Γράφει η Έφη Μιχελάκη*
Στο χωργιό μου δεν εκατέχαμε άλλα χρώματα παρά μόνο δυό, το πράσινο και το μπλάβο.
Μούδε κόκκινα μούδε πορτακαλιά μούδε φούξια, μούδε άλλες ανοσθιές απου λανσέρνουνε τη σήμερον ημέρα στη τελεόραση οι νοικοκεράδες , και τση θωρρείς σαφή ντυμένες στα χρώματα τω ζαρζαβατικώ .
Εμείς δε τα θέλαμε ετουτανά τα μασκαραλίκια, μόνο τα πράσινα και τα μπλάβα ερέγομέστανε.
Πράσινο το κονάκι ντου βαμένο ο Αντρεαδομανόλης , μπλάβες οι γαζοντενέκες με τσι βασιλικούς τση Ευγενίας,
πράσινο το πανωπόρτι του Χατζοκωστή,
μπλάβα τα παραθύργια του Μπουντακοστελιανού, πράσινες οι φαντές πατανιές τση Κυργιακολένης,
μπλάβο το αυλιδάκι του Στελιανού του αμπελικού.
Εστόσονα καλά είχανε καωμένη τη “δουλειά ” ντως ο Παπαντρέους κι ο Καραμαλής
και οι κομματάρχηδες τως στο χωργιό μας ,
απου μας είχανε δεμένους θαρρείς με τα χοντρά σκοινιά και δεν εμεταξεσέρναμε μούδε μπρος μούδε οπίσω.
Κι όχι πως είχαμε ιδωμένο και διάφορο απ’ όνομίς τως , πράμα δε μας είχανε καταστεμένο στο τόπο μας, και τη πόρτα τση ΔΕΗΣ και του ΟΤΕ δεν την νε κατέχανε τα κοπέλια μας, μήδε τσ’ Αστυνομίας , μήδε και τσ ‘ αγροφυλακής.
Ολονώ τω ξενοχωργιανώ τα κοπέλια ήτονε κλητήρες τση τράπεζες , μόνο τα δικά μας κοπέλια δεν είχανε στον ήλιο μοίρα.
Κι αμε ήντα θαρρείτε;
Σ’ όλο το κόσμο ήβρεχε σ’ ενα χωργιό δε βρέχει απου λέει κι ο ποιητής.
Ας είναι..
Έτσά το ‘χαμε εμείς πράσινοι ήμαστονε οι εμισοί και μπλάβοι οι αποδέλοιποι.
Πάππου προς πάππου, κι αμα θε λα ρωτήξεις και το λόγο, κιανείς δεν εκάτεχε να σου πει το γιάντα..
Και ήτονε και ντροπή μεγάλη κι όνειδος να μεταξεσύρει κιανείς απ ‘ τα πιστεύγω ντου και τ’ όρντινο ντου.
Κι ακόμη κι εδά να περάσει κιανείς απ το χωργιό , ετουτονά το σκηνικό θα ιδεί
πράσινες στράτες , μπλάβες πεζούλες.
Ο Αγγελής ο συχωρεμένος είχενε βαμένο ως και το γάιδαρο ντου πράσινο!! 🙂
Ο Βαγγέλης ο Σαλούστρος επαράγγελνε γαζόζα μόνο στο πράσινο μπουκάλι,
και στου Ευτύχη το τεζιάκι , δεν εθώργιες μόνο μπλάβα ποτηράκια για τη τσικουδιά.
Ίδια ετσά επορεύγουντονε και τα δυό μας καφενεία, και το πράσινο και το μπλάβο,
και κιανείς μας δεν επόμενε παραπονούμενος, κι ούτε συνορισές είχαμε μηδέ και σουχλικά.
Ο Ευτύχης το μπλάβο κι ο μουστάκας ο Γιώργης το πράσινο καφενείο.
Ετουλόγου μου θα σας σε πω για το πράσινο το καφενέ απου το νε κατέχω καλά
γιατί ήτονε του Κυρού μου μαθές ο καφενές.
Πράσινα είναι μέσα όλα οι καθέκλες το τεζιάκι , η τελεόραση , οι τζισβέδες, τα τασάκια, με πράσινη λαδομπογιά βαμένος κι ο τοίχος, και στη μέση μέση στη σόμπα απο πάνω , βγορίζει απο μακριά η αφίσα του Παπαντρέους.
Λέω πως ‘ποκρατεί απ’ το 1981,
γιατί είναι ο Παπαντρέας στιμωνερός ακόμη και ροδομάγουλος.
Τα πιθέματα ντου εκειανά ήτονε η αιτία
μαζί και το ” Η ΕΛΛΑΔΑ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ” και το ‘ ΠΕΡΗΦΑΝΑ ΓΕΡΑΤΕΙΑ”
και πίνουνε οι εμισοί χωργιανοί νερό ακόμη στ’ όνομα ντου.
