Κείμενο – Φωτογραφία: Νικόλαος Φουκαράκης
Αυτό το παζάρι ξεκινά την ιστορία του από την εποχή της Τουρκοκρατίας και ήταν ένα από τα δύο πρώτα παζάρια που ιδρύθηκαν στον νομό Ηρακλείου. Το άλλο παζάρι γινόταν στο Γάζι Μαλεβυζίου.
Προπολεμικά καθιερώθηκαν παζάρια και σε άλλα κεφαλοχώρια του νομού όπως στο Ασήμι, στο Αρκαλοχώρι και αργότερα στο Καστέλι Πεδιάδος.
Το παζάρι έμοιαζε με τις σημερινές λαϊκές αγορές αλλά ουσιαστικά διέφερε καθώς μπορούσε να συμμετάσχει ο καθένας που είχε κάτι να πουλήσει η ακόμα και να ανταλλάξει όπως ζώα, αντικείμενα αγροτικού βίου και σπιτιού , είτε όσπρια, είτε λαχανικά κ.α
Ας δούμε την εικόνα στο παζάρι στις αρχές του προηγούμενου αιώνα.
Αν και ο πληθυσμός των Μοιρών στα 1900 ήταν 240 μόνο κάτοικοι όλοι κι’ όλοι λόγω της κεντρικής θέσης που κατείχαν οι Μοίρες στην πεδιάδα της Μεσαράς ήταν και η αιτία που καθιερώθηκε εκεί το παζάρι όλης της περιοχής.
Στην κεντρική πλατεία του χωριού που γινόταν το παζάρι είχε τέσσερα όλα -όλα γραφικά ντουκιάνια που έφτιαχναν αποκλειστικά καφέδες στα χοντρά φλυτζάνια και ένα μαγερικό ( εστιατόριο ) που άνοιγε μόνο την μέρα που γινόταν το παζάρι και κάποια πρόχειρα τραπεζάκια με κάποιους μισοσπασμένους πάγκους για τους πελάτες.
Μέχρι να τελειώσει το παζάρι στις δώδεκα το μεσημέρι δεν έβλεπες κόσμο στα ντουκιάνια και στο μαγειρικό.
Οι αγοραστές και οι πωλητές κατέφθαναν από τα γύρω χωριά με την ανατολή του ήλιου γεμάτη ενέργεια και όρεξη γιατί γι’αυτούς δεν ήταν μόνο παζάρι αλλά ένα πανηγύρι και μια ευκαιρία να δουν φίλους και γνωστούς.
Όσοι ήταν από μακριά κατέφθασαν από εσπέρας και διανυκτέρευαν.
Ο κόσμος στο παζάρι κατάφτανε σαν μελισσώνας πρωί, πρωί και η πλατεία ήταν γεμάτη από κίνηση, φωνές και διαλαλητά.
Γεωργικά εργαλεία, υφαντά,υφάσματα, όσπρια, στάρια, κριθάρια, κτηνοτροφικά προϊόντα κ.α ήταν τα προϊόντα αγοραπωλησίας στο παζάρι.
Γυναίκες στο παζάρι δεν έβλεπες και αν εμφανιζόταν καμμιά το έβλεπαν στο πονηρό.
Οι κανταριτζήδες (ζυγιστές) με τον καμπανό (καντάρι ) στον ώμο έτρεχαν μούσκεμα στον ιδρώτα να ζυγιάζουν τα εμπορεύματα αλλά για τον κόπο τους αποζημιώνονταν αδρά και το απόγευμα έφευγαν όλοι τους μεθυσμένοι.
Μεταξύ των εμπόρων γινόταν ένας συναγωνισμός ποιος θα πουλήσει νωρίτερα την πραμάτεια του.
Οι χωροφύλακες με τα τσιγκελωτά μουστάκια τους επέβλεπαν την τάξη επιβλητικοί και ακούραστοι αλλά σπανίως διαπίστωναν κάποια παράβαση.
Και ο εισπράκτορας των φόρων της περιοχής και αυτός παρών κάθε Σαββάτο να γλεντοκοπά παρέα συνήθως ως αργά το βράδυ.
Μετά το πέρας του παζαριού όλοι περνούσαν από τα ντουκιάνια και το μαγερικό και πολλοί το γλεντοκοπούσαν ως αργά της μέρας.
Ένα πράγμα μόνο δεν αγόρασε κανείς τους στο παζάρι αλλά και ούτε πουλιόταν ήταν το ψωμί καθώς το θεωρούσαν ντροπή και παρακατιανό όποιος δεν είχε δικό του ψωμί και έτσι ο κάθε ένας που πήγαινε κρατούσε μαζί του στην βούργια του το δικό του ντάκο ( παξιμάδι).
Αυτή ήταν γενικά η εικόνα στο παζάρι παλιά μια εικόνα που σταδιακά άρχισε να αλλάζει καθώς οι Μοίρες μέσα σε λίγες δεκαετίες από ένα μικρό χωριό αλλάζει και γίνεται κωμόπολη γεμίζει από καταστήματα πολυτελείας, ζαχαροπλαστεία, τράπεζες και τα παλιά μαγέρικα έγιναν μετά εστιατόρια και τα ντουκιάνια γενήκαν καφενεία με τις ωραίες τους καρέκλες αντί για τους πρόχειρους πάγκους.
Το παζάρι των Μοιρών (λαϊκή αγορά) έχει αντέξει στο χρόνο ως και σήμερα αν και δεν έχει εκείνο το χρώμα που είχε εκείνον το παλιό καιρό .