Συμπληρώθηκαν επτά χρόνια από τότε που έφυγε από τη ζωή ο Σήφης Κοσόγλου.
Ο άνθρωπος των γραμμάτων, του πνεύματος, του πολιτισμού και της κοινωνικής προσφοράς.
Ο καθηγητής από το Σοκαρά του Δήμου Γόρτυνας, που πέρα από το μεγάλο πνευματικό του έργο, διατέλεσε και τελευταίος πρόεδρος της κοινότητας του χωριού του.
Ο γενέθλιος τόπος του ο Σοκαράς έχει κάθε λόγο να αισθάνεται δικαιωμένος τόσο ως κοινότητα όσο και ως ιστορική οντότητα, γιατί η θητεία του Σήφη ως αιρετού Προέδρου της, την τετραετία 1994-1998, δεν συνδέθηκε μόνο με κοινωφελή ή εγγειοβελτιωτικά έργα, αλλά και με την ανάδειξη αυτού του τόπου ως «μαρτυρικού χωριού».
Διετέλεσε για πολλά χρόνια καθηγητής στο Γυμνάσιο και Λύκειο Μοιρών, αλλά και σε σχολεία του Ηρακλείου.
Το βιβλίο του με τον δραματικό τίτλο “Τη 17η Αυγούστου, ετυφεκίσθημεν, ελεηλατήθημεν και εδιώχθημεν υπό των Γερμανών”, που αναβιώνει όλη την τραγωδία ανέδειξε και το μαρτυρικό τόπο.
Το βιβλίο του Κοσόγλου περιείχε
– κατάλογο των μελών των οικογενειών-θυμάτων πολέμου της περιόδου 1940-1944 της Κοινότητας Σοκαρά,
-ονομαστική κατάσταση των κατοίκων Σοκαρά, Φαραγγιανών, Αποϊνίου, Βελουλίου και Μετοχίων Σοκαρά που υπέβαλαν απογραφικά δελτία για τις «ζημιές της Αγροτικής Οικονομίας λόγω της Γερμανικής Κατοχής»,
-τα ίδια τα ενδεικτικά απογραφικά δελτία, που αναφέρονται στις εκτελέσεις της 17ης Αυγούστου 1944, στο διωγμό και στις συνέπειες αυτής της οδυνηρής πραγματικότητας και καταγραφή των κατεστραμμένων κτισμάτων, των ειδών οικιακής χρήσης, ρουχισμού, γεωργικών μηχανημάτων και προϊόντων.
Τον Σήφη δεν θα τον ξεχάσουμε ποτέ…
Υστερόγραφο ζωής – Σήφη Κοσόγλου Φιλολόγου
«Να με θυμάστε – είπε. Χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα
Χωρίς ψωμί, χωρίς νερό και τριαντάφυλλα.
Την ομορφιά
ποτές μου δεν την πρόδωσα.
Όλο το βιός μου το μοίρασα δίκαια.
Μερτικό εγώ δεν κράτησα. Πάμφτωχος
Με ένα κρινάκι του αγρού
Τις πιο άγριες νύχτες μου φώτισα.
Να με θυμάστε…
[Γ. Ρίτσου: Συλλ. Τα αρνητικά της Σιωπής]
Στη ζωή μου προσπάθησα να πορευτώ με Ανθρωπιά, με Αξιοπρέπεια, με Καλοσύνη και Δικαιοσύνη.
Χωρίς ιδιοτέλεια, χωρίς εμπάθεια, χωρίς προκατάληψη για κανέναν των ανθρώπων… Μα προπάντων χωρίς κακία ή έχθρα…
Αγάπησα – «ερωτικά» θα’ λεγα – ότι έμψυχο (άνθρωποι προπάντων) ή άψυχο υπήρξε γύρω μου…
Αγάπησα την ίδια τη Ζωή με πάθος και προσπάθησα να ρουφήξω όλες τις μικροχαρές της… Πάντα να λαχταρούσα να προλάβω να ζήσω…
Αγάπησα πολύ τα ταξίδια που δίνανε νόημα και χαρά στη ζωή μου…
Αγάπησα τα δέντρα (τις ελιές, τις κουτσουπιές, τα πλατάνια, τα πεύκα, τις ροδιές… όλα).