Οντε νε στεφανώθηκε , εκεινά την όμορφη νοικοκερά την αεροσυνοδό, εγλεντούσανε στο ντουκιάνι μας δυό μερόνυχτα..!!🙂
λες κι ήτονε δικός μας ο γάμος!!
Κι οντε νε πόθανε ο Παπαντρέους,
στα εμισά σπίθια είχανε πένθος μεγάλο,
κι οι εμισές γυναίκες εμουργιωθήκανε με τα μαντίλια.
Σα δε μπιτίζει όμως οι κοματάρχες και οι βουλευτές μας,
μας σε θυμούντονε μια φορά στα τέσσερα χρόνια, συχνά δηλαδή…🙂
Κι ετοτεσάς εκαταλαβαίναμε κιόλας πως σιμώνουνε οι εκλογές.
Ετσά το λοιπόν οψές το μεσημέρι ,
εσταματήσανε στη πλατέα πέντε μαύρες και μεγάλαρες κούρσες κι εκατέβηκε ο κομματάρχης του χωργιού με το βουλευτή απου εψήφιζε μονοκούκι το μισό χωργιό,
και εσέρνανε και μια χούφτα παραφαγάδες.
Εγενήκανε οι χαιρετούρες και βγήκανε και τα γλυκολοΐδια, κι ύστερα εκάτσανε όλοι ντως και την εκάμανε κόπανο!!
Ψημένο στο φούρνο είχενε η μάνα φαητό ,
και δυό λαγούς στιφάδο στο τσικάλι.
Όχι μόνο εφάγανε μονό εγλύψανε και τα πιάτα, αφού το σφουγγάρι δεν ήβριχνε στο πλύσιμο ήντα να καθαρίσει, λαμπίκος ήτονε τα πιάτα 🙂
Στη υστεργιά εδώσανε όξω απ ‘το καφενείο χωρίς καμιά εξήγηση κι ο βουλευτής κι οι ορτάκηδες του, κι εμπήκανε στο διπλανό μαγαζί το μπλάβο του Ευτύχη, κι επόμεινε ο κύρης μου σύξυλος και ποχασκωμένος…
Απής εσυνήφερε μιαολιά, επήγε και τως σε ζήτηξε το λόγο,
και πήρε την αξεμούριστη απάντηση
πως αλλάξανε τα πράματα, κι αλλάξανε κι αυτοί τη ρότα ντως
πως εδά το συμφέρο του Έλληνα δεν είναι με τση πράσινους, μονο ‘ναι με τσι μπλάβους,
και πως δεν είναι ντροπή , γιατί ‘ναι για το καλό τση πατρίδας η μεταστροφή ντως !!
Γροικάς Γιώργη μουστάκα ?
Για το καλό τση Πατρίδας γίνουνται και οι κωλοτούμπες και όλα !!
Για το συμφέρο του χωργιού μαθές μα και τση Χώρας.
Στο ιχιαλά ήτονε ο κύρης μου να βουτήξει μια σκαλίδα να τσοι ντακάρει ούλους στα κατακεφαλίδια, γή μια κακοπαρασύρα απ’ το γωνιό να τση ξεκουρμουλώσει όλους,
για δε το ‘ κανε ζάφτι.
Ετουτανά τα μασκαραλίκια δε τα θέλαμε και δεν ήτονε και πρεπά.
Ήβαλε ντως το λοιπόν στην υστεργιά ολονών ένα πούλο, και τε πορίζει όξω..
Κι απόκειας σκίζει με μιας την αφίσα του Παπαντρέους απ ‘ το μαγαζί ντου και τη νε πέταξε κι όξω..
Γιατί δεν το νταγιάντιζε.
Δεν ενταγιάντιζε τη κοροϊδία κι όλους ετουτεσάς τσοι καραγκιόζηδες, κι ούτε το μπάχτι ντως δεν ήθελε μπλιό.
Κι ετσά ήρθε στο ρόρε ντου, γιατί εδιανοήθηκε επιτέλους πως όλοι ετουτοινά ” οι περιφερόμενοι ” δεν έχουνε μήδε Θεό μήδε φέδε…
**** Στη Φωτογραφία ο Γιώργης ο μουστάκας, ο πατέρας μου, στο βασίλειο του με μια Γαλλίδα τουρίστρια πίνουνε ρακές..
Οπως θα διαπιστώσατε όλα είναι πράσινα στο μαγαζί, ακόμη και η γαζόζα που ετοιμάζεται να σερβίρει.
Μπαμπά μου μού λείπεις πολύ… κι ας έχουν περάσει χρόνια.
* Η Έφη Μιχελάκη είναι Κτηνίατρος από το Ασήμι, με καταγωγή από τ΄ Αστερούσια