Γράφει η Χαριστή Κουκουμπεδάκη
Εφτά κοπέλια είχενε το Παρασκιό του Κορομηλοζαχάρη κι ήτονε σαν τα πετραμυγδαλάκια, αφού έκοβγε απού το στόμα ντζη το καρβέλι το ψωμί για να τως το δώσει.
Με το λιόψωμο, τα μαγεριά και τα λαψανίδια τα νέθρεφε και μιά βολά το μήνα α θελα τως σε σφάξει καμμιάν όρθα.
Ξυπόλητα τα ‘χε μιας και στην εποχή ντως δεν εκαλυκώνουντονε παρά μόνο τα πλουσοκόπελα.
Άδουλος ήτονε ο άντρας τση και δεν ερώτα σώσον ελέηση, είντα θελα γενούνε τα εφτά καβροχάχαλα κοπέλια ντου.
Το Παρασκιό όμως, ως εποδιαφώτα αγλάκα από το ‘να μεροκάματο στο άλλο για να βγάλει το ψωμί των κοπελιώ τζη και ότι άλλο εχρειάζουντο και να ζήσει το άντρα τζη μιας και ήτονε χαϊλάζης.
Οντο δεν είχενε δουλειά το Παρασκιό έβανε και τα εφτά ντου κοπέλια απάνω στη χτυματερή, άλλα στο σωμάρι κι άλλα στην καπούλα κι εκατέβαινε όθεν το Λαλουμά στην περβόλα για να ποτίσει τα ξυνόδεντρά τζη κι ένα μικιό αμπελάκι που τση φηκεν ο μακαρίτης ο κύρης τση και να κόψει κανένα λεμονοπορτάκαλο να φάνε τα κοπέλια τζη.
Εκείνη σ ολόκληρη τη στράτα ήτονε πορπαταριά και δεν εκαβαλίκευγε για να μην κουραστούνε τα κοπέλια τζη.
Μιάν ημέρα ως έφτανε στην περβόλα ξυπάται η χτυματερή και κακογκρεμίζεται από ‘να ψηλό δάμακα με τα κοπέλια απάνω.Η χτυματερή ετσούρλα ίσαμε κι εκατέβηκε στον πάτο του εγκρεμού.
Τότες το Παρασκιό τα χασε ίσαμε να ιδεί τα κοπέλια τζη με τη χτυματερή να ‘ναι στον πάτο κι εφώνιαζε η πεντοκακορίζικη κι έσερνε τα τζάγκρουνά τζη, μα έκανε και το σταυρό τζη χαχαλιές να μην τση πάθουνε πράμα τα κοπέλια τζη και η χτυματερή τζη, γιατί είντα θελά γενεί και που θελά φορτώνει κοπέλια και τζιμπράκαλα, θύμους και ξύλα να ξάφτουνε τη φωθιά και να πυρώνουνται τσι κρυγιές μέρες και νύχτες του χειμώνα…
Ανάδια τζη θωρεί τότες την εκκλησά τση Παναγίας τση Σκουρβουλιανής και τσ’ απηλογούντονε κλάημενη και σκασμένη απού το φόβο τζη μην είχανε κατασκοτωθεί τα κοπέλια τζη.
«Ω!Παναγία μου που κι εσύ ‘σαι μάνα πρόφταξε να μη μου πάθουνε πράμα τα κοπέλια μου και να σου φέρω στη χάρη σου τσι δυο του Φλεβάρη απού ‘ναι η εορτή σου, μιαν αρτοπλασία και να σ’ άψω μια λαμπάδα του μπογιού μου».
Και πιάνει το ντελόγος και κατεβαίνει τον εγκρεμό απού ‘τονε γεμάτος ασπαλάθια και κατσοπρίνια για να σκώσει απάνω τη χτυματερή με τα εφτά τζη κοπέλια τρεμάμενη μην εσκοτωθήκανε και είντα θελά γενεί.
Σαν τα νεσήκωσε και τα ξεμπέρδεσε να μην τα πλακώνει η χυματερή, δεν είχανε πάθει μούδε γρατζουνιά.
Μούδε κι η χτυματερή δε έπαθε το παραμικρό..
Σάμε να σηκώσει το Παρασκιό απάνω τα κοπέλια τζη, τα σφιχταγκάλιαζε κι έκλαιγε απ’ τη χαρά τζη.
Τότες εστάθηκεν ανάδια στην Παναγία και τη ‘φχαρίστα μ’ όλη τζη την ψυχή.
«Σ’ ευχαριστώ Παρθένα Παναγία μου, σ’ ευχαριστώ Μεγαλοδύναμέ μου που η χάρη σας μου τα προστατεψε και δεν επάθανε μια γρατζουνιά».
Σαν ήρθεν η εορτή τση Παναγίας τσι δυο του Φλεβάρη δεν εξέχασε το Παρασκιό το τάξιμό ντζη κι επήγε μαζί με τα εφτά κοπέλια τζη την αρτοπλασία και τη λαμπάδα για να φχαριστήσει την Παναγία που τση προστάτεψε τα κοπέλια τζη τούτη τη δύσκολη στιγμή αφού εθώρειε από κείνα το φως των αμαθιώ τζη…