Του Μιχάλη Στρατάκη*
Κοντεύουνε μεσάνυχτα κι ο νους μου δε λέει ν’ αφήσει τον Ανδρέα να φύγει από κοντά του.
Τον Ανδρέα θυμούμαι και γράφω.
Εκεί που δεν το περιμένεις, έρχονται κάποιες στιγμές που σε κάνουνε ν’ αγαπάς έναν άνθρωπο, δίχως αυτός να ‘χει κάμει το παραμικρό για να τον αγαπήσεις.
Όχι πως δεν αγαπούσα τον Ανδρέα και πριν από εκείνη τη συνάντηση μας στο σπίτι του στο Καστρί, αλλά ήρθε εκείνη η στιγμή, για την οποία σας μιλώ, και μ’ έκαμε να τον αγαπήσω χίλιες φορές περισσότερο.
Αδέσποτη ήτανε εκείνη η στιγμή, μ’ ένα θλιμμένο βλέμμα, όπως όλα τ’ αδέσποτα που κατέχουνε ίντα θα πει να γεννιέσαι δίχως να ‘χεις στον ήλιο μοίρα.
Είχε και ουρά η αδέσποτη στιγμή και την εκούνιε χωρίς σταματημό, είχε και μια υγρή μουσούδα που την έτριβε στο πόδι του Αντρέα, εκλιπαρώντας για ένα ακόμη χάδι, για μια ακόμη κίνηση που θα της απομάκρυνε το φόβο πως θα μπορούσε να ξαναβρεθεί αδέσποτη και παρατημένη.
Πριν μπω στο σπίτι του Αντρέα, είδα δυο τεράστια λυκόσκυλα στην αυλή, δίπλα στους άνδρες της προσωπικής του φρουράς, φύλακες κι αυτά, καλοζωισμένα κι εκπαιδευμένα, να παρατηρούνε την κάθε μου κίνηση.
Σημασία δεν τους έδωσα, γιατί σαν επαγγελματίες τους είδα κι εμένα δε μ’ αρέσουνε τα σκυλιά που έπαψαν να ‘ναι σκυλιά και μεταλλάχθηκαν σε μηχανές.
Μα σαν μπήκα στο σαλόνι του σπιτιού, άλλαξε η διάθεση μου, καθώς πρώτα με υποδέχτηκε ένα κανελί κοκόνι, κάνοντας μου του κόσμου τις χαρές κι ύστερα με υποδέχτηκε ο Ανδρέας.
«Εμπιστεύομαι το ένστικτο του για τους ανθρώπους που έρχονται, ποτέ δεν πέφτει έξω» μου ‘πε ο Ανδρέας και έσκυψε για ν’ αγκαλιάσει το λαιμό του σκυλιού του.
Ημίαιμο ήτανε το σκυλί, καμιά σχέση δεν είχε με ράτσες και μόστρες.
Ήταν, όμως, εξαρτημένο από την αγάπη που έτρεφε στο πρόσωπο του Ανδρέα και από την αγάπη που έτρεφε ο Ανδρέας σ’ αυτό.
Τουλάχιστο τρεις ώρες είχα παραμείνει στο Καστρί και μήτε μια στιγμή το κοκονάκι δεν εξεκόλλησε από τα πόδια του Ανδρέα.
Δεν ενοχλούσε καθόλου.
Μόνο τη ζεστασιά του ήθελε και τη σιγουριά πως τ’ αγαπούσανε.
Αραιά και πού, σκουντούσε με τη μουσούδα του το πόδι του κυρού του κι αυτός το χάιδευε στο κεφάλι.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά κάτι μου έλεγε πως αυτό το χάδι περισσότερο ηρεμούσε τον Ανδρέα απ’ ό,τι το σκυλί.
Του το ‘πα κι όλας.
«Πρώτη φορά μου το λένε, αλλά έτσι είναι πράγματι» μου απάντησε.
Ήταν η πρώτη και μοναδική συνέντευξη που είχα πάρει, παρουσία ενός σκύλου, που δεν έχασε μήτε συλλαβή απ’ αυτά που ειπώθηκαν παρουσία του.
Ξεπροβοδίζοντας με ο Ανδρέας μέχρι τη εξώπορτα, είχε το σκύλο του μονίμως κολλημένο στο πόδι του.
Και σαν μου ‘δινε το χέρι του για αποχαιρετισμό, ο σκύλος ξεκόλλησε από το πόδι του κυρού του και ήρθε σε μένα για να με σκουντήσει με τη μουσούδα του.
Ήξερα γιατί το ‘κανε.
* Ο κ. Μιχάλης Στρατάκης είναι Δημοσιογράφος με καταγωγή από τις Γκαγκάλες της Μεσαράς