Αγάπησα τα φυτά (όλα) προπάντων όμως λάτρεψα τα λουλούδια (τα γεράνια, τους ιβίσκους, τις μπουκαμβίλιες… όλα).
Αγάπησα τα πουλιά – προπάντων τους ανέμελους γλάρους και τα κοτσύφια με το παραπονιάρικο κελάηδημα μου… Τα χελιδόνια που κουβαλούν την Άνοιξη…
Αγάπησα και λάτρεψα τη φύση – ομολογουμένως τη φύση – ήθελα να ζω μια ζωή.
Αγάπησα τα βουνά, τους λόφους, τα ποτάμια, τα ρυάκια, τη βροχή, τα σύννεφα. Προπάντων όμως λάτρεψα τη θάλασσα, όλες τις εποχές…
Απλός και ανθρώπινος προσπάθησα να είμαι με όλους – με τους μαθητές στο σχολείο – με τους συνανθρώπους στην κοινωνία – παντού.
Αγάπησα και λάτρεψα τη χώρα μου – «το τρελλοβάπορο» την Ελλάδα μας – που δυστυχώς διαχρονικά την ευτελίζανε και την εξευτελίζανε ανίκανοι πολιτικοί, ώσπου να την φουντάρουνε οικονομικά και να την παραδώσουν στη χλένη και την απαξίωση των άλλων…
Αγάπησα και λάτρεψα τον τόπο μου – την Κρήτη – για ότι μεγαλειώδες δημιούργησε στο χώρο του πολιτισμού και όχι φυσικά το χώρο του ρατσισμού και των μπιστολιών…
Προπάντων όμως αγάπησα και λάτρεψα το γενέθλιο χώρο
τον Σοκαρά μου.
Έναν τόπο αγιασμένο με το αίμα των 27 εκτελεσθέντων της Σπηλιάρας, συν των 4 μεμονωμένα εκτελεσθέντων (Γιώργης Ανδρεαδάκης, Σταύρος Ανδρεαδάκης, Δημήτρης Βαλαβάνης, Θοδωρής Μαρής) και των αδικοχαμένων Αντ. Αρκουλάκη (Κουφαντώνη), Μόσχαρη, Θοδ. Καταρτζόγλου.
Μια ζωή ο Σοκαράς ήταν η έγνοια μου, ο καημός μου,
ο στόχος μου, η «αρρώστια μου».
Ήθελα να τον δω ψηλά, όπως του άξιζε…
Σαν θα’ ρθει το τέλος θα’ θελα μονάχα να’ ρθει χωρίς πόνο κι εγώ να φύγω Περήφανος, Γενναίος και Αξιοπρεπής.
Αν κάτι καλό έκανα στη ζωή μου – σε οικογενειακό – σχολικό ή κοινωνικό επίπεδο – εκείνο που ζητώ απ’ τους δικούς μου ανθρώπους και τους ανθρώπους που γνώρισα είναι να με θυμούνται με αγάπη… Τίποτα άλλο…
Και σαν πεθάνω αφήνω παραγγελιά, πως δεν θέλω στέφανα από ανθοπωλεία, κλάματα κ.α.
Δεν θέλω τίποτα από κανέναν…
Μονάχα, όποιος θα’ ρθει να μ’ αποχαιρετήσει να κρατά μαζί του – ένα απλό λουλούδι από τον κήπο του ή από τον κήπο της φύσης (ένα αγριολούλουδο).
Και φυσικά όχι τραπέζια και τέτοια…
Έναν απλό καφέ κι όλα τ’ άλλα – χρήματα εννοώ – να γίνουν «γωνιές ευλογημένες» για τα παιδιά του Σοκαρά (παιδικές χαρές, βιβλιοθήκη), τη διάσωση μνημείων (Βάκιοτες, Ζουρίδη Μύλος) τη στέγαση του Ιστορικού και φωτογραφικού υλικού, τη δημιουργία Λαογραφικού Μουσείου (χώρος Αποθηκών Συνεταιρισμού).
Όπως και να’ χει «εγώ φεύγω… εσείς να δούμε τώρα…» καθώς έλεγε και ο αγαπημένος μου Οδυσσέας Ελύτης.
Αν φεύγω ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά θα νιώθω πολύ ευτυχισμένος…
Να με θυμάστε…
Σήφης Κοσόγλου