παγκοσμίου πολέμου ο οικισμός καταστράφηκε εντελώς από τους γερμανούς κατακτητές σε αντίποινα για την αντιστασιακή δράση των Βοριζανών.
Πρώτη γραπτή μνεία του οικισμού Vorisa γίνεται το 1577 από Francesco Barozzi, (fD23v) στην καστελανία του Castel Nuovoκαι έκτοτε αναφέρεται με την ίδια γραφή σε όλες τις βενετσιάνικες απογραφές. Ο Pietro Castrofilaca (K104) τον καταγράφει στα 1583 με 281 κατοίκους, και ο Francesco Basilicata το 1630[1].
Στην τούρκικη απογραφή του 1671 καταγράφεται εσφαλμένα Vrisa με 17 φορολογικά υπόχρεους κατοίκους[2].
Εσφαλμένα αναγράφεται το όνομα του οικισμού και την αιγυπτιακή απογραφή τού 1834 ως Voriso[3], με 35 χριστιανικές οικογένειες. Σε αχρονολόγητο τουρκικό έγγραφο αναφέρονται τα Βορίζα υπό την εποπτεία του πύργου Κοκκινόπουλου μαζί με τους οικισμούς Πετροκεφάλι, Σκούρβουλα, Κούρτες, Γαλιά και Βέτου.
Το 1881 εντάσσεται στον νεοϊδρυθέντα δήμο Ζαρού με 547 χριστιανούς κατοίκους, το 1900 αναφέρεται στον ίδιο δήμο με 610. Το 1920 γίνεται έδρα της ομώνυμης κοινότητας με 506 κατοίκους, συμπεριλαμβανομένων των οικισμών Λαλουμάς και Μεσίσκλι. Το 1928 ο οικισμός καταγράφεται με 450, το 1940 με 532, το 1951 με 451 το 1961 με 470, και το 1971 με 494, το 1981 με 628, το 1991 με 575, το 2001 στο Δήμο Ζαρού με 610 με και το 2011 στο Δήμο Φαιστού με 484.
Για την ερμηνεία του ονόματος του οικισμού δεν έχει δημοσιευθεί ως σήμερα κάποια μελέτη. Ο φιλόλογος Γ. Μαλεφιτσάκης στις χειρόγραφες σημειώσεις του υποστηρίζει ότι οι οικισμοί Βόροι, Βορού, Βορί, Βορίζια είναι βυζαντινά και προέρχονται από το επίθετο εύγορος (< εύορος < ευ+οράω) > όβγορος (πρβλ. εύκαιρος > όφκαιρος, εύμορφος > όμορφος). Εύγορος > Όβγορος> Όβορος = ο τόπος που φαίνεται. Ίδιας ερμηνείας είναι, υποστηρίζει, και το ρήμα της κρητικής διαλέκτου βγορίζω = φαίνομαι.[4]
Από τους παραπάνω οικισμούς τουλάχιστον για τους Βόρους και το Βορού (Βορίτσι) έχει διατυπωθεί η άποψη ότι συνδέονται με το βυζαντινό επώνυμο Βορός.[5]
Για τους Βόρους οι ερμηνείες του τοπωνυμίου είναι περισσότερες, όπως και ο τρόπος γραφής του (με οή ω, με ένα ή δυο ρ). Από τον γράφοντα προτάθηκε η σύνδεσή του με το σλαβικό obor > βορός, που σημαίνει τον περίφρακτο χώρο, την μάντρα. Στην κρητική διάλεκτο μάλιστα επιβιώνει η ίδιας ετυμολογίας και σημασίας λέξη το βορόσκιο.[6]
Η σύνδεση και των Βοριζών, ενός παραδοσιακά κτηνοτροφικού οικισμού με έναν κατεξοχήν κτηνοτροφικό όρο, τον βορό, δεν κινείται έξω από τα λογικά πλαίσια, καθώς η θέση του οικισμού στο χώρο – όπως και στην περίπτωση των Βόρων – δεν επιτρέπει τη σύνδεση του με το εύορον > εύγορον > όβγορον. Πρόκειται μεν για έναν ορεινό οικισμό, που όμως δεν διακρίνεται για τη θέα του, την προβολή του στο χώρο. Επομένως τα Βορίζα είναι η περιοχή με τους βορούς (= τις μάντρες). Για την τελική διαμόρφωση του τοπωνυμίου λειτούργησαν οι ίδιοι γλωσσικοί μηχανισμοί που λειτούργησαν και στο Βορού, το οποίο λέγεται και Βορίτσι (Βορού > Βορίτσι, βορός > Βορίζι > Βορίζα). Η σύνδεση του τοπωνυμίου με το σλαβικό obor > βορός επιτρέπει την τοποθέτηση της ίδρυσης του οικισμού στη βυζαντινή περίοδο.
