Της Πόπης Σπανάκη
5 του Ιούλη 2020
Γενική καθαριότητα, λέει το πρόγραμμα σήμερο, για να πεταχτούνε παλιά περίσσα και αχρείαστα αντικείμενα, που έχουνε χαλάσει με το χρόνο και πιάνουνε το τόπο στην αγροτική αποθήκη μας στο ΄΄περβόλι΄΄, μέσα στο κάμπο
Στην αποθήκη της Μαρίας και του αγαπημένου της Γιάννη, που σήμερο χρησιμοποιείται απ όλους μας, ώς κοινόχρηστη αγροτική αποθήκη.
Ακουμπισμένο στο τοίχο σε μιά ν-άκρα, το ξύλινο μκρό τραπέζι σκεπασμένο με τον χοντρό νάϋλο λουλουδένιο μουσαμά, αποτελεί χώρο τοποθέτησης- αποθήκευσης μικροατικειμένων της αποθήκης.
Αποφασίζω να τον πετάξω πλέον για ανανέωση και τονε βγάνω από το μικρό τραπέζι.
Για μιά στιγμή μένω αποσβολωμένη μ αυτό που αντικρύζω για πρώτη φορά.
Ένα συναρμολογημένο ,από ξύλινα μικρά κομμάτια, καρφωμένα μεταξύ τους, τραπεζάκι .
Μένω άφωνη και για κάμποση ώρα το κοιτάζω με δέος και με συγκίνηση.
Ώστε αυτό το χιλιομονταρισμένο τραπεζάκι, που τόσο πολύ μας εξυπηρετούσε τόσο καιρό, κρύβονταν κάτω από το λουλουδένιο μασαμά, που κάποτε προφανώς είχε βάλει η αδερφή μου η Μαρία.
Σ αυτό το χιλιομονταρισμένο τραπεζάκι, ΄΄ επίτευγμα΄΄ προφανώς του αγαπημένου μας Γιάννη, κρύβονταν μια ιστορία ζωής και ο νούς μου ανέτρεξε πίσω στα χρόνια τα παλιά.
Σε κείνα τα ευτυχισμένα χρόνια που η Μαρία και ο αγαπημένος Γιάννης, ήτανε μαζί ευτυχισμένοι, ακόμη και με ένα τέτοιο χιλιομπαλωμένο από μικρά ξύλινο κομμάτια, τραπεζάκι!!!!!
Η καρδιά μου βούρκωσε και ένα δάκρυ έτρεξε στα μάγουλα, όταν το πήρα αγκαλιά και βγήκα συγκινημένη όξω στη στράτα, εκεί που η φωτογραφία του- μνημείο, μας υποδέχεται όποτε πάμε στο Λασίθι, όπως έκανε πάντα, προτού ο Θεός τον καλέσει δίπλα του, για να του το δείξω συγκινημένη.
Πήρα τη φωτογραφική και φωνιάζω τη Μαρία.
– Μαρία έλα επαέ ένα λεφτό.
– Ίντα θές, άνε θές να βγάλεις φωτογραφία, εγώ δε θέλω φωτογραφίες , μου λέει βλέποντας τη μηχανή που κρατούσα στη χέρα μου.
– Δε θέλω να σε βγάλω φωτογραφία. Θέλω να σου δείξω κάτι, της λέω και την οδηγώ μπροστά στο τραπεζάκι.
– Ίντάναι κειονέ ? κατέχεις ? τη ρωτώ, δείχνοντάς της το τραπέζι, που προφανώς κάτι της θυμίζει και παραμένει αμίλητη και σκεφτική.
– Τραπέζι είναι. Ο Γιάννης μου τό σασε. Για να τρώμε στο χωράφι και να μη τρώμε χάμαι, όντε νε μαγερεύγαμε στο κάμπο,
μου λέει συγκινημένη, ακουπώντας το τρυφερά με τη χέρα τζης σαν χάδι και καρφωμένο ίσα μπροστά το βλέμμα, σε μιά ζωή, που τούτη τη στιγμή, σίγουρα έβλεπε με τα μάτια της ψυχής της.
Τα μάτια της βούρκωσαν με τη θύμηση κι εγώ της είπα να φύγει , αφού τράβηξα και τη φωτογραφία, που ούτε κάν χαμπάρι δε το πήρε.
Δέν χρειάζονται φίλοι μου φουσκωμένα πορτοφόλια για νάναι ευτυχισμένοι οι άνθρωποι.
Ευτυχισμένοι μπορούν να είναι και μ ένα λιτό, φτωχό, συναρμολογημένο, από μικρά κομμάτια, ξύλινο τραπέζι, όπως ετούτο, φτιαγμένο με αγάπη.
Όπως της Μαρία και του Γιάννη.