Μια δεύτερη υπόθεση εργασίας για την ερμηνεία του τοπωνυμίου είναι η σύνδεσή του με την προελληνική λέξη Fi-ri-za, που διαβάζουμε στις πινακίδες γραμμικής Α της Πύλου και η οποία ταυτίζεται από τους μελετητές με το φυτό άγχουσα η βαφική, το ερυθρόδανο, αυτό που στην κρητική διάλεκτο ονομάζεται ριζάρι και το οποίο χρησιμοποιείται στη βαφή των κόκκινων μαλλιών, του χαρακτηριστικότερου χρώματος της κρητικής υφαντικής.[7]
Σήμερα αυτοφυές ριζάρι – απ’ όσο τουλάχιστον με βεβαιότητα γνωρίζω – ευδοκιμεί σε περιοχή μεταξύ Γαλιάς και Βοριζών, στο Ζαρό, στη Γέργερη, πιθανότατα και αλλού. Από την προελληνική λέξη Fi-ri-zaίσως να προέρχεται η λέξη βρίζα, πιθανότατα αιολική, που σημαίνει ρίζα. Στη βοτανική η λέξη βρίζα προσδιορίζει δημητριακό της οικογένειας των αγρωστωδών.[8]
Το όνομα του οικισμού είναι βέβαια Βορίζα, τα (γεν. των Βοριζών, «τω Βοριζώ», όπως χαρακτηριστικά χρησιμοποιείται η γενική πτώση από τους κατοίκους με την αποβολή του ν), αλλά στο γραπτό λόγο χρησιμοποιείται συχνά ο λόγιος τύπος Βορίζια, τα (γεν. των Βοριζίων). Το πατριδωνυμικό επίθετο είναι Βοριζανός, ή, ό (οι Βοριζανοί, οι Βοριζανές, τα Βοριζανά) και σε καμιά περίπτωση Βοριζιανός.
Ο Λαλουμάς βρίσκεται νοτίως των Βοριζών και απέχει 47 χιλιόμετρα από το Ηράκλειο. Πρόκειται για έναν παλαιότατο οικισμό, καθώς αναφέρεται σε όλες τις βενετσιάνικες απογραφές: το 1577 από τον Francesco Barozzi (f°23v) καταγράφεται ως Lume, το 1583 από τον Pietro Castrofilaca (Κ103) Laluma με 39 κατοίκους και με την ίδια γραφή από τον Francesco Basilicata το 1630.[9]
Στην τούρκικη απογραφή τού 1671 καταγράφεται Laluma με 7 χαράτσα[10] ενώ δεν αναφέρεται την αιγυπτιακή απογραφή τού 1834. Στην απογραφή τού 1881 αναφέρεται ο Λαλουμάς στο δήμο Ζαρού 18 χριστιανούς κατοίκους, το 1900 είναι στον ίδιο δήμο με 16, το 1928, με 27, το 1940 με 33, το 1951 με 62, το 1961 με 82, το 1971 με 55, το 1981 με 35[11] και το 1991 με 25 στην κοινότητα Βοριζών, το 2001 στο Δήμο Ζαρού με 13 και το 2011 στο Δήμο Φαιστού με 7.
Ο Σπανάκης εικάζει ότι ο Francesco Barozzi που καταγράφει πρώτος το τοπωνύμιο ως Lume, πιθανότατα να εξέλαβε την πρώτη συλλαβή (Λα-λουμάς) ως ιταλικό άρθρο: Laluma > La Lume, και το παρέλειψε. Σε κάθε περίπτωση το τοπωνύμιο παραμένει ανερμήνευτο. Επειδή στην εμπρόθετη μορφή του αποδίδεται και σε γενική πτώση, στου Λαλουμά, πιθανόν να πρόκειται για κυριώνυμο. Πιθανή επίσης η σύνδεσή του με το επίσης κυριώνυμο τοπωνύμιο του όμορου οικισμού των Καμαρών στου Λαλουμέρη το Σπήλιο.[12]
Θεωρώ απίθανο να σχετίζεται με τη λέξη λούμα με τη διπλή ερμηνεία της: α) λασπώδης, υγρή περιοχή, περιοχή με νερό και β) ρούμα (η πρώτη από το ρήμα λούω > λούμα και η δεύτερη από το ρέω > ρούμα με τροπή του ρ σε λ), που συχνά χρησιμοποιείται στα τοπωνύμια (στο/στη Λούμα[13]), και σ’ αυτό το προϋπάρχον τοπωνύμιο στο Λούμα να ενσωματώθηκε το ιταλικά άρθρο la, επειδή οι απογραφές Barozzi και Castrofilaca έχουν χρονική απόκλιση μόλις έξι ετών, χρονικό διάστημα που δεν επιτρέπει αυτή τη γλωσσική μεταβολή.
Η λαϊκή παρετυμολογία έχει δώσει μια εξαιρετικά σύνθετη ερμηνεία: Τις συγκλίσεις των χειμάρρων, που σε άλλες περιοχές ονομάζουν διχαλοπόταμα, στην περιοχή των Βοριζίων και της Γαλιάς τις αποκαλούν, αναφέρει ο Φανούριος Ζαχαριουδάκης, Λάβδες (παρετυμολογία από το γράμμα λάμδα ως προϋπόθεση για να στηριχτεί η επόμενη παρετυμολογία). Επειδή στον Λαλουμά συγκλίνουν τρεις χείμαρροι, ο Χάλεφε, ο Κουτσουλίτης και ο Αγκουτσακίτης, σχηματίζουν δύο Λάβδες. Τις δύο αυτές παρόχθιες ζώνες τις διεκδικούσαν οι Βοριζανοί ως ζώνες της δικής τους περιφέρειας. Από το λογοπαίγνιο για την εποπτεία και της μιας και της άλλης Λάβδας («και η μια Λάβδα και η άλλη Λάβδα είναι εμάς > και το ένα Λάβδα και το άλλο Λάβδα είναι εμάς > και το ένα Λ και το άλλο Λείναι εμάς > και το ένα Λα και το άλλο Λου είναι εμάς > και το Λα και το Λου είναι εμάς > Λα και Λου εμάς > Λα και Λου (ε)μας > Λα ….Λου…. μας > Λα….Λουμας > Λαλουμάς») προκύπτει το τοπωνύμιο Λαλουμάς.[14]
Η εξεζητημένη αυτή ερμηνεία σαφώς και δεν αποδίδει την αλήθεια, δείχνει, όμως, πόσο απασχόλησε τον απλό άνθρωπο της περιοχής η κατανόηση και κατ’ επέκταση η οικειοποίηση του τοπωνυμίου.
Οι κάτοικοι του οικισμού αποκαλούνται Λαλουμιανοί. Στην εμπρόθετή του μορφή αποδίδεται ως κυριώνυμο στου Λαλουμά.
Και το Μεσίσκλι είναι πολύ παλιός οικισμός. Πρώτη γραπτή μνεία γίνεται σε έγγραφο του Δουκικού Αρχείου του Χάνδακα του 1377, στο οποίο η Calogrea Mavromatina κάτοικος του οικισμού Mesischi εμφανίζεται ως μάρτυρας σε μια διένεξη.[15] Αναφέρεται αναφέρεται στην επαρχία Καινούργιου σε όλες της βενετσιάνικες απογραφές: από τον Francesco Barozzi (ι°23ν) to 1577 καταγράφεται Meslschia, από τον Pietro Castrofilaca Καστροφύλακα (Κ 103) το 1583 Mesiscli με 88 κατοίκους, και από τον Francesco Basilicata το 1630 το 1630 Mesiscli.[16]
Στην τούρκικη απογραφή του 1671 καταγράφεται Mesiski με 5 φόρου υποτελείς κατοίκους.[17]
Για 280 χρόνια ο οικισμός δεν αναφέρεται σε απογραφές. Εμφανίζεται στην απογραφή τού 1951 ως Μεσίσκλι, ενταγμένο στην κοινότητα των Βοριζών με 30 κατοίκους, το 1961 με 31, το 1971 με 12 και για τελευταία φορά στην απογραφή του 1981 με 4 μόλις κατοίκους. Έκτοτε αναφέρεται μεν στις απογραφές ως οικισμός, χωρίς όμως να αναφέρεται αριθμός κατοίκων.
Για την ερμηνεία του τοπωνυμίου δεν έχει μέχρι σήμερα προταθεί κάποια άποψη. Επιχειρώ να αναγνωρίσω στο τοπωνύμιο δυο συνθετικά; Το α΄ συνθετικό το επίθετο μέσος, -η, -ο και το β΄ συνθετικό το θέμα του απαρεμφάτου του αόριστου β΄ του ρήματος σκέλλω (= ξηραίνω, στεγνώνω, είμαι στεγνός, κατάξηρος, κάτισχνος): σκέλλω > σκλῆναι > σκλῆμα = η ξηρότητα, η ξηρασία[18].
Είναι δηλαδή το Μεσίσκλι η περιοχή που βρίσκεται στο κέντρο της στεγνής, της ξερής, άνυδρης περιοχής. Τουλάχιστον μια τέτοια ερμηνεία περιγράφει επακριβώς το εντελώς ξερικό τοπίο του χώρου που είναι κτισμένος ο οικισμός.
Οι κάτοικοι του οικισμού ονομάζονταν Μεσισκλιανοί και στην εμπρόθετη μορφή του γίνεται στο Μεσίσκλι.
Διαβάστε ολόκληρο το κείμενο kritiki-laografia.blogspot